Αστική συγκρότηση στο Μοναστήρι – Οι Βλάχοι
Ελληνικό Αντάρτικο σώμα στο Μοναστήρι (φώτο: Συλλογή Γ. Μάθα)
Του Βασίλη Γούναρη
Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών ΑΠΘ στην Φλώρινα
Βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι
Είναι δύσκολο να πει κανεϋ πόσοι ήταν οι βλαχόφωνοι κάτοικοι του Μοναστηρίου στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο πληθυσμός του αυξήθηκε σημαντικά από αφίξεις οικογενειών από τα άλλα ημιαστικά κέντρα της περιφέρειας, ιδιαίτερα μετά τη λειτουργία τns σιδηροδρομικής γραμμή με τη θεσσαλονίκη (1894) και την επιδείνωση των συνθηκών ασφάλεια* στην ύπαιθρο (1903). Από τα διαθέσιμα στοιχεία φαίνεται άτι σε καμία περίπτωση οι Βλάχοι δεν έφτασαν το τρίτο του συνολικού πληθυσμού τns πόλης, αλλά ξεπερνούσαν πάντοτε σταθερά το 50% των χριστιανών κατοίκων της. Η συντριπτική τους πλειοψηφία χρησιμοποιούσε συστηματικά τη λατινογενή τους γλώσσα και ενίσχυε έτσι τα επιχειρήματα όσων έβλεπαν to εγγενείς αδυναμίες του καθαρευουσιάνικου εκπαιδευτικού συστήματος αλλά και αυτών που απαισιοδοξουσαν για τη βαθύτερη πορεία του εξελληνισμού τους.
Οι υπόλοιποι χριστιανοί Μοναστηριώτες ηταν σχεδόν αποκλειστικά σλαβόφωνοι: ένας μάλλον περιορισμέvos κύκλος παλαιοτέρων και ευπορότερων οικογενειών, μια γενιά σπουδαγμένων επαγγελματιών και πολύ περισσότεροι μικρέμποροι και εργάτες, ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι, εποχιακοί και μόνιμοι, άνδρες και γυναίκες από κάθε χωριό και κωμόπολη xns περιφέρεια. Η παρουσία και η απασχόληση τους στην πόλη -ειδικά των νεαρών γυναικών- διευκολυνόταν από την αδυναμία και την απροθυμία των ολιγομελών και ευπόρων βλάχικων οικογενειών να ασχοληθούν με έλα τα παραδοσιακά οικιακά καθήκοντα η τουλάχιστον με τα δυσκολότερα ή τα πλέον εξειδικευμένα με αυτά. Διευκολυνόταν επίσης από to ευκαιρίες που δημιουργούσε στην αγορά εργασίας η οικιστική επέκταση xns πάλης και ο περιορισμός τns αυτοκστανάλωσns στο ελάχιστο. Τα βλάχικα σπίτια χωρίς συγγενικές προσβάσεις στα χωρία αγόραζαν σχεδόν όλα τα είδη διατροφής τους. δίνοντας έτσι ευκαιρία εργασιας σε ολόκληρη αλυσίδα μικρόκαταστηματαρχών. Αγρότες τηs περιφέρειας μπορούσαν να παίξουν το ρόλο των ενδιαμέσων στην προμήθεια ή και την αρχική επεξεργασία ειδών διατροφής και άλλων χρειωδών της αστικής κατοικίας.
Γύρω από την «καλλιμάρμαρη» ακρόπολη του Ελληνισμού χτίστηκαν εκατοντάδες χαμόσππα και μικρομάγαζα. Οπλισμένοι με εργατικότητα, τόλμη και ολιγάρκεια αλλά με μεροκάματα της πείνας και χωρίς ασφαλή πλέον πρόσβαση στα χωριά τους, αντιπαθείς μάλλον στους βλάχους εργοδότες, πελάτες και πιστωτές τους οι σλαβόφωνοι αυτοί δεν ηταν αδιάφοροι npos την κοινωνικό και εκπαιδευτική πρόνοια της βουλγάρικης εξαρχιxns εκκλησίας και πολιτικής που κέρδιζε έδαφος την ίδια εποχή. Ούτε ήταν αδιάφοροι πpos τα σοσιαλιστικά κηρύγματα που κυκλοφορούσαν σε ορισμένους κύκλους της Εσωτερικής Μακεδονικης Επαναστατικής Οργάνωσης (ΕΜΕΟ). Η ένταξη στα βουλγαρικά κομιτάτα κι αν δεν δημιουργούσε πάντοτε τους ψυχικούς δεσμούς τους απαραίτητους για την αποδοχή μιας εθνικής συνείδησης, δημιουργούσε όμως σε πολλοΰς αγρότες, που ζούσαν μεταξύ χωριών και πόλεως, μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμού, μεταξύ εθνικής μόρφωσης και αγραμματοσϋvns την αίσθηση της αποστολής και της κοινωνικής αλληλεγγύης. Ηταν μια υποθήκη στην οποία η Βουλγαρία θα μπορούσε να επένδυσει και να υπολογίζει δικαιολογημένα άτι η κοινωνική άνοδος των χθεσινών αγροτών θα τους έφερνε αναπόφευκτα σε σύγκρουση με την καθεστηκυία εμπορική και τραπεζική τάξη. σύγκρουση που θα ήταν αξιοποιήσιμη και σε εθνικό επίπεδο.
Ελληνική διαδήλωση για το σύνταγμα στο Μοναστήρι
Οι Ελληνες Βλάχοι
Αντίθετα δυσκολότερη για τους έλληνες Βλάχους του Μοναστηρίου ήταν η συνεργασία μολονότι απαραίτητη, με τους σλαβόφωνουε και ακόμη περισσότερο ο συγχρωτισμός και ο προσηλυτισμός τους. Το ζητούμενο δεν ήταν μόνον ψυχολογικό, το ξεπέρασμα μιας αίσθησης κοινωνικής ανωτερότητας. Ηταν και οικονομικό. Η συγκρότηση της δικής τους τάξης βασιζόταν παραδοσιακά στον έλεγχο του κεφαλαίου και της αγοράς. Αν μετέβαλλαν τους όρους πίστωσης. δανειοδοτούσαν ή ευνοούσαν με οποιοδήποτε τρόπο την κοινωνική άνοδο των ομόδοξων τους σλάβων αγροτών, με τελική ανάλυση υπονόμευαν τη δική τους παράδοση και το δικό τους συμφέρον. Ομως. από τη στιγμή που η έξωθεν παρέμβαση των εθνικών κρατών στις διαδικασίες κοινωνικής ανόδου στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία είχε εκκινήσει, η εμμονή στη διατήρηση της πολιτισμικής ιεραρχίας με τους Βλάχους στην κορυφή, υπονόμευε τα Ελληνικά συμφέροντα στην ύπαιθρο. Δεν είναι παράδοξο ότι οι Μοναστηριώτες αστοί είδαν τη δική τους συνεισφορά και είσοδο στον χώρο του εθνικισμού συναρτημένη με τις εκπαιδευτικές διαδικασίες και κατά δεύτερο λόγο με την κοινωνική πρόνοια Ο τρόπος αυτός συνεισφοράς ήταν απόλυτα συμβατός με τα δικά τους κοινωνικά και ιδεολογικά πρότυπα αλλά και με το μεταβαλλόμενο ρόλο των γυναικών στις πόλεις. Ομως η κλασσική εκπαίδευση των Μοναστηριωτών και των Μοναστηριωτισσών δύσκολα έβρισκε πρακτική εφαρμογή στην ύπαιθρο. Η θεωρητική εκπαίδευση μεγιστοποιούσε την αίσθηση της κοινωνικής και πολιτισμικής απόστασης των χωριών από τις πόλεις. Και η απόσταση αυτή. άδι-
κα στο Μοναστήρι, ήταν ιδιαίτερα αισθητή. Αν η εθνική επιτροπή της πόλης πίστευε, όπως λέγει ο Μόδης, ότι είχε στο χέρι (από εθνικής, βέβαια, απόψεως) τους μετανασιεύοντες χωρικούς, μέσω του ελέγχου των χρεών τους, έσφαλε ανεπανόρθωτα γιατί
αποδεδειγμένα τους απομάκρυνε ψυχικά από την ελληνική ιδέα. Είναι όμως άδικο, παραβλέποντας τις ιδιαιτερότητες της εποχής, να κρίνουμε εκ των υστέρων ότι οι Βλάχοι αστοί του Μοναστηρίου θα έπρεπε να είχαν κατάστρεψει συθέμελα την κοινωνία τους. για να ικανοποιήσουν τα ελληvικά πατριωτικά πρότυπα και να εξυπηρετήσουν τα εθνικά συμφέροντα ενός κράτους που εν τέλει γνώρισαν μόνον ως πρόσφυγες.
Καθημερινή 19 Αυγούστου 2001
Related posts:
Latest posts by History (see all)
- ΤΑ ΜΑΓΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΑΣ (ή περί της Μακεδονικής διαλέκτου) - October 22, 2012
- Γεράσιμος Ραφτόπουλος : Δεκανέας ετών 12 - October 18, 2012
- Ελληνική επιγραφή από την Λαοδίκεια - October 17, 2012
RECENT COMMENTS