ΓΡΑΝΙΚΟΣ 334 π.Χ. – ΙΣΣΟΣ 333 π.Χ. – ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ 331 π.Χ.

Α. ΖΕΝΑΚΟΣ | Κυριακή 16 Μαρτίου 2003

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

 Αλέξανδρος Γ” (356 π.Χ. – 323 π.Χ.)

Ο μεγαλύτερος στρατηλάτης της αρχαιότητας, ίσως και ολόκληρης της Ιστορίας. Βασιλιάς της Μακεδονίας από το 336 ως το 323 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε ο θεμελιωτής των ελληνιστικών βασιλείων της Μικράς Ασίας, ο κατακτητής που διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό ως τα βάθη της Ασίας.

Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Αλέξανδρος είναι ο δημιουργός της πρώτης «οικουμένης», δηλαδή μιας σχετικά μεγάλης περιοχής, που χαρακτηρίζεται από έναν κοινό πολιτισμό. Το όραμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου ξεκίνησε από τα παιδικά του χρόνια. Η ισχυρή προσωπικότητα των δύο γονέων του, του Φίλιππου Β’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου, Νεοπτόλεμου Α’, μιας γυναίκας φιλόδοξης, συνέβαλαν στη διάπλαση του χαρακτήρα του. Βασικό ήταν το γεγονός, όπως αναφέρεται, ότι η Ολυμπιάδα αρνήθηκε να δεχθεί την πολυγαμία του συζύγου της και ισχυρίστηκε ότι η γέννηση του Αλέξανδρου οφειλόταν σε θεϊκή παρέμβαση.

Η μυθοπλασία αυτή σε συνδυασμό με τον θαυμασμό του Αλέξανδρου για τον ομηρικό ήρωα Αχιλλέα συντρόφευσε τον νεαρό στα πρώτα του πολεμικά παιχνίδια. Η «Ιλιάδα», το αγαπημένο του ανάγνωσμα, τον συνόδευσε αργότερα και στις εκστρατείες του στην Ασία. Εκτός από επιδεξιότητα στα μαθήματα ο Αλέξανδρος διέθετε και άριστες φυσικές ικανότητες. Εγινε εξαίρετος ιππέας σε νεαρή ηλικία, κατάφερε μάλιστα να δαμάσει τον ατίθασο Βουκεφάλα, το άλογο που τον συνόδευσε στις μετέπειτα εκστρατείες του. Οταν ο Αλέξανδρος συμπλήρωσε τα δεκατρία του χρόνια ο πατέρας του επέλεξε τον φιλόσοφο Αριστοτέλη για δάσκαλο του, από τον οποίο διδάχθηκε φιλοσοφία και ρητορική. Την πολεμική τέχνη διδάχθηκε από τον ίδιο τον πατέρα του.

Η πρώτη πολεμική εμπλοκή του Αλέξανδρου ήταν σε ηλικία δεκαέξι χρόνων, όταν κατέστειλε την ανταρσία των Μαιδών, μιας εχθρικής φυλής στα βόρεια της Μακεδονίας, κατέλαβε την πρωτεύουσά τους και την μετονόμασε Αλεξανδρούπολη – η πρώτη από μια σειρά πόλεις που πήραν το όνομά του, με σημαντικότερη την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο της Μακεδονίας μετά τη δολοφονία του πατέρα του, το 336 π.Χ. Βασιλεύς πλέον του ισχυρότερου βασιλείου των Βαλκανίων, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε το μεγαλεπήβολο σχέδιό του. Κέρδισε την εμπιστοσύνη των Ελλήνων ή τους επέβαλε τη θέλησή του, αναδεικνύοντας τη χαρισματικότητα και τη δύναμή του. Πρώτοι οι Θεσσαλοί αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Αλέξανδρου τον άρχοντά τους, ενώ στη συνέχεια οι Θηβαίοι και οι Αθηναίοι αναθεώρησαν – τουλάχιστον πρακτικά – και εκείνοι τις αντιμακεδονικές τους αντιλήψεις.

 

Την άνοιξη του 334 π.Χ. ο Αλέξανδρος ξεκίνησε τη μεγάλη εκστρατεία του στην Ασία. Η πρώτη σύγκρουση των δύο αντίπαλων στρατευμάτων έλαβε χώρα στις όχθες του Γρανικού ποταμού το 334 π.Χ. Μετά τη μάχη στα Γαυγάμηλα και τη δολοφονία του Δαρείου από σατράπες του, ο Αλέξανδρος επέλεξε για πρωτεύουσα του βασιλείου του τη Βαβυλώνα, εκτιμώντας τη στρατηγική της θέση. Ο Αλέξανδρος σεβάστηκε την τοπική θρησκεία, γεγονός που τον βοήθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των υποτελών του. Την προσπάθειά του να ενώσει τους πολιτισμούς επιβεβαίωσε και με τον γάμο του με μια «βάρβαρη» (327 π.Χ.), τη Ρωξάνη, κόρη του ηγεμόνα της περιοχής του οχυρού Σογδιανή Πέτρα. Ο γάμος αυτός είχε πολιτική σκοπιμότητα, στόχευε στην ικανοποίηση του εθνικισμού των ντόπιων αλλά και στην επίτευξη του οράματος του Αλέξανδρου για την ένωση των λαών.

Η επόμενη εκστρατεία του Αλέξανδρου στην Ινδία, το καλοκαίρι του 327 π.Χ. οδήγησε και στη δύση της αυτοκρατορίας του. Στην επιχείρηση αυτή οι καιρικές συνθήκες, η έλλειψη τροφής και νερού, εξασθένησαν τον στρατό του, παρ’ όλη την επιμονή του Αλέξανδρου, ο οποίος θυσίαζε το δικό του νερό για τους στρατιώτες του. Λίγο πριν από τις όχθες όμως του ποταμού Υφαση, του σημερινού Μπιάς της Ινδίας, οι στρατιώτες αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Στις αρχές του καλοκαιριού του 324 π.Χ. γιορτάστηκε στα Σούσα με λαμπρότητα η ολοκλήρωση της εκστρατείας. Τότε τελέστηκαν και οι ομαδικοί μεικτοί γάμοι (αναφέρονται 10.000) ανάμεσα σε Μακεδόνες και Περσίδες, κίνηση η οποία απέβλεπε στη συγχώνευση των λαών. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος πήρε για δεύτερη γυναίκα του (σύμφωνα με την περσική συνήθεια) την κόρη του Δαρείου, τη Στάτειρα ή Βαρσίνη.

Λίγο αργότερα έλαβε χώρα η μεγαλύτερη ανταρσία των Μακεδόνων όταν σε μια γενική συνέλευση ο Αλέξανδρος ανακοίνωσε ότι θα αποστράτευε όσους λόγω ασθένειας και κούρασης δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν στη μάχη. Εκείνοι εξοργισμένοι ζήτησαν να απολυθούν όλοι, και προέτρεψαν τον Αλέξανδρο να συνεχίσει την πορεία του με τους Πέρσες. Ο Αλέξανδρος εκτέλεσε δεκατρείς μακεδόνες άνδρες προς παραδειγματισμό και αμέσως, με τα λόγια και τις ενέργειές του, ανάγκασε τους Μακεδόνες να του ζητήσουν συγγνώμη.

Ο Αλέξανδρος επέστρεψε στη Βαβυλώνα την άνοιξη του 323 π.Χ. Στην είσοδο της πόλης τον προϋπάντησαν χαλδαίοι σοφοί, οι οποίοι τον προειδοποίησαν να μην μπει στην πόλη γιατί του έμελλε μεγάλο κακό. Παρ’ όλα αυτά ο Αλέξανδρος δεν έκανε πίσω. Στις 28 του μακεδονικού μήνα Δαισίου (10 Ιουνίου) του έτους 323 π.Χ. πέθανε προτού κλείσει το τριακοστό τρίτο έτος της ηλικίας του. Για τον θάνατό του υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές, με κυρίαρχη αυτή της προσβολής του από ελονοσία. Μαζί με τον Αλέξανδρο έδυσε και το μεγάλο βασίλειό του, το οποίο εν πολλοίς συγκρατούσε η ισχυρή του προσωπικότητα και όχι η ιδιαίτερη πολιτική οργάνωση. Ο τάφος του δεν έχει βρεθεί.

Δαρείος Γ’ ο Κοδομανός (380; π.Χ. – 330 π.Χ.)

 

Ο Δαρείος Γ’ ο Κοδομανός υπήρξε ο τελευταίος βασιλιάς (336 π.Χ. – 330 π.Χ.) της περσικής δυναστείας των Αχαιμενιδών. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, γεννήθηκε περίπου το 380 π.Χ. και ανήκε σε έναν παράλληλο κλάδο της βασιλικής οικογένειας της Περσίας, καθώς ο πατέρας του ήταν ανιψιός του Αρταξέρξη Β’. Ανέβηκε στον θρόνο κάτω από αρκετά νεφελώδεις συνθήκες. Ενας πανίσχυρος και δολοπλόκος ευνούχος στρατηγός με το όνομα Βαγόας, αφού δολοφόνησε χρησιμοποιώντας δηλητήριο τον Αρταξέρξη Γ’ (βασίλεψε από το 358 π.Χ. ως το 338 π.Χ.) καθώς και τον γιο του Αρση (338 π.Χ. – 336 π.Χ.), προσέφερε την εξουσία στον Κοδομανό, θεωρώντας προφανώς πως θα μπορούσε να τον ελέγχει. Ο τελευταίος όμως φάνηκε ιδιαίτερα έξυπνος φροντίζοντας να προλάβει τις ραδιουργίες του Βαγόα, δηλητηριάζοντάς τον.

Ο Δαρείος Γ’ κληρονόμησε μια τεράστια αυτοκρατορία, η οποία απλωνόταν από τις ακτές της Λιβύης ως τους πρόποδες των Ιμαλαΐων και εξουσίαζε πολυάριθμους λαούς για πάνω από δύο αιώνες. Μια σειρά από εξεγέρσεις, η διαρκώς αυξανόμενη διαφθορά, οι συνεχείς συνωμοσίες, καθώς και κάποιοι ανίκανοι βασιλείς είχαν αποδυναμώσει τις τελευταίες δεκαετίες την Περσική Αυτοκρατορία. Ετσι, ο νέος βασιλιάς μετά την ανάληψη της εξουσίας δεν είχε βρει τον χρόνο να αναδιοργανώσει το αχανές κράτος του και να διευθετήσει όλα τα σοβαρά προβλήματα που τον απασχολούσαν, όταν την άνοιξη του 334 π.Χ. ο νεαρός μακεδόνας βασιλιάς Αλέξανδρος διέσχισε τον Ελλήσποντο, ξεκινώντας την εκστρατεία του κατά των Περσών. Με υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση και χωρίς τις κατάλληλες στρατιωτικές προετοιμασίες, οι δυνάμεις του αντιμετώπισαν, τον ίδιο χρόνο, τους Ελληνες στον Γρανικό ποταμό, όπου και υπέστησαν μεγάλη ήττα.

Ο Δαρείος, σύμφωνα με τους ιστορικούς, ήταν ένας άνθρωπος μετριοπαθής, δίκαιος, ευγενικός, με σαφή όμως έλλειψη στρατηγικών ικανοτήτων, έλλειψη η οποία τον παρέσυρε να εμπιστεύεται τις παραινέσεις και τα σχέδια αυλοκολάκων και ανίκανων συνεργατών. Αυτοί ήταν που τον συμβούλεψαν να αντιμετωπίσει τον στρατό του Αλέξανδρου στη στενή πεδιάδα της Ισσού, μια τακτική η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θρίαμβο των Ελλήνων και την άτακτη φυγή τόσο του περσικού στρατού όσο και του ίδιου του μεγάλου βασιλέως. Η φυγή του Δαρείου μάλιστα, σε ένα καθοριστικό σημείο της μάχης, ήταν αυτή που έκρινε σε μεγάλο βαθμό και την τελική έκβαση. Οι Ελληνες αιχμαλώτισαν τη βασιλική οικογένεια, δηλαδή τη μητέρα του Δαρείου Σισύγαμβη, τη σύζυγό του Στάτειρα και τα τρία του παιδιά.

Την 1η Οκτωβρίου του 331 π.Χ., στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, ο Δαρείος πολέμησε την τελευταία μεγάλη του μάχη. Εχοντας, σε διάστημα μικρότερο των δύο ετών, συγκεντρώσει ένα τεράστιο στράτευμα, το μέγεθος του οποίου κάποιοι ιστορικοί ισχυρίζονται πως ήταν 1.000.000 περίπου άντρες, παρατάσσεται απέναντι στους σαφώς λιγότερους Ελληνες και παθαίνει πανωλεθρία. Ο ίδιος, κατά την προσφιλή τακτική του, τρέπεται σε άτακτη φυγή, αφήνοντας πίσω του τα υπολείμματα του στρατού του. Περνά τον χειμώνα στην παλιά πρωτεύουσα των Μήδων, τα Εκβάτανα, από όπου φεύγει το καλοκαίρι για τη Βακτριανή, κυνηγημένος από τους Μακεδόνες, τους οποίους οδηγούσε ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Η καταδίωξη του Δαρείου από τον Αλέξανδρο μοιάζει μυθιστορηματική. Αρχικά με πεντακόσιους περίπου έφιππους ο μακεδόνας βασιλιάς ακολουθεί κατά πόδας τον πανικόβλητο Δαρείο και την ολιγομελή συνοδεία του, καλύπτοντας 430 περίπου χιλιόμετρα σε 5 ημέρες και 4 νύχτες. Τελικά, με 60 μόλις άντρες προλαβαίνει τους φυγάδες. Τότε κάποιοι από τους σατράπες που συνόδευαν τον Δαρείο, ο Βήσσος και ο Βαρσαέντης, τραυματίζουν βαριά με τα δόρατά τους τον πέρση βασιλιά, πιστεύοντας πως ο θάνατός του θα τους βοηθούσε να αποδράσουν. Η άμαξα με τον θανάσιμα τραυματισμένο Δαρείο θα βρεθεί από ένα μακεδόνα στρατιώτη. Ο τελευταίος μεγάλος βασιλέας των Περσών θα πεθάνει ζητώντας νερό τον Ιούλιο του 330 π.Χ., λίγα μόλις λεπτά προτού τον σκεπάσει με τον πορφυρό μανδύα του ο μεγάλος διώκτης και αντίπαλός του.

Πηγή: To Βήμα

Related posts:

Comments