Η Αρχαία Εγνατία οδός

Του Μιχάλη Α. Τιβέριου (*)

ΠPIN από λίγο και­ρό η κυβέρνηση α­νακοίνωσε ότι ανά­μεσα στα μεγάλα έργα που πρόκειται να αρχίσουν σύντο­μα στη χώρα μας είναι και αυτό της κατασκευής της Ε­γνατίας οδού. Σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που επίσημες κυβερνη­τικές πηγές αναγγέλλουν την έναρξη των εργασιών του σπουδαίου αυτού έργου.

Η κατασκευή της είχε εξαγγελθεί ακόμη και στην εποχή των Συνταγ­ματαρχών και δεν αποκλείεται η ί­δια εξαγγελία να είχε ακουστεί και σε κάποια… προεκλογική περίοδο παλιότερης εποχής· Στα χρόνια μά­λιστα της δικτατορίας είχαν γίνει και κάποιες αποχωματώσεις για το έρ­γο, που είχαν απαθανατιστεί και διαφημιστεί καταλλήλως προς… ε­ντυπωσιασμό και καθησυχασμό της κοινής γνώμης.

Εκφράζοντας την ευχή, μέρες που είναι, η εξαγγελία αυτή να είναι και η τελευταία και να αξιωθούμε σύντο­μα να δούμε την υλοποίηση του πολ­λαπλά αναγκαίου αυτού έργου θα α­σχοληθώ στη σημερινή επιφυλλίδα με την αρχαία Εγνατία οδό. Με έναν μεγάλο αρχαίο δρόμο, που δικαίως έχει δώσει το όνομά του στην υπό κατασκευή νέα οδό, αφού η τελευ­ταία φιλοδοξεί να ακολουθήσει ως προς τη χάραξή της ανάλογη μ’ αυ­τόν στρατηγική.

Με την επέκταση του ρωμαϊκού κράτους προς Ανατολάς και με την ίδρυση της επαρχίας της Μακεδο­νίας το 148 με 146 πΧ, επιτακτική ήταν η ανάγκη για τη Ρώμη να μπο­ρεί να προωθεί γρήγορα σιρατεύματα της προς τα νέα εδάφη. Ετσι η δημιουργία ενός δρόμου, που θα ε­πέτρεπε τη γρήγορη προέλαση των ρωμαϊκών λεγεώνων προς τη Μακε­δονία, μόλις αυτές θα αποβιβάζο­νταν από το Brindisi (Βρεντέσιον) στις απέναντι ακτές της Αδριατικής, ήταν επιβλημένη.

Στη γνώση της κατασκευής τέτοι­ων έργων οι Ρωμαίοι όφειλαν πολλά στους Ετροΰσκους, ενώ γρήγορα και οι ίδιοι απόκτησαν μεγάλη σχετική ε­μπειρία. Την ιταλική χερσόνησο, ήδη από τον 4ο αι. πΧ, διέσχιζαν μεγά­λες οδικές αρτηρίες, που είχαν ως α­φετηρία τους τη Ρώμη, με πρώτη ανάμεσά τους την περίφημη Via Appia, γνωστή και ως βασίλισσα των δρό­μων (Regina Viarum).

Για την αρχαία Εγνατία οδό που, όταν ολοκληρώθηκε, συνέδεσε τις α­κτές της Αδριατικής με τις ακτές του Βορείου Αιγαίου και της Μαύρης Θά­λασσας, έχουμε αρκετές πληροφο­ρίες. Το όνομά της, όπως μάθαμε α­πό δύο μιλιοδείκιες (μιλιάρια) που βρέθηκαν σχετικά πρόσφατα έξω α­πό τη Θεσσαλονίκη και κοντά στην Καβάλα, το οφείλει & έναν ρωμαίο ανθύπατο, τον Γναίο Εγνάτιο του Γαΐου, ο οποίος και θα επέβλεψε προφανώς την κατασκευή της. Ενα μεγάλο τμήμα της πρέπει να ολοκλη­ρώθηκε κάπου ανάμεσα στο 148-146 π.Χ. και το 118 πΧ, εποχή που πε­θαίνει ο ιστορικός Πολύβιος, ο οποί­ος και γνώριζε την ύπαρξή της.

Σύμφωνα με πληροφορίες που μας διασώζει ο Στράβων, το μήκος της, από την αφετηρία της στην Α­πολλωνία ή το Δυρράχιο της σημερι­νής Αλβανίας, «μέχρι… Εβρου ποτα­μού» ήταν 535 ρωμαϊκά μίλια (γύρω δηλαδή στα 800 χιλιόμετρα). Ωστό­σο όλα αυτά τα χιλιόμετρα δρόμου δεν φαίνεται να ανοίχτηκαν συγχρό­νως αλλά σταδιακά. Σε μια πρώτη φάση θα έγινε το τμήμα ως τη Θεσ­σαλονίκη, ενώ σε μια επόμενη, το τμήμα μέχρι τον ποταμό Εβρο. Οπως μαθαίνουμε από τον Κικέρωνα, τον γνωστό ρωμαίο πολιτικό και ρήτορα, στα μέσα περίπου του 1ου αι. π.Χ. ο δρόμος αυτός έφτανε ως τον Ελλή­σποντο.

Πιθανόν η κατασκευή του δεύτε­ρου τμήματος να άρχισε αμέσως με­τά το 101 πΧ, χρονιά κατά την ο­ποία την ευθύνη της Θράκης ανέλα­βε ο διοικητής της Μακεδονίας. Αρ­γότερα ο δρόμος αυτός θα επεκταθεί ακόμη 

ανατολικότερα ως το Βυζά­ντιο. Χωρίς άλλο οι κατασκευαστές του δρόμου χρησιμοποίησαν και εν­σωμάτωσαν σ’ αυτόν και αρκετούς προϋπάρχοντες δρόμους της περιο­χής, μέσω των οποίων μετακινού­νται, σε παλιότερες εποχές, άνθρω­ποι και αγαθά. Ανάμεσά τους σίγου­ρα θα ήταν και μερικοί από τους δρόμους που είχε υπόψη του ο Αρι­στοτέλης (ή ένας μαθητής του), όταν κάνει λόγο για χιώτικο, θασίτικο, λέ- σβιο και κερκυραϊκό κρασί, που προωθείτο ανάμεσα σας ακτές της Αδριατικής και του Αιγαίου·

Χάρη σε κείμενα αρχαίων συγγρα­φέων, σε επιγραφές και σε αρχαιο­λογικές έρευνες, που έχουν εντοπίσει ακόμη και τμήματα της ίδιας της Ε­γνατίας οδού μαζί με διάφορες εγκα­ταστάσεις που βοηθούσαν στην εύ­ρυθμη λειτουργία της, όπως π.χ. γέ­φυρες, φυλάκια, σταθμούς, γνωρί­ζουμε σήμερα σχετικά καλά τη συνο­λική πορεία της. Ξεκινώντας από τις αλβανικές ακτές, περνούσε από την Αχρίδα, το Μοναστήρι, λίγο βόρεια από το Αμύνταιο, νότια από τη Βεγο­ρίτιδα λίμνη, από την Έδεσσα, Πέλ­λα, Χαλκηδόνα, Θεσσαλονίκη {χωρίς να την διασχίζει), από τις βορειοδυτι­κές παρυφές του Χορτιάτη, αμέσως νότια από τις λίμνες του Λαγκαδά και της Βόλβης, από τις ακτές του Στρυμονικού κόλπου, από τους Φιλίπ­πους, την Καβάλα, Νέα Καρβάλη, Ξάνθη, Κομοτηνή, Μάκρη, Αλεξαν­δρούπολη, Πέρινθο και κατέληγε στο Βυζάντιο.

Σε κάθε μίλι, που αντιστοιχεί περί­που με μήκος λίγο μικρότερο από ε­νάμισι χιλιόμετρο, και σ’ όλη την έ­κταση της, υπήρχαν στην άκρη του δρόμου λίθινοι μιλιοδείκτες (μιλιάρια), στους οποίους αναγράφονταν οι σχετικές αποστάσεις. Ως σήμερα γνωρίζουμε γύρω στα 30 τέτοια μι- λιάρια και ο αριθμός τους συνεχώς αυξάνεται. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Στράβωνα: «Η Εγνατία ο­δός εστίν… βεβηματισμένη κατά μί- λιον και κατεστηλωμένη μέχρι… Ε­βρου ποταμού».

Από Ρωμαϊκά Οδοιπορικά (I- tineraria romana) και από αρχαιολο­γικές έρευνες γνωρίζουμε αρκετούς σταθμούς που υπήρχαν κατά μήκος της οδικής αυτής αρτηρίας, κατάλλη­λους για ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και νερό, για διανυκτέρευση ή για αλλαγή των καταπονημένων ίππων. Ακόμη υπήρχαν και φυλάκια, αφού ο δρόμος αυτός εξυπηρετούσε κυρίως στρατιωτικούς σκοπούς, ενώ συγχρό­νως βοηθούσε το ίδιο το κράτος στο να έχει μια γρήγορη πρόσβαση στα α­πομακρυσμένα σημεία της επικράτειας του, πράγμα που ενίσχυε τη συνο­χή του.

Φυσικά την Εγνατία οδό χρησιμο­ποιούσαν και οι απλοί άνθρωποι για τις μετακινήσεις τους και τη διακίνη­ση αγαθών, αν και για τον τελευταίο σκοπό η θαλάσσια επικοινωνία ήταν η οικονομικότερη και αυτή που προ­τιμούνταν όταν το επέτρεπαν οι συν­θήκες.

Στη μακρόχρονη ιστορία της η Ε­γνατία οδός γνώρισε περιόδους ακ­μής και εγκατάλειψης. Κατά και­ρούς συνδέθηκε και με δευτερεύο­ντες δρόμους για την καλύτερη εξυ­πηρέτηση των αναγκών της ενδοχώ­ρας. Εκτεταμένα έργα συντήρησης και επιδιόρθωσης γνωρίζουμε ότι έ­γιναν στην εποχή πολλών αυτοκρα­τόρων, όπως του Τραϊανού, Αδρια­νού, Μάρκου Αυρηλίου, Σεπτημίου Σεβήρου, Καρακάλλα και Διοκλητιανού. Για τη συντήρηση των επιμέ­ρους τμημάτων της οδού υπεύθυνα ήταν συνήθως τα αστικά εκείνα κέ­ντρα, από την περιοχή ευθύνης των οποίων συνέβαινε να περνά η Εγνα­τία οδός.

(*)Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθη­γητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο θεσσαλονίκης.

Πηγή: Το Βήμα, 8 Ιανουαρίου 1995

Related posts:

Comments