Οι Μουσικοί Αγώνες κατά την Αρχαιότητα

Μιχ. Α. Τιβέριος

 

Αρκετές γιορτές του αρχαίου ελληνικού κόσμου είχαν στο πρόγραμμα τους αγώνες χορού, που, ως γνωστόν συνοδεύονταν πάντα α­πό μουσική, σχετικά περιορισμένοι όμως ήταν οι διαγωνισμοί εκτέλεσης μουσικής οργάνων. Τα συνήθη αγω­νίσματα σι ους τελευταίους ήταν τέσ­σερα και πιο συγκεκριμένα αυτά της κιθαρωδίας. αυλωδίας, κιθαριστικής (ή ψιλοκιθαριστικής) και αυλητικής. Στα δύο πρώτα το παίξιμο της κιθάρας και του αυλού συνοδευ­όταν από τραγούδι, ενώ στα υπόλοι­πα είχαμε σόλο κιθάρα και σόλο αυ­λό αντίστοιχα. Η λυρωδία και γενικά το παίξιμο της λύρας, αν και ήταν ε­πίσης διαδεδομένα, δεν φαίνεται να ήταν συχνά σε δημόσιους χώρους. Περιορίζονταν συνήθως σε συμπο­σιακούς και οικογενειακούς κύ­κλους.

Στα Πύθια, τη μεγαλύτερη δελφική γιορτή, οι μουσικοί αγώνες δεν ήταν μόνο οι αρχαιότεροι του όλου προγράμμα­τος αλλά συγχρόνως αποτελούσαν και ένα από τα πιο λαμπρά του μέ­ρη. Και αυτό ασφαλώς εξαιτίας της γνωστής στενής σχέσης του Απόλ­λωνα με τη μουσική. Η κιθαρωδία, κατά την οποία το ίδιο άτομο έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε, ήταν πά­ντα το παλιότερο και πιο σεβαστό μουσικό αγώνισμα.

Χωρίς αμφιβολία οι πιο σημαντι­κοί μουσικοί αγώνες της αρχαιότη­τας διεξάγονταν στους Δελφούς, στο ιερό του Απόλλωνα. Στα Πύθια, τη μεγαλύτερη δελφική γιορτή, οι μουσικοί αγώνες δεν ήταν μόνο οι αρχαιότεροι του όλου προγράμμα­τος αλλά συγχρόνως αποτελούσαν και ένα από τα πιο λαμπρά του μέ­ρη. Και αυτό ασφαλώς εξαιτίας της γνωστής στενής σχέσης του Απόλ­λωνα με τη μουσική. Η κιθαρωδία, κατά την οποία το ίδιο άτομο έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε, ήταν πά­ντα το παλιότερο και πιο σεβαστό μουσικό αγώνισμα. Από το 586 π.Χ, χρονιά που τα Πύθια άρχισαν να γιορτάζονται κάθε τέσσερα χρόνια, στο όλο πρόγραμμα της γιορτής προστέθηκαν και τα αγωνίσματα της αυλωδίας και αυλητικής. Νικη­τές αναδείχτηκαν τότε στη μεν αυλωδία και αυλητική ο Aρκάδας Εχέμβοστος και ο Αργείος Σακάδας αντίστοιχα, ενώ στην κιθαρωδία ο Kεφαλλονίτης Μελάμπους. 0 Σακά­δας ήταν ένας περίφημος αυλητής που νίκησε και κατά τα δύο επόμε­να Πύθια, σε αυτά δηλαδή του 582 και 578 π.Χ. Έγινε διάσημος γιατί α­νάμεσα σια άλλα εφεύρε και καθιέ­ρωσε για τα Πύθια τον πιο σημαντι­κό αυλητικό νόμο. τον λεγόμενο πυθικόν, που «υπήρξε το πρώτο γνω­στό είδος προγραμματικής μουσικής». Αποτελείτο από πέντε μέρη που περιέγραφαν διάφορες φάσεις του αγώνα του Απόλλωνα με τον Πύθωνα, τον φοβερό δράκοντα των Δελφών. Στον Σακάδα πιθανόν ο­φείλεται και η ανακάλυψη του λεγό­μενου τριμερούς ή τριμελούς νόμου, «σύμφωνα με τον οποίο το καθένα από τα τρία μέρη του τραγουδιόταν εναλλάξ στη δωρική, στη φρυγική και στη λυδική αρμονία·. Ωστόσο το αγώνισμα της αυλωδίας δεν φαί­νεται να ευτύχησε στους Δελφούς. Στα αμέσως επόμενα Πύθια, <»: αυ­τά δηλαδή του 582 π.Χ., στο οποία και αποφάσισαν να δίνουν στους νι­κητές ως έπαθλο στεφάνι από φύλ­λα δάφνης, βγήκαν από το πρό­γραμμα. Και από επειδή οι μελω­δίες που ακούγονταν με τη συνο­δεία αυλού θεωρήθηκαν καταθλι­πτικές, αφού και τα ίδια τα λόγια τους είχαν έντονο θρηνητικό χαρα­κτήρα. Η κιθαριστική ήταν το νεότε­ρο από τα μουσικά αγωνίσματα των Πυθικών αγώνων. Συμπεριελήφθη στα Πύθια του 558 π.Χ και νικητής αναδείχθηκε ο Τεγεάτης Αγέλαος.

Αλλά εκτός από τα Πύθια, μουσι­κούς αγώνες είχαμε και κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων, της με­γάλης γιορτής της αρχαίας Αθήνας. Για ίο πότε ακριβώς μπήκαν τα μου­σικά αγωνίσματα στο παναθηναϊκό πρόγραμμα δεν είμαστε καλά πληρο­φορημένοι. Υπάρχουν κάποιες εν­δείξεις που επιτρέπουν να θεωρή­σουμε ότι αυτό συνέβη κατά το δεύ­τερο μισό του 6ου αι. π.Χ, όταν την εξουσία στην Αθήνα την είχαν οι  Πεισιστρατίδες. Σε μια τέτοπια περίπτωση η πληροφορία του Πλουτάρχου, σύμφωνα με την οποία ο Περικλής πρώτον εφηφίσατο μουσικής αγώνα τοις Παναθηναίοις άγεσθαι, 

δεν είναι ακριβής. Δεν αποκλείεται ο Περικλής να αναδιοργάνωσε και όχι να πρωτοίδρυσε τους παναθη­ναϊκούς μουσικούς αγώνες. Για τους αγώνες αυτούς οι πληροφορίες μας είναι μάλλον λιγοστές. Γνωρίζουμε μερικά ονόματα νικητών, όπως π.χ. του διάσημου αυλητή Μίδα από τον Ακράγαντα, του περίφημου κιθαρωδού Φρύνι από τη Μυτιλήνη και του γνωστού κιθαρωδού Εξηκεστίδη. Ο Φρύνις ήταν ένας από τους μεγά­λους καινοτόμους μουσικούς του 5ου αι. πΧ Χρησιμοποιώντας εννεάχορδη κιθάρα αντί της παραδοσιακής επτάχορδης. κατηγορήθηκε α­κόμη και ως διαφθορέας της μουσι­κής. Για τον Μίδα, που δύο φορές στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. πΧ κέρδισε και τα Πύθια ώστε ο Πίνδαρος του αφιέρωσε τον δωδέ­κατο Πυθιόνικο του, παραδίδεται το εξής ανέκδοτο. Κατά τη διάρκεια ε­νός αγώνα το επιστόμιο του αυλού του έφυγε από τη θέση του και κόλλησε στον ουρανίσκο του. Ωστόσο ε­κείνος συνέχισε απτόητος το παίξιμό του γοητεύοντας το κοινό, καταχτώ­ντας μάλιστα και την πρώτη νίκη!

Από μια επιγραφή των αρχών του 4ου αι. π Χ. γνωρίζουμε ότι τα έπα­θλα για τους νικητές των μουσικών αγωνισμάτων στα Παναθήναια ήταν σημαντικά. Ο νικητής π.χ. της κιθαρωδίας, του σπουδαιότερου μουσι­κού αγωνίσματος, έπαιρνε ως έπα­θλο ένα χρυσό στεφάνι αξίας 1.000 δρχ. και ένα αργυρό αξίας 500 δρχ., και αυτά σε μια εποχή που το μερο­κάματο ίσως να ήταν γύρω στη μία δραχμή.

Πιθανόν πολλοί να μη γνωρίζουν ότι η Αθήνα διέθετε Μέγαρα Μουσι­κής ήδη από την αρχαιότητα. Το πρώτο από τα κτίσματα αυτά, τα ο­ποία ονομάζονταν Ωδεία, βρισκόταν στη ΝΑ πλαγιά της Ακρόπολης και η ανασκαφική του εξερεύνηση δεν έ­χει ακόμη ολοκληρωθεί Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη έγινε στα χρόνια του Περικλή, στη δεκαε­τία 450-440 πΧ, ενώ δεν αποκλείε­ται κάποιοι χώροι με ανάλογο προορισμό να υπήρχαν στην Αθήνα ακό­μη και σε παλιότερη εποχή. Το Ω­δείο του Περικλή, για το οποίο αρ­χαίοι συγγραφείς μας πληροφορούν ότι ήταν πολύεδρον και πολύστυλον, ήταν το μεγαλύτερο μη λατρευ­τικό στεγασμένο κτίριο της ελληνι­κής αρχαιότητας. Ήταν ένα εντυπω­σιακό σε όγκο ορθογώνιο οικοδόμη­μα, διαστάσεων περίπου 62X68 μ., που εσωτερικά είχε γύρω στους 80 κίονες για να υποβαστάζουν την τε­ράστια οροφή του. Τα εδώλια, όπου κάθονταν οι θεατές, ήιαν μάλλον ξύλινα και βρίσκονταν κατά μήκος των τοίχων του. Η στέγη ήταν επικλι­νής και προς τις τέσσερις πλευρές του. δίνοντας έτσι την εντύπωση μιας σκηνής, που στους αρχαίους θύμιζε τη σκηνή του Ξέρξη. Μίμημα της βασιλέως σκηνής χαρακτηρίζει το κτίριο ο Πλούταρχος. Το κτίσμα αυτό πυρπολήθηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τον μοιραίο στρατηγό Σύλλα το 86 πΧ. Σύντομα όμως βρέθηκε… σπόνσο­ρας – για να χρησιμοποιήσω μια… μοντέρνα λέξη -, ο βασιλιάς της Καππαδοκίας Αριοβαρζάνης ο Φιλοπάτωρ (65-52 πΧ) και ξανακτίστηκε. Το τολμηρής αρχιτεκτονικής σύλληψης λαμπρό αυτό οικοδόμημα φαίνεται να καταστράφηκε ολοσχερώς κατά την επιδρομή των Ερούλων του 267 μ Χ και ενώ στο μεταξύ άλλοι χορηγοί είχαν κοσμήσει την Α­θήνα με δύο ακόμη Ωδεία. Το ένα, κτισμένο στην αρχαία αγορά, με χρήματα που έδωσε γύρω στο 15 π .Χ ο γαμπρός του Αυγούστου Μάρ­κος Αγρίππας και το άλλο, στη ΝΔ πλαγιά της Ακρόπολης, με χρήματα που διέθεσε ανάμεσα στα 160 και 174 μ.Χ. ο γνωστός βαθύπλουτος της εποχής Ηρώδης Αττικός. Και εί­ναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο, έστω και άστεγο, φιλοξενεί μουσι­κές παραστάσεις ακόμη και σήμερα!

Ο κ. Μιχάλης Α Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας τον Α­ριστοτελείου Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης. 

Πηγή: To Bήμα

Related posts:

Comments