Tο ολοκαύτωμα του Aρκαδίου

Το Ολοκαύτωμα της Μονής του Αρκαδίου. 9 Νοεμβρίου 1866

ΙΣΤΟΡΙΑ - ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

Διακόσια πενήντα χρόνια βρίσκονταν οι Τούρκοι στην Κρήτη που ο τόπος της ήταν αιματοβαμμένος από τις συνεχείς επαναστάσεις όπως του Δασκαλογιάννη το 1770, έπειτα κατά των γενιτσάρων το 1821 και του Αιγυπτιακού στρατού το 1822, της Γραμβούσας το 1828, του Χαιρέτη το 1841. Στους σκληρούς αυτούς χρόνους των ιερών αγώνων κυριαρχούσε στην ψυχή του Κρητικού λαού ο πόθος της ελευθερίας και της ένωσης με τη μητέρα Ελλάδα.

Οι πρώτες κινήσεις για την προετοιμασία της καινούργιας επανάστασης άρχισαν νωρίς την άνοιξη του 1866 υπό την ηγεσία του φωτισμένου αρχηγού της Κυδωνίας Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη. Εξελέγησαν πληρεξούσιοι από κάθε περιοχή της Κρήτης. Πρόεδρος της Επιτροπής Ρεθύμνης εξελέγη ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης, ένας ατρόμητος άντρας από τις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, με αθλητικό παράστημα μεγαλοπρεπής στην εμφάνιση και επιβλητική προσωπικότητα. Ήταν τότε σαράντα χρονών. Το μοναστήρι έγινε έδρα της Επιτροπής. Ο Σουλτάνος έστειλε στην Κρήτη στις αρχές του Σεπτέμβρη τον έμπειρο και άγριο Μουσταφά πασά με πολύ τακτικό στρατό για να καταπνίξη την επανάσταση. Στις επανειλημμένες προειδοποιήσεις του Τούρκου διοικητή της Κρήτης Ισμαήλ πασά και του Μουσταφά ότι θα καταστρέψει το μοναστήρι αν δεν φύγει από κει η Επιτροπή, ο ηγούμενος έδωσε την απάντηση:

Ο όρκος και το σύνθημά μας είναι η ένωση της Κρήτης μετά της Ελλάδος ή ο θάνατος και πλέον τούτου δεν θέλομεν να ακούσωμεν τίποτε άλλο

Αμέσως άρχισαν οι προετοιμασίες για την άμυνα στην επερχόμενη πολιορκία. Στις 24 Σεπτεμβρίου αποβιβάζεται στο Μπαλί ο Πάνος Κορωναίος, συνταγματάρχης του Ελληνικού στρατού με μικρό σώμα εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα. Πηγαίνει αμέσως στο Αρκάδι όπου ανακηρύσσεται Γενικός Αρχηγός Ρεθύμνου. Με την στρατιωτική του εμπειρία βλέπει αμέσως ότι το Αρκάδι δεν προσφέρεται για άμυνα. Συνέστησε να χαλάσουν τους στάβλους ώστε να μην αποτελέσουν προγεφύρωμα για τον εχθρό. Ακόμη, ν´ανοίξουν λαγούμια μπροστά στις τρείς πόρτες του μοναστηριού, να τα παγιδέψουν με πυρομαχικά και νάναι έτοιμοι να τ´ ανατινάξουν την κατάλληλη στιγμή. Οι πόρτες να φραχτούνε με χώμα. Να συγκεντρώσουν μελίσσια και να τα εξαπολύσουν κατά των πολιορκητών. Να ζητήσουν βοήθειες από τους οπλαρχηγούς διαφόρων επαρχιών. Τέλος, να διώξουν τα γυναικόπαιδα (που είχαν καταφύγει στο μοναστήρι από τα γύρω χωριά μεταφέροντας μάλιστα και την κινητή περιουσία τους για να την γλιτώσουν από τους Τούρκους) γιατί δυσκολεύουν την άμυνα για πολλούς λόγους. Ο ηγούμενος όμως με τους μοναχούς και τον οπλαρχηγό Δασκαλάκη είχαν αντίθετη γνώμη, όπως και οι γυναίκες των πολεμιστών που έλεγαν:

-Ότι θα γίνουν οι άντρες μας θα γίνουμε και μείς.
Ο Κορωναίος και πάλι επέμενε και προβλέποντας την έκβαση του αγώνα τους είπε:
-Ηλθα εδώ να θυσιαστώ για την πατρίδα κι όχι να πιαστώ σε φάκα.
Άφησε φρούραρχο τον ανθυπολοχαγό Ιωάννη Δημακόπουλο, ένα παλληκάρι από τη Γορτυνία της Πελοποννήσου με 35 εθελοντές κι έφυγε με σκοπό να συγκεντρώσει επαναστάτες από τ´ Αμάρι και τον Άη Βασίλη για να χτυπήσουν τον Μουσταφά από πίσω.
Έτσι, στις 7 του Νοέμβρη 1866 μέσα στο μοναστήρι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες από τους οποίους 259 με όπλα (περίπου 40 εξ´ αυτών ήταν μοναχοί) και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα.

Η πρώτη μέρα της μάχης

Ο στρατός του Μουσταφά Πασά, περίπου 15.000 άνδρες άτακτοι και τακτικοί Τούρκοι και Αιγύπτιοι με 30 ελαφριά κανόνια, εμφανίστηκε στο Αρκάδι ξημερώματα της 8 Νοεμβρίου 1866. Ο ίδιος ο Μουσταφάς είχε παραμείνει στο χωριό Μέση κι είχε διορίσει αρχηγό τον γαμπρό του Σουλεϊμάν Βέη. Οι υπερασπιστές και τα γυναικόπαιδα βρίσκονταν εκείνη την ώρα στη θεία λειτουργία, ήταν η εορτή των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο ηγούμενος Γαβριήλ τότε ύψωσε τα χέρια του σε στάση προσευχής, έκαμε το σταυρό του και είπε με συγκινημένη φωνή:

-Παιδιά μου, αδελφοί μου, γλυκύτερος και δικαιότερος θάνατος δεν γίνεται από το να πεθάνουμε για Πίστη και Πατρίδα. Το ιερό Ευαγγέλιο μας διδάσκει πως θάνατος δεν υπάρχει, παρά μετάβαση στους ουρανούς. Ας πολεμήσωμε το λοιπόν παλληκαρίσια να πάμε με ακριμάτιστη καρδιά μπρος στον Δικαιοκρίτη.
Στους πολιορκημένους μίλησε από το κεφαλόσκαλο του ηγουμενείου κι ο φρούραρχος Δημακόπουλος και τα λόγια του ανάψανε τις ψυχές. “Όπου εσένα η τρίχα σου κι εμάς η κεφαλή μας” του φωνάζανε από κάτω.
Ο Σουλεϊμάν κάλεσε από το λόφο του Κορέ, βόρεια του μοναστηριού, τους επαναστάτες να παραδοθούνε. Την απάντηση την έδωσαν τα όπλα των πολιορκημένων. Το λάβαρο της μονής που εικόνιζε τη Μεταμόρφωση του Χριστού κυμάτιζε περήφανα πάνω από τη Δυτική Πύλη. Σήμερα η ίδια σημαία φυλάσσεται στο μουσείο της μονής. Στη ΒΔ γωνία του περιβόλου κυμάτιζε η γαλανόλευκη σημαία του οπλαρχηγού Δασκαλάκη. Πολλές φορές έσπασαν οι σφαίρες τα κοντάρια αλλά και πάλι οι χριστιανοί μαχητές πολλές φορές και η ηρωική μάνα του, η Δασκαλοχαρίκλεια, τις αναστήλωναν στις θέσεις τους.
Οι γυναίκες που ήσαν μέσα στο μοναστήρι βοήθησαν πολύ παίρνοντας μέρος στη μάχη. Κουβαλούσαν στους πολεμιστές πολεμοφόδια και νερό και περιέθαλπαν τους τραυματίες. Ανάμεσά τους ξεχώρισε η ηρωϊκή και τραγική μορφή της Δασκαλοχαρίκλειας (Χαρίκλεια Δασκαλάκη, από το χωριό Χάρκια παντρεμένη στην Αμνάτο. ΄Ηταν κόρη, σύζυγος και μάνα αγωνιστών. Είχε τρεις γυιούς και τους έχασε και τους τρεις σ´ αυτήν την επανάσταση. Ο μικρότερος , ο 24χρονος Κωνσταντίνος, ήταν ο προαναφερθείς οπλαρχηγός). Έτρεχε γύρω-γύρω στους πολεμιστές και μοίραζε τα πυρομαχικά μέσα από ένα κόσκινο, κι όπου έβλεπε βρασμένο τουφέκι τόπαιρνε μες´ τα χέρια της και τό ´τριβε με τα λεμονόφυλλα.

Οι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταστρέψουν την πύλη αλλά οι πολιορκούμενοι με τα πυρά τους δεν τους άφηναν να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Η μάχη συνεχίστηκε όλη την ημέρα με αποτέλεσμα να γεμίσει ο τόπος σκοτωμένους γύρω από μονή.

Στον ανεμόμυλο είχαν κλειστεί επτά Κρήτες γιγαντομάχοι, από τους οποίους οι δύο ήταν καλόγεροι, που είχαν προκαλέσει τεράστια φθορά στους επιτιθέμενους. Κατά τις απογευματινές ώρες Τουρκοκρητικοί άτακτοι κατώρθωσαν να πλησιάσουν και από το παράθυρο να βάλουν φωτιά σε δεμάτια λιναριού που ήταν αποθηκευμένο μέσα στον ανεμόμυλο. Οι ηρωϊκοί μαχητές αναγκάστηκαν να ανεβούν στη σκεπή και να πολεμούν ακάλυπτοι. Έτσι σκοτώθηκαν ή κάηκαν όλοι εκτός από έναν, που διέφυγε πηδώντας στο παρακείμενο φαράγγι με βροχή από σφαίρες πίσω του.

Στις περιοχές έξω και γύρω απο το μοναστήρι, ο Κορωναίος, οι Μυλοποταμίτες και οι λιγοστοί Αμαριώτες επαναστάτες προσπάθησαν επί μερικές ώρες να κρατήσουν χαλαρή την πολιορκία χτυπώντας τα μετόπισθεν των Τούρκων. Για κακή όμως τύχη των πολιορκουμένων, η ραγδαία βροχή στις γύρω ορεινές περιοχές αχρήστεψε τα όπλα τους, που ήταν παλιάς τεχνολογίας και άναβαν με τσακμάκι. ΄Ετσι οι βολές των τούρκικων κανονιών τους απώθησαν μακρυά από το μοναστήρι και ματαιώθηκαν τα σχέδια των αρχηγών, που ήταν ο αντιπερισπασμός από έξω, ακόμη και με επίθεση κατά της πόλης του Ρεθύμνου. Βλέποντας ο Πασάς ότι απ´ έξω δεν είχε να φοβηθεί τίποτα, κάνει νέες προτάσεις παράδοσης που περιφρονητικά απερρίφθησαν.

Η μεγάλη απόφαση

Το βράδυ, η μάχη κόπασε. Χωρίς να έχουν καμμία ελπίδα σωτηρίας, συνήλθαν οι επίτροποι, οι οπλαρχηγοί και οι Σύμβουλοι της μονής στο κελί του ηγούμενου για να πάρουν απόφαση για την άλλη μέρα. Στο συμβούλιο μίλησε κι ένας νέος φοιτητής, ο Μανόλης Μελισσώτης που τον είχανε βγάλει οι Μυλοποταμίτες πληρεξούσιο στην Επιτροπή. Στο πυρωμένο του στόμα αναστήθηκε και λαμπάδισε η ιστορία του γένους μας- οι θυσίες του , η περηφάνεια του, η αγάπη για τη λευτεριά. Η απόφαση πάρθηκε μ´ ένα στόμα: να συνεχιστεί η αντίσταση, αν και ο θάνατος ήταν φανερός, αποφασισμένοι να ταφούν κάτω από τα ερείπια της Μονής. Την απόφαση αυτή ανέλαβαν να κάνουν γνωστή και στις γύρω επαρχίες και να ζητήσουν την ύστατη βοήθεια από τον Κορωναίο και τους άλλους οπλαρχηγούς. Τρείς ταχυδρόμοι ετοιμάστηκαν, ο παπα-Νικόλας Κοκκινίδης από την Κράνα (παπακρανιώτης), ο Πολυχρόνης Κατέβας και ο Αδάμ Παπαδάκης από του Πίκρη. Με σχοινιά τους κατεβάζουν από το παράθυρο πάνω από τη μικρή πόρτα του νότου και, προσποιούμενοι τους Τούρκους πέρασαν μέσα από το τουρκικό στρατόπεδο και κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν την αποστολή τους. Τα μεσάνυχτα της ίδιας νύχτας επιστρέφει ο Αδάμ Παπαδάκης (είχε παραδώσει το γράμμα στον Κορωναίο που βρισκόταν στο Κλησίδι Αμαρίου) και ξαναμπαίνει στο μοναστήρι γνωρίζοντας πως πηγαίνει στο βέβαιο θάνατο. Αναμφισβήτητα είναι ο ηρωΙκότερος των ηρώων του Αρκαδικού Δράματος, γιατί με τη θέλησή του ενώ είναι ελεύθερος, μακρυά από την κόλαση της φωτιάς, επιστρέφει ξανά στο μοναστήρι μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο.

Προχωρημένη νύχτα η καμπάνα κάλεσε για τελευταία φορά τους πιστούς στη λειτουργία του όρθρου. Πολεμιστές, γέροι, γυναίκες και παιδιά μέσα σε ρίγη συγκίνησης και ξέροντας πια όλοι μικροί- μεγάλοι τι τους περιμένει αγκαλιάζονται, σταυροφιλιούνται, παίρνουν συγχώρεση ο ένας απ´ τον άλλο και μεταλαμβάνουν των αχράντων μυστηρίων. Ο ηγούμενος για τελευταία φορά τους ενθαρρύνει με τον πύρινο λόγο του.

Η γιγαντομαχία

Η εννάτη Νοεμβρίου είχε ξημερώσει πια και η τελική μάχη είχε αρχίσει. Μπροστά από τη Δυτική Πύλη οι Τούρκοι είχαν κατορθώσει να φέρουν δυό μεγάλα κανόνια από το κάστρο του Ρεθύμνου. Το πιο μεγάλο που το ονόμασαν “Κουτσαχείλα”, δυόμισυ μέτρα μακρύ, έπαιρνε μπάλα που ζύγιαζε σαράντα πέντε οκάδες. Οι πολιορκημένοι από δυό φορές σκότωσαν τους χειριστές του με εύστοχες βολές, ώσπου οι Τούρκοι το μετέφεραν μέσα στους σταύλους. Από τη στιγμή αυτή μπορούσαν να χτυπούν με ασφάλεια την σιδερόφρακτη πόρτα του μοναστηριού. Τραντάζεται συθέμελα το μοναστήρι από τις κανονιές. Οι κραυγές των γυναικόπαιδων, ο μεγάλος κρότος των κανονιών και οι άγριοι αλαλαγμοί των Τούρκων συγκλονίζουν την περιοχή. Στο σημείο αυτό, ας δούμε πως ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης Παντελής Πρεβελάκης στο χρονικό του για την επανάσταση του 1866 “Παντέρμη Κρήτη”, περιγράφει τα γεγονότα:

” Είχαν ανοίξει ένα λαγούμι κοντά στην Καστρινή Πόρτα, μεσ´ την παλιά κρασαποθήκη που την είχανε καμωμένη μπαρουτχανέ κι ένα δεύτερο στο γουμενικό. Ο (ηγούμενος) Χατζή Γαβριήλ γύριζε τα μέρη όπου λουφάζανε τα γυναικόπαιδα και τα παρακινούσε να πάνε να καούνε όταν θα πατούσε ο άπιστος το μοναστήρι. Πολλές μανάδες με τα παιδιά τους τρέχανε εκεί θεληματικώς. Ένα μικρό κορίτσι, βαστώντας στο χέρι ένα φανάρι, έφερνε γύρο στα κελαρικά και τις αποθήκες και ρωτούσε: “Ποιός θέλει νάρθει στο λαγούμι;“.

Στο ξεμεσημέριασμα, πούδειχνε πως όπου νάναι γκρεμίζεται η σιδερόπορτα, ακούστηκε η φωνή του Κωσταντή του Γιαμπουδάκη από το Άδελε: “Όποιος αγαπά την τιμή του ναρθεί να καούμε μαζί!” Γυρίσανε και τον είδανε να κατεβαίνει από τα κλάουστρα κουτσαίνοντας, με την πιστόλα στο χέρι. Ήταν ένας λεβένταρος, δυνατός σαν καπλάνι, πούχε τρέξει να κλειστεί στο Αρκάδι γιατί τον προσκαλέσανε δυό αδερφοχτοί του. Ένας κοντοχωριανός του τον παρακίνησε παραΰστερα να φύγουν, όταν έγινε φανερό πως θα πατηθεί το μοναστήρι. “Εγώ δε φεύγω, -του αποκρίθηκε-, λυπούμαι τα γυναικόπαιδα, και στην ανάγκη θα καώ μαζί τους”. Στη φωνή του τρέξαν οι φαμελιές πατείς με- πατώ σε, που καργάρισε η μπαρουταποθήκη, ανώγι και κατώγι. “Αμέτε και στ´ άλλο λαγούμι! Θα κάψουνε και το γουμενικό!” τους φώναζεν ο Γιαμπουδάκης. Τα γυναικόπαιδα στρέγανε κάλλιο το θάνατο παρά την ξετίμηση. Η απόφασή τους ήτανε παρμένη από την ταχινή (=το ξημέρωμα), που ακούσανε στην εκκλησιά το γούμενο. “Τη γυναίκα που θ´ αφήσει να μαγαριστεί από τον άπιστο, να μην τη χωνέψει η γής!” φώναζεν η Δασκαλάκαινα, κι ήτανε ζωσμένη τη σημαία του γιού της, που οι μπάλες της είχανε πελεκήσει το κοντάρι. Ακόμα και τα παιδιά μοιάζανε να ξέρουνε τι τα περιμένει και σωπαίνανε ζαρωμένα κοντά στις μανάδες τους”…

Κατά το μεσημέρι η Δυτική πύλη γκρεμίζεται. Κύματα ατάκτων Τούρκων ορμούν να μπούν στον περίβολο, αλλά αποκρούονται με μεγάλες απώλειες. Ακολούθησαν τρείς έφοδοι του τακτικού στρατού. Ο Πρεβελάκης γράφει:

“Το απομεσήμερο, οι τρουμπέτες του Τούρκου βαρέσανε το γιουρούσι. Δυό κολόνες Μισιρλίδες (=Αιγύπτιοι) ταχτικοί μονοκινήσαν από δυό μεριές και σμίξανε μπρός την πόρτα. Οι αξιωματικοί τους σουγγίζανε με τα σπαθιά να χωθούνε μέσα στο καμίνι. Οι Χριστιανοί μπορέσανε να βαστήξουνε την πρώτη τους απολυσιά. Ο Δημακόπουλος έτρεχε μέσα στον πόλεμο, σπαθοκοπούσε τους άπιστους, και φώναζε στους δικούς του: “Κουράγιο παιδιά! Σαν την πρώτη θάναι κι οι άλλες!”.

Τα παλληκάρια του γυρεύανε φουσέκια. Πού φουσέκια! Η Δασκαλάκαινα έψαχνε τους σκοτωμένους, έριχνε μέσα στην ποδιά της όσα πετύχαινε και τα μοίραζε. Το νιζάμι ξαναχυτάρισε. Μερικοί καταφέρανε να χωθούν ως μέσα στην αυλή. Ο φαρδής τόπος εκατάπινε τις δυό φυλές που σμίγανε σε φριχτή σφαγή.

Ο ήλιος ήτανε χαμηλά όταν ακούστηκαν οι τρουμπέτες συγκρατηχτά, που βαρούσανε το τρίτο γιουρούσι. Το λάλημά τους έφταξε ίσαμε πέρα, όξω από το μοναστήρι, που βρίσκουνταν οι Μυλοποταμίτες κι οι Αμαριανοί. Η πνοή τους επιάστηκε. Οι ντουφεκιές εκαταπέσανε μεμιάς, γιατί ο τράκος δεν έδινε καιρό σε κανένα να ξαναγιομίσει. Οι λίγοι Χριστιανοί που βρεθήκανε στην αυλή πηδήσανε μεσ´ στο σωρό πούχε μπουκάρει, κόβαν όσους προκάνανε και σφαγιάζουνταν με τα σπαθιά στα χέρια. Ο πέριαυλος έβραζε σα λεβέτι (=καζάνι). Ένας πολεμιστής από την Πηγή -Κουβοχατζής γρικούνταν τ´ όνομά του- έπ

Related posts:

Comments