Ο τάφος του Φιλιππου Β’ στην Βεργίνα και οι ισχυρισμοί των Borza και Παλαγγιά

Διάβασα σήμερα στο αρκετά ενημερωτικό blog Το Μακεδονικό Ζήτημα σήμερα μια αναδημοσίευση άρθρου απο την εφημερίδα Έθνος της κ. Αγγελικής Κωττή. Το άρθρο είχε θέμα την αναβίωση της αμφισβήτησης εκ μέρους συγκεκριμένης, μικρής μερίδας Ιστορικών και αρχαιολόγων, με κύριους εκφραστές σήμερα, τον γνωστό Αμερικάνο Ακαδημαϊκό Eugene Borza και της Ελληνίδας Καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αρχαιολόγου κ. Όλγας Παλαγγιάς.

Ο κ. Borza και οι διφορούμενες απόψεις του περί της Ελληνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων, μας έχει απασχολήσει σε αυτό το blog και παλαιότερα. Στην προκειμένη περίπτωση θα ασχοληθούμε με την τοποθέτηση πάνω στο θέμα της κ. Παλαγγιάς.

Στις 12/07/1998, είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα ‘Το Βήμα’, ένα άρθρο της κ. Χαράς Κιοσσέ, στο οποίο φιλοξενούσε τις απόψεις και ισχυρισμούς της κ. Παλαγγιάς. Αμέσως υπήρξαν ανταπαντήσεις στην ίδια εφημερίδα, με αντικρουόμενες απόψεις των Αρχαιολόγων και Ιστορικών ερευνητών. Ενδεικτικά αναφέρω το άρθρο του κ. Παναγιώτη Β. Φάκλαρη, αναπληρωτή καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ και μέλος της πανεπιστημιακής ανασκαφής της Βεργίνας, την τοποθέτηση του κ. Ν. Μάρτη, γνωστού τέως υπουργού και θερμού υποστηρικτή της Ελληνικότητας της Αρχ. Μακεδονίας, καθώς και της έγκριτου αρχαιολόγου, επίκουρου καθηγήτριας της Κλασικής Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ και μέλος της Ανασκαφής στη Βεργίνα, κ. Χρυσούλας Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Παράλληλα μπορείτε να διαβάσετε και την επιστολή της κ. Σ. Δρούγου, (σ. στο τέλος του link) Διευθύντριας της Ανασκαφής της Βεργίνας και Καθηγήτριας Κλασικής Αρχαιολογίας ΑΠΘ.

Αναδημοσιεύω το απόσπασμα-απάντηση της κ. Χρυσούλας Σαατσόγλου-Παλιαδέλη στην κ. Παλαγγιά, επειδή κατά την γνώμη μου πάντα, είναι η πιο εμπεριστατωμένη τοποθέτηση απο όσες διάβασα.

Οσοι πήραμε μέρος στην ανασκαφή της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα, και συνεχίζουμε την έρευνα στον αρχαιολογικό της χώρο, βρισκόμαστε συνεχώς αντιμέτωποι με ένα εξαιρετικά σημαντικό εύρημα, αλλά και με τις επιπτώσεις του, καθώς η τόλμη του Μανόλη Ανδρόνικου να το αντιμετωπίσει σφαιρικά ήταν φυσικό να προκαλέσει τις αναμενόμενες αντιδράσεις. Οι διαφορετικές απόψεις δεν αναιρούν ούτε τη γνώση ούτε την επιστημοσύνη του και η φυσική απουσία του δεν ανέστειλε ούτε την ανασκαφική δραστηριότητα ούτε την επιστημονική δράση μας στη Βεργίνα. Το κοινό, όμως, που διάβασε τις απόψεις της κ. Παλαγγιά στο άρθρο της κυρίας Κιοσσέ («Το Βήμα της Κυριακής», 12.8.98) για την τοιχογραφία του μεγάλου τάφου της Βεργίνας, ίσως πραγματικά ένιωσε ότι του «κλέβουν ένα μέρος του ονείρου».

Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Η άποψη της κ. Παλαγγιά δεν είναι, κατ’ αρχήν, νέα. Πρώτη, το 1980, η αμερικανίδα αρχαιολόγος Phyllis Lehmann αμφισβήτησε την απόδοση του μνημείου στον Φίλιππο Β’, αντιπροτείνοντας την ταύτιση του νεκρού του θαλάμου με τον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο, και εγκαινιάζοντας έτσι έναν επιστημονικό διάλογο που συνεχίζεται ως σήμερα. Ο Μανόλης Ανδρόνικος είχε πολλές φορές την ευκαιρία να απαντήσει αμέσως στις περισσότερες από αυτές, εκθέτοντας ακόμη αναλυτικότερα τα επιχειρήματα που τον οδηγούσαν στην προτεινόμενη απόδοση.

Από τη θέση του μελετητή της τοιχογραφίας, μπορώ να καταθέσω με βεβαιότητα πως λιγοστές από τις παρατηρήσεις της συναδέλφου ανταποκρίνονται στα εικονογραφικά στοιχεία της παράστασης, επηρεάζοντας, ως ένα βαθμό, και τις ερμηνείες της. Ο νεαρός Αλέξανδρος, για παράδειγμα, στο μέσον της τοιχογραφίας, φορεί ελληνικότατο, πορφυρό ­ καθότι διάδοχος ­ χιτωνίσκο και όχι χιτώνα ανατολίτικο, επηρεασμένο από την περσική ενδυμασία, ενώ ο ώριμος, θριαμβευτικός, γενειοφόρος ιππέας, που ετοιμάζεται να σκοτώσει (χωρίς λεοντή) το λιοντάρι, δεν μπορεί να ταυτισθεί με τον Φίλιππο Γ’ τον Αρριδαίο, όπως πρότεινε η συνάδελφος, καθώς γνωρίζουμε πως ήταν μόλις δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Αλέξανδρο. Επιπλέον, ανήμπορος για έντονη δραστηριότητα, μπορούσε, ενδεχομένως, να ιππεύει, μάλλον όμως αδυνατούσε να κυνηγά.

Ο κυνηγός με το δίχτυ δεν έχει μουστάκι, είναι πράγματι μελαψός (όπως συνήθως αποδίδονται στα περισσότερα ζωγραφικά έργα της αρχαιότητας οι ανδρικές μορφές), αλλά δεν είναι Ινδός ή Πέρσης. Η ιδιόμορφη ενδυμασία του (ίσως η διφθέρα των αρχαίων πηγών, που φορούσαν οι άνθρωποι της υπαίθρου) μάλλον τον ταυτίζει με νεαρό, αμούστακο, ηλιοκαμένο, ορεσίβιο Μακεδόνα, επειδή δεν υπάρχουν ενδυματολογικά παράλληλα που να ερμηνεύουν την καταγωγή του, κυρίως όμως επειδή κανένα εικονογραφικό στοιχείο της παράστασης δεν παραπέμπει στην Ανατολή. Το κυνήγι της τοιχογραφίας διαδραματίζεται στον ευρωπαϊκό χώρο, προφανώς, κάπου στη Μακεδονία παραπέμποντας σε ένα γεγονός που προηγείται της εκστρατείας του Αλεξάνδρου και ενισχύοντας έτσι τη χρονολόγηση του τάφου πριν από τον θάνατό του. (Τεχνητοί παράδεισοι, μεταφυτευμένα πλατύφυλλα δένδρα, μελαψοί μυστακοφόροι και άλλα συναφή δεν συμβάλλουν στην κατανόηση της παράστασης.)

Δεν κατανοώ, κατ’ αρχήν, τις υποθέσεις που ερμηνεύουν ορισμένα πολιτισμικά στοιχεία των αρχαίων Μακεδόνων, ως αποτελέσματα της εκστρατείας του Αλεξάνδρου στην Ανατολή, όταν είναι γνωστή από τον Ηρόδοτο η σχέση τους με τους Πέρσες, ήδη από τα τέλη του 6ου π.Χ. αι. Τέτοιοι θεσμοί, όπως το βασιλικό κυνήγι, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να εισαχθούν (αν τελικά εισήχθησαν) στη μακεδονική αυλή πολύ νωρίτερα από τον Αλέξανδρο. Λιοντάρια, άλλωστε, υπήρχαν στη Μακεδονία πριν από τα τέλη του 4ου π.Χ. αι., όπως μαρτυρεί ο Ξενοφώντας στον Κυνηγετικό του και ο Παυσανίας στην Περιήγησή του, περιγράφοντας τον γνωστό άθλο του Θεσσαλού Πουλυδάμαντα, που είχε σκοτώσει με τα χέρια του, ως νέος Ηρακλής, ένα λιοντάρι στον Ολυμπο, στα τέλη του 5ου π.Χ. αι. Το κυνήγι τους ήταν γνωστό στον βορειοελλαδικό χώρο τουλάχιστον από τα χρόνια του βασιλιά Αρχελάου (413-399 π.Χ.), που εξέδωσε νομίσματα με λιοντάρι στην πίσω πλευρά, το οποίο δαγκώνει σπασμένο δόρυ (σαφής μαρτυρία για κυνήγι λιονταριού στη Μακεδονία ήδη από τα τέλη του 5ου π.Χ. αι.). Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως ο ίδιος βασιλιάς δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια ενός προφανώς ανάλογου κυνηγιού.

Τον σημαντικό ρόλο του κυνηγιού για τη μακεδονική κοινωνία τον αντανακλά ανάγλυφα η περίπτωση του Κασσάνδρου, που, μη έχοντας ως τα τριάντα πέντε του κατορθώσει να σκοτώσει κάπρο χωρίς δίχτυ, ήταν ταπεινωτικά αναγκασμένος να μετέχει στα συμπόσια της μακεδονικής αυλής, καθισμένος και όχι ανακεκλιμένος, όπως οι άλλοι συμποσιαστές.

Η τοιχογραφία με το κυνήγι στην πρόσοψη του μεγάλου τάφου της Βεργίνας υπήρξε σαφώς πολιτική επιλογή εκείνου που φρόντισε με τόση επιμέλεια για την ταφή του νεκρού. Ο Κάσσανδρος δύσκολα θα διάλεγε ένα θέμα που ως τα 35 του μάλλον θα προσπαθούσε να ξεχάσει. Είναι εντελώς απίθανο, επομένως, να τον αναγνωρίσουμε σε κάποια από τις μορφές της τοιχογραφίας, όπως προτείνει η κ. Παλαγγιά, σε μια ετεροχρονισμένη και ανακριβή σχέση με το κυνήγι. Αντίθετα, ο νεαρός Αλέξανδρος είχε κάθε λόγο ­ στους ταραγμένους μήνες που ακολούθησαν τη δολοφονία του πατέρα του και τη δική του ανάρρηση στον θρόνο ­ να επιλέξει ένα τέτοιο θέμα, που τον εικόνιζε, μαζί με τον νεκρό βασιλιά, σε μια κατ’ εξοχήν σημαντική ­ για τη μακεδονική αυλή ­ δραστηριότητα.

Αν από την ερμηνεία της τοιχογραφίας προκύπτει ένα ακόμη επιχείρημα για την ταύτιση του νεκρού με τον Φίλιππο Β’, λυπούμαι να διαπιστώνω συνεχώς πως ­ ακόμη και ανεξάρτητα από την ερμηνεία της ­ όσοι από τους συναδέλφους αμφισβήτησαν την άποψη του Μανόλη Ανδρόνικου (ανάμεσά τους συγκαταλέγεται τώρα η κ. Παλαγγιά) δεν έλαβαν σοβαρά υπόψη τους το μέγιστο, κατά τη γνώμη μου, λογικό και αρχαιολογικό του επιχείρημα: η πρωτογενής ταφή που καταγράψαμε κατά τη διάρκεια της ανασκαφής δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να αποδοθεί στον Φίλιππο Γ’, που εξετάφη από τον Κάσσανδρο, αρκετούς μήνες αργότερα από τον θάνατό του, για να ξαναταφεί (δευτερογενώς) μαζί με τη γυναίκα του, Ευρυδίκη, στις Αιγές.

Φαίνεται πως ο επιστημονικός διάλογος συχνά συγκροτείται από μοναχικούς μονολόγους, που κινούνται παράλληλα, χωρίς πουθενά να συναντώνται. Μοναχικά κείμενα, για μοναχικά περιοδικά, που απευθύνονται σε μοναχικούς αναγνώστες.

Εντέλει, είμαστε όλοι εκτεθειμένοι στην κρίση της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας.

Το ευρύ κοινό μπορεί, εν τω μεταξύ, να διαφυλάσσει το όνειρό του.


Η κυρία Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη είναι επίκουρος καθηγήτρια της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και μέλος της Ανασκαφής στη Βεργίνα.

Related posts:

Comments