Τι αποκαλύπτεται για τον Μέγα Αλέξανδρο και το Χειρόγραφο της Ιλιάδος;

Μία μικρογραφία από ένα εικονογραφημένο χειρόγραφο της Ιλιάδος του Ομήρου, που βρίσκεται στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου.

Διαβάστε πώς ο θρυλικός Στρατηλάτης είχε πάντα, κάτω από το προσκέφαλό, ένα αντίτυπο της Ομηρικής Ιλιάδος για να θερμαίνει την ψυχή του, αλλά και πολλά άλλα στοιχεία για το αρχαίο ελληνικό βιβλίο!..

ΧΩΡΙΣ αμφιβολία οι αρχαίοι Έλληνες, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, ήσαν πρωτοπόροι και στην παραγωγή ποιοτικών βιβλίων που κάλυπταν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων εν αντιθέσει με την προσήλωση άλλων λαών στην έκδοση θρησκευτικών κατά κανόνα συγγραμμάτων.
Κατά το Μεσαίωνα συνήθιζαν να λέγουν: «Libri culina gloriae, vitae piper», δηλαδή τα βιβλία είναι το μαγειρείο της δόξας, το πιπέρι της ζωής. Η φράση υποδηλώνει τη σημασία που προσδίδει το βιβλίο στον (καλό) συγγραφέα και την πνευματική ου μην αλλά και την αισθητική απόλαυση που αυτό χαρίζει απλόχερα στον αναγνώστη. Και ασφαλέστατα η προτεθείσα φράση θα είχε προβολή τόσο στο μέλλον όσο και στο παρελθόν.
Η λέξη «βιβλίον» προέρχεται από το «βίβλος» ή «βύβλος», ονομασία του παπύρου της Αιγύπτου. Ναι, η χώρα των Φαραώ ήταν η μάνα του βιβλίου αλλά η αρχαία Ελλάδα ήταν η τροφός του. Σε πολλά μέρη του τότε γνωστού κόσμου καλλιεργήθηκε η γραφή θρησκευτικών κατά κανόνα κειμένων αλλά εδώ αναπτύχθηκε: ιστορία, φιλοσοφία, λογοτεχνία, τραγική ποίηση, κωμωδία, ιατρική…
Όπως ήταν φυσικό, το «βιβλίο» έτυχε ευρείας διαδόσεως κατά την ελληνική αρχαιότητα, ήταν ο πολύτιμος και αχώριστος φίλος των ανθρώπων. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος κάτω από το προσκέφαλο του είχε δύο αντικείμενα: το εγχειρίδιο του για να προστατεύει το σώμα του και ένα αντίτυπο της ομηρικής Ιλιάδας για να θερμαίνει την ψυχή του.
Οι συνήθειες της ανάγνωσης κατά την αρχαιότητα ήσαν διάφορες των σημερινών. Στους καιρούς μας οι περισσότεροι διαβάζουν, οι λιγότεροι αναγιγνώσκουν, αναγνωρίζουν δηλαδή μέσα σας σελίδες κάποια άγνωστη πλευρά του εαυτού τους, μια λησμονημένη παράσταση η οποία ανακαλείται στη μνήμη με τη μεσολάβηση του γράψαντος. Αλλά και αυτοί που απλώς διαβάζουν και εκείνοι που αναγιγνώσκουν, το πράττουν σιωπηρά. Τότε, διάβαζαν φωναχτά ακόμη και όταν επρόκειτο οι ακροατές να είναι οι ίδιοι οι αναγνώστες. Σήμερα στη συνήθεια αυτή θα προσετίθετο ο επιθετικός προσδιορισμός «παράξενη» αλλά εκείνη την εποχή παράξενο ήταν το αντίθετο, δηλαδή το σιωπηρό διάβασμα το «tacite legere» των Λατίνων.
Το φωναχτό διάβασμα αφορούσε κατά κανόνα στη γραμματεία και την ποίηση και επειδή η πρόσληψη των κειμένων αυτών γινόταν πρωτίστως δια της ακοής, οι συγγραφείς και οι αναγνώστες ανέπτυσσαν τεχνικές ώστε το ακρόαμα να είναι ευχάριστο. Τέτοια τεχνική, φέρ’ ειπείν, ήταν η ρυθμοποίηση των προτάσεων ώστε να αποφεύγονται οι χασμωδίες. Γι’ αυτό η αρχαία ελληνική γλώσσα φάνταζε σαν τη μελωδία του σύμπαντος, τη γλώσσα που κατανοούν οι άγγελοι, όπως έχει πει ο Νικηφόρος Βρεττάκος.
Όπως συνάγεται από παραστάσεις σε αρχαίους αμφορείς, πρώτο τέτοιο δείγμα χρονολογείται στις αρχές του 5ου προχριστιανικού αιώνα, όσοι διάβαζαν κάθονταν σε καρέκλα, όχι, τότε ήταν άγνωστο το διάβασμα παρά θιν’ αλός και υπό τους δυνατούς ήχους που εκπέμπονται από το bar – παράγκα της παραλίας.
Τα δύο κύρια σχήματα του βιβλίου ήσαν ο ρόλος και ο κώδικας.
Ο ρόλος από πάπυρο, ορμώμενος εξ Αιγύπτου, αποτελείτο από εικοστή και περισσότερα κολλημένα μεταξύ τους φύλλα, τα λεγόμενα «κολλήματα». Έγραφαν στην εσωτερική σελίδα του ρόλου, επειδή σ αυτήν οι ίνες κυλούσαν οριζοντίως και έτσι η γραφίδα εύρισκε τη μικρότερη δυνατή αντίσταση.
Εάν ο ρόλος ήταν εξ ολοκλήρου γραμμένος, τότε κολλούσαν μία ράβδο επάνω στο δεξιό περιθώριο του τελευταίου κολλήματος και κατόπιν τύλιγαν το ρόλο γύρω από αυτή τη ράβδο. Μετά κρεμούσαν μία μικρή πινακίδα συνήθως από περγαμηνή, η οποία γνωστοποιούσε τον τίτλο του βιβλίου.
Ο κώδικας ήταν το δεύτερο διαδεδομένο σχήμα βιβλίου, που συναντάται στα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας. Προέρχεται από τη λατινική codex, η δε αντίστοιχη της ελληνική είναι η λέξη «σωμάτιον». Ο κώδικας τηρουμένων των αναλογιών ήταν όπως τα σχολικά τετράδια της σήμερον. Πολλά φύλλα παπύρου διπλώνονται μια φορά στη μέση και ξανά ανοιγμένα τίθενται το ένα επάνω στο άλλο. Η συσκευασία αυτή ράβεται με μία κλωστή στη γραμμή δίπλωσης. Οι αρχαιότεροι από τους διασωθέντες κώδικες έχουν όρθιο ορθογώνιο σχήμα και αριθμό σελίδων μικρότερο των 300.
Αντιθέτως προς τα βιβλία που είχαν σχήμα ρόλου και εξωτερικά ήσαν απροστάτευτα ο κώδικας είχε στέρεο κάλυμμα. Με ελάχιστες παραλλαγές η κατασκευή αυτή γινόταν ως εξής: Δέρμα αίγας ή προβάτου με την τριχωτή όψη προς τα έξω αποτελούσε το εξωτερικό κάλυμμα. Αυτό το δερμάτινο κομμάτι το έραβαν άνω, κάτω και στη δεξιά πλευρά κατά μερικά εκατοστά πλατύτερο από τον όγκο του βιβλίου που επρόκειτο να δέσουν, ενώ αριστερά (δηλαδή στην πλευρά όπου επρόκειτο να τεθεί το επάνω κάλυμμα του βιβλίου) κατέληγε σε ένα τριγωνικό ξέφτισμα.
Η εμφάνιση του κώδικα απώθησε τον συνηθισμένο από αιώνες ρόλο. Οι συνέπειες του γεγονότος τούτου ήσαν παρόμοιες με αυτές της εφεύρεσης του Γουτεμβέργιου και της νίκης του τυπωμένου βιβλίου επί του χειρογράφου. Μία από τις βαρύνουσες συνέπειες αφορά στην παράδοση της αρχαίας γραμματείας στα χρόνια του τέλους της αρχαιότητας, του Μεσαίωνα και τέλος μέχρι των ημερών μας. Όταν άρχισαν να μεταφέρουν τη γραμματεία από ρόλους σε κώδικες έκαναν επιλογές, που υπαγορεύονταν από τη σημασία που τότε απέδιδαν στα παλαιά έργα. Έτσι λοιπόν, για παράδειγμα, από τις 44 κωμωδίες του Αριστοφάνους διεσώθησαν μόνον ένδεκα και ο Ιππίας γλίτωσε από περισσότερες λοιδορίες.
Τα παλαιότερα διαθέσιμα τεκμήρια για την ύπαρξη και χρησιμοποίηση του βιβλίου στην Ελλάδα εικονίζονται σε αττικές αγγειογραφίες, οι οποίες λίγο μετά το πέρασμα από τον 6ο προς τον 5ο προχριστιανικό αιώνα συλλαμβάνουν το θέμα του ανθρώπου με το βιβλίο – ρόλο. Εξάλλου, οι τραγικοί ποιητές και οι κωμωδιογράφοι μάς πληροφορούν ότι τον 5ο αιώνα το βιβλίο ήταν κάτι συνηθισμένο ενώ οι ίδιοι ιστορούν και την ύπαρξη βιβλιοπωλών.
Ο Σωκράτης στην «Απολογία» αναφέρει ότι τα βιβλία του φιλοσόφου Αναξαγόρα επωλούντο έναντι μιας δραχμής στην Ορχήστρα της Αγοράς των Αθηνών, δηλαδή το έν δωδέκατο του αντιτίμου ενός προβάτου. Επιπλέον, ο Ξενοφών στο έργο «Ανάβασις» καταγράφει το εξής περιστατικό: Όταν ο Αθηναίος στρατηγός και συγγραφέας κατά την πορεία με τους δέκα χιλιάδες μισθοφόρους μέσω Μικράς Ασίας έφθασε στη Σαλμυδησσό κοντά στα θρακικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας, εκεί ήσαν ναυαγισμένα πλοία, και ανάμεσα στα επιπλέοντα πράγματα, όπως έπιπλα, κιβώτια και τα λοιπά, υπήρχαν «πολλά γραμμένα βιβλία», μέρος του φορτίου των πλοίων.
Με τις δυνατότητες της εποχής τους, τις ούτε κατά διάνοια συγκρινόμενες με τις απεριόριστες σημερινές, οι αρχαίοι ημών πρόγονοι κατόρθωσαν να καταστήσουν το βιβλίο είδος καθημερινής χρήσεως. Ο χώρος του παρόντος σημειώματος δεν επαρκεί για να παρατεθούν όλα τα σχετικά στοιχεία, να κατονομασθούν εκείνοι, οι όχι ευάριθμοι, που διέθεταν ζηλευτό πλούτο τίτλων. Για έναν ακόμη λόγο, λοιπόν, οι Έλληνες της προχριστιανικής εποχής μάς κάνουν υπερήφανους μα συνάμα χωρίς οι ίδιοι να το επιθυμούν, μας γεμίζουν πικρία. Σκεπτόμαστε το σήμερα με τους άπειρους και όχι κατ’ ανάγκην ποιοτικούς εκδιδόμενους τίτλους και τους ελάχιστους πραγματικούς αναγνώστες. Σκεπτόμαστε τη σπουδή, τη δοκησισοφία, την τηλεμανία και τη ρηχότητα της εποχής μας και ευχόμαστε να ζούσαμε σε άλλες εποχές.
Πάντα ταύτα από το ένθετο περιοδικό «Ιδεοδείκτης», της εφημερίδος «Τύπος της Κυριακής», της 3ης Ιουλίου 2005. *

* Περισσότερα στο βιβλίο μας: “Ο Κώδικας της Χαμένης Γνώσης”.

http://www.sakketosaggelos.gr/Article/2194/


Related posts:

Comments