“Eπιτέλους οξυγόνο για την Ιστορική Έρευνα” του Μ. Β. Σακελλαρίου

Του M. B. Σακελλαρίου *

ΜΕ ΚΡΙΤΗΡΙΑ (1)τον αριθμό των ερευνητών εν γένει, (2) τον αριθμό ερευνητών που είναι ενταγμένοι σε ινστιτούτα, (3) το επίπεδο οργανώσεως βιβλιοθηκών και αρχείων, και (4) την πρόοδο εκδόσεως πηγών, η χώρα μας υστερεί ως προς τις ιστορικές έρευνες όχι μόνον έναντι των χωρώντης δυτικής Ευρώπης με συγκρίσιμο πληθυσμό, αλλά και της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας.

Τα ιστορικά ερευνητικά κέντρα της Ακαδημίας Αθηνών από πολύν καιρό δεν αναπτύσσονται εξ αιτίας περιορισμών που επιβάλλει το κράτος σε προσλήψεις ερευνητών. Τα ιστορικά Κέντρα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών αναπτύχθη­καν μέχρι του 1988. Έκτοτε ασφυκτιούν, επειδή οι πιστώσεις που παρέχονται στο Ίδρυμα είναι κατώτερες και από τις ανελαστικές δαπάνες. Η ανακούφιση που δίνει ένα πρόγραμμα της Ε.Ο.Κ. είναι πολύ περιορισμένη. Το ίδρυμα ιστορικών ερευνών που συντηρούσε η Εμπορική Τράπεζα καταργήθηκε.

Η πολιτεία και η κοινωνία πρέπει να αντιληφθούν ότι η ιστορική έρευνα δεν είναι άχρηστη. Είναι μια πτυχή του παρόντος πολιτισμού και έχει επιπτώσεις στην παιδεία της κοινωνίας, στην αυτο­γνωσία της εθνικής κοινότητας, αλλά και σ’ αυτήν την ασφάλεια της. Η σύντομη επισκόπηση που ακολουθεί ιχνογραφεί τη σημερινή κατάσταση των ιστορικών ερευνών στην Ελλάδα από άποψη συντελεσμένου έργου και από άποψη αμέσων και μεσοπρόθεσμων ανα­γκών.

Τα επιτεύγματα και οι ανάγκες

Η ελληνική συμμετοχή στη βιβλιογρα­φία της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, η οποία ερευνάται εντατικότατα διεθνώς, είναι πολύ περιορισμένη, όμως πολύ πιο μεγάλη από ό,τι ήταν προ της δεκαετίας του 1980. Τούτο οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των ερευνητών και στην ένταξη πολλών από αυτούς σε ερευνητικά προγράμματα τα οποία περιλαμβάνουν επίσης εκτέλεση έργων υποδομής και έκδοση επιγραφών. Εκφράζεται δε και άλλως και διά του εμπλουτισμού και του εκσυγχρονισμού του θεματολογίου της. Υπάρχουν ευρύτατα πεδία όπου οι Έλλη­νες ιστορικοί μπορούν και οφείλουν να προηγηθούν των ξένων συναδέλφων. Πρόκειται για το τόξο Ηπείρου -Μακεδο­νίας - Θράκης καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας και για τη νότια και τη νησιωτική Ελλάδα κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.

Και η βυζαντινή ιστορία ερευνάται διεθνώς, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμα­κα. Για τούτο το λόγο, αλλά και επειδή η ελληνική ιστοριογραφία ενδιαφέρθηκε νωρίτερα και εντατικότερα για τις βυζα­ντινές σπουδές, η ελληνική προσφορά ήταν ανέκαθεν και εξακολουθεί να είναι περισσότερο εκτεταμένη στον τομέα των ερευνών βυζαντινής ιστορίας παρά στον τομέα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Η έρευνα της ελληνικής ιστορίας των νεοτέρων χρόνων και της σύγχρονης εποχής έχει ελάχιστους θεράποντες εκτός Ελλάδος. Η έρευνα της νέας ελληνικής ιστορίας, αφού ανελίχθηκε βραδύτατα κατά τον 19ον αιώνα και τις αρχές του 20ού, προχώρησε με αξιοσημείωτη ποσο­τική και ποιοτική απόδοση που οφείλεται στην αύξηση του αριθμού των θεραπό­ντων της σε πανεπιστήμια και σε ερευνητι­κά κέντρα, τα οποία επιτελούν προγράμ­ματα υποδομής, δημοσιεύουν σειρές πη­γών, προωθούν μακρόπνοες έρευνες, εκδίδουν περιοδικά και μονογραφίες. Η περαιτέρω ποσοτική και ποιοτική ανά­πτυξη των ερευνών στον τομέα της νέας ελληνικής και της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας είναι εξ ολοκλήρου έργο της” ελληνικής επιστήμης. Επειδή οι σχετικές έρευνες δεν έχουν διεθνή διάσταση και επειδή ακόμη και μέσα στην Ελλάδα παρά την πρόοδο των τελευταίων ετών έχουν καθυστερήσει, οι ανάγκες που αντιμετω­πίζονται είναι πολλές, ποικίλες και μεγάλες. Αρχίζουν από τα θεμέλια, όπου μεταξύ άλλων απαιτείται η οργάνωση ενός εθνικού συστήματος βιβλιοθηκών και αρχείων σύμφωνα με σύγχρονη μέθο­δο. Σε αμέσως ανώτερο επίπεδο χρειάζε­ται επίσπευση, αλλά και εκλογίκευση, της εκδόσεως πηγών. Στο επίπεδο του θεματολογίου των βασικών ερευνών, χωρίς να εγκαταλειφθούν τα θέματα που επιτυχώς καλλιεργούνται από μερικές δεκαετίες, πρέπει να δοθεί προσοχή στην πολιτική ιστορία και μάλιστα με την περιφρονημέ­νη συμβαντολογική εκδοχή της. Η σύγ­χρονη ιστορία μας μόλις έχει αρχίσει να μελετάται με επιστημονική μέθοδο και κριτική. Η καθυστέρηση της είναι πολλα­πλά αισθητή. Υπενθυμίζω ό,τι κατά καιρούς διατυπώνονται στον τύπο παρά­πονα ή οργίλα σχόλια για παρασιώπηση, σε κάποιο ξένο δημοσίευμα ή επίσημο κείμενο, της ελληνικής νίκης στο μέτωπο της Αλβανίας, της μάχης της Κρήτης και της ελληνικής αντίστασης στη γερμανική προέλαση και των συνεπειών που είχαν η μεν πρώτη στο ηθικό των συμμάχων, η δε δεύτερη στην καθυστέρηση της γερμανι­κής εισβολής στη Ρωσία. Αλλά η υπαιτιό­τητα για αυτές τις παρασιωπήσεις οφείλε­ται αποκλειστικά στο γεγονός ότι δεν έχουμε συμμετάσχει στη διεθνή βιβλιο­γραφία για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με σχετικές μελέτες. Επιτακτική ανάγκη για· την αναπτυσσόμενη έρευνα της νεότερης και της σύγχρονης Ιστορίας μας είναι να αποκτήσει διεθνείς διασυνδέσεις.

Αντίστροφα, η ελληνική ιστορική έρευ­να πρέπει να περιλάβει στον κύκλο των ενδιαφερόντων της λαούς, πολιτισμούς, κοινωνίες, κράτη, Οχι μόνον από την ελληνική σκοπιά, όπως ως τώρα, αλλά από μέσα, όπως κάνουν οι επιτόπιες επιστημονικές δυνάμεις, αλλά και οι διεθνείς. Έτσι θα καταλάβουμε καλύτερα τις συμπεριφορές των κρατών ή των κοινωνιών της Ευρώπης και της γειτονι­κής Ανατολήςαπέναντι στον αρχαίο, στον βυζαντινό, στον λατινοκρατούμενο ή τον νεότερο ελληνισμό. Επίσης θα γνωρίσου­με εγγύτερα και ουσιαστικότερα τα πολιτιστικά, κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα του περιγύρου, με τον οποίο έχει διαπλακεί η ιστορία μας.

Εξωτερικές προκλήσεις

Εξωεπιστημονικοί παράγοντες μας υπαγορεύουν να δώσουμε προτεραιότη­τες και έμφαση σε μερικές έρευνες που πάντως πρέπει να γίνουν για επιστημονι­κούς λόγους. Η ιστοριογραφία των βορείων και των ανατολικών γειτόνων μας κυριαρχείται από πολλές δεκαετίες από ένα εθνικισμό, ο οποίος μάλιστα εμπνέεται και κατευθύ­νεται από τις πολιτικές ηγεσίες. Οι εθνικίζουσες θέσεις που μας αφορούν συμπίπτουν σε πλείστα σημεία: Πρώτον, εμφανίζουν τους Τούρκους ή τους Βούλ­γαρους ή τους Σκοπιανούς ή τους Αλβα­νούς ως απογόνους αρχαίων λαών των χωρών στις οποίες κατοικούν. Έτσι οι Τούρκοι διεκδικούν ως προγόνους τους Χετταίους και άλλους πανάρχαιους λαούς της Μ. Ασίας. Οι Βούλγαροι κάνουν το ίδιο με τους αρχαίους θράκες. Οι Σκοπιανοί οικειοποιούνται τους Μα­κεδόνες. Οι Αλβανοί ανάγουν τους εαυτούς τους στους Ιλλυριούς και στα ελληνικά φύλα της Ηπείρου. Δεύτερον, περιορίζουν το μέγεθος της παρουσίας και της πολιτιστικής δημιουργίας των Ελλήνων στις ίδιες χώρες κατά την αρχαιότητα, τον μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους. Έτσι οι Αλβανοί εμφανίζουν τις ελληνικές αποικίες ως ιλλυρικέςπόλεις. Οι Βούλγαροι ισχυρίζο­νται ότι οι ελληνικές αποικίες του Πόντου εκθρακίσθηκαν και συρρικνώνουν τον ελληνικό πληθυσμό της Ανατολικής Ρω­μυλίας κατά τον 19ον αιώνα. Οι Τούρκοι σβήνουν το Βυζάντιο και αποφεύγουν όσο μπορούν να αναφέρουν τους αρχαί­ους Έλληνες της Μ. Ασίας. Αφότου όμως, επιδιώκοντας να συνδεθούν με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, κατάλαβαν ότι πρέπει να προβάλλουν ευρωπαϊκές περ­γαμηνές, πρόσθεσαν στους προγόνους τους και τους μικρασιατικούς Έλληνες. Τρίτον, οι εθνικίζουσες ιστοριογραφίες των βορείων γειτόνων οικειοποιούνται ελληνικά πολιτιστικά επιτεύγματα και μέσα στις χώρες τους και στην κεντρική Ευρώπη, όπου άκμασαν ελληνικές κοινό­τητες. Τέταρτον, ισχυρίζονται ότι επί τουρκοκρατίας οι Έλληνες αρχιερείς και τα ελληνικά σχολεία καταδυνάστευσαν πολιτιστικά τους άλλοϋςΧριστιανούςτης Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτός ο εθνικιστικός παροξυσμός, εκτός του ότι διαστρεβλώνει την ιστορική πραγματικό­τητα, προκαλεί ανθελληνικά αισθήματα στις γειτονικές χώρες και αρνητικές κρίσεις στη διεθνή βαλκανολογική βι­βλιογραφία. Η ελληνική ιστορική έρευνα πρέπει να ασχοληθεί εντατικά, αλλά και νηφάλια, με την ιστορία των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατο­ρίας στη χερσόνησο του Αίμου και στη Μ. Ασία, καθώςκαι μετις ελληνικές κοινότητες στην κεντρική, στην ανατολική και στη δυτική Ευρώπη.

Τα ιστορικά βιβλία για τη νεότερη ελληνική ιστορία που έχουν συνταχθεί από δυτικούς ιστορικούς εμφανίζουν πολλά ελαττώματα, φύσεως και εκτάσεως μη ανεκτής για σοβαρά έργα κατά τα κρατούντα στις οικείες χώρες επιστημονι­κά κριτήρια. Πρόκειται για εκτεταμένες ανεπάρκειες ως προς την ενημέρωση, για αμάρτυρες ή άκριτες βεβαιώσεις. Ασφα­λώς δεν λείπουν και κακόβουλες διαστρο­φές των πραγμάτων. Πρέπει όμως να λεχθεί ότι μερικές οχληρές ανακρίβειες οφείλονται σε κενά της ελληνικής βιβλιο­γραφίας. Όλα αυτά διαβάζονται στο εξωτερικό ως αυθεντικά στο είδος τους και διαμορφώνουν εντυπώσεις περί Ελ­λάδος.

Συνθέσεις: Ανώτερο στόμιο της έρευνας

Η ελληνική ιστορική επιστήμη, που αγωνίζεται να στήσει την υποδομή της και να παραγάγει βασικές γνώσεις μικρού και μέσου διαμετρήματος, θα πρέπει να μοιράσει τις ανθρώπινες δυνάμειςτης και τα μέσα της, για να μελετήσει θέματα σύνθετα ως προς τη συγκρότηση τους, εκτεταμένα ως προς τον γεωγραφικό χώρο τους και παρατεταμένα ως προς τα χρονικά πλαίσια τους. Όμως είναι θέμα­τα που επείγουν και τα πιο επείγοντα είναι επίσης πιο απαιτητικά σε προεργασία. Εννοώ ευρύτατες, περιεκτικότατες και εποπτικότατες συνθέσεις για μεγάλες περιόδους της Εελληνικής ιστορίας και, στο ανώτατο επίπεδο, για τη συνέχεια του ελληνισμού. Αυτές οι συνθέσεις είναι η ενδελέχεια των ερευνών για την ελληνική ιστορία.

Ενώ η έρευνα κατατείνει προς τις συνθέσεις, το κοινό τις αποζητάει. Η πιο μορφωμένη μερίδα του μπορεί να ικανο­ποιηθεί με τις συνθέσεις υψηλών αξιώ­σεων που παράγουν οι ειδικοί. Για τους λιγότερο μορφωμένους χρειάζονται συν­τομότερες και απλούστερες διατυπώσεις. Οποιοδήποτε και αν είναι το επίπεδο τους, οι συνθέσεις στην περιοχή της εθνικής ιστορίας καλλιεργούν την εθνική αυτογνωσία. Οι ίδιες και οι συνθέσεις σε ευρύτερες περιοχές προσφέρουν ιστορική παιδεία στο λαό.

Η πολιτεία και το κοινό πρέπει να καταλάβουν ότι οι συνθέσεις δε γίνονται χωρίς υποδομή και χωρίς βασικές έρευ­νες, εργασίες που είτε δε φαίνονται είτε, όταν φαίνονται, δίνουν την εντύπωση ότι είναι σχολαστικές και άχρηστες. Ας θυμηθούμε όμως, παραδείγματος χάριν, τι γίνεται, όταν αμφισβητείται η καταγω­γή των νέων Ελλήνων από τους αρχαίους ή ο ελληνικός χαρακτήρας του Βυζαντίου ή η συμβολή του ελληνικού πολιτισμού στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού. Τότε η κοινή γνώμη αναμένει ή απαιτεί από όσους θεωρεί αρμόδιους να αντιδράσουν είτε με ψηφίσματα είτε με δημοσιεύσεις άρθρων ή βιβλίων ad hoc. Η κοινή γνώμη αγνοεί ότι σ’ αυτές τις περιπτώσεις τα ψηφίσματα δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα και η δημοσίευση άρθρων ή βιβλίων είναι είτε άσκοπη είτε αδύνατη μέσα σε ωφέλιμο χρόνο. “Ασκοπη, όταν η άποψη που μας ενοχλεί είναι αντίθετη μεταπαραδεδεγμέ-να και για τούτο το λόγο δεν έχει πιθανότητες να επικρατήσει. Αδύνατη μέσα σε ωφέλιμο χρόνο, όταν εμείς δεν έχουμε προχωρημένες έρευνες για το θέμα. Και οι δύο περιπτώσεις συνέτρεχαν όταν γινόταν λόγος για τη συγγραφή ενός βιβλίου για να αντικρουσθεί ο Durosel.

Η ιστορική έρευνα, ζωτική ανάγκη της κοινωνίας, χρειάζεται αμέσως οξυγόνο και στη συνέχεια μια συζήτηση για τις προτεραιότητες που πρέπει να τάξει στον εαυτό της.

* Ο κ. Μ. Β. Σακελλαρίου είναι πρώην πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών.

Το κείμενο αυτό περιλαμβάνει τα κυριότερα σημεία της ομιλίας που εξεφώνησε ο κ. Μ. Σακελλαρίου αναλαμβάνοντας την προεδρία της Ακαδημίας Αθηνών και είναι αναδημοσίευση απο την εφημερίδα το “Βήμα”της 12ης Ιανουαρίου 1992.

[Aρχείο Σοφίας Φ.]


Related posts:

Comments