“Η Ελληνική Γραφή” του Μανόλη Ανδρόνικου

Του Μανόλη Ανδρόνικου

Μέρος Α’

Ο ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ άνθρωπος είναι πολύ περήφα­νος για τις επιστημονικές του κατακτήσεις και με αλαζονεία συγκρίνει τα τεχνολογικά του επιτεύγ­ματα με τις «πρωτόγονες», όπως τις χαρακτηρίζει υποτιμητικά, μεθόδους που γνώριζαν οι μακρινοί του πρόγονοι για ν’ αντιμετωπίσουν τη φύση και να επιτύχουν την επιβίωση τους επάνω στη γη. Αν όμως του έθεταν το πολύ απλό ερώτημα, ποιες είναι οι δύο ή τρεις μεγαλύτερες ανακαλύ­ψεις ή επινοήσεις του ανθρώ­που οε όλη τη διάρκεια της ιστορίας του, θα ήταν υπο­χρεωμένος, νομίζω, να παρα­δεχθεί πως είναι αυτές που έγιναν όχι στους τελευταίους αιώνες της επιστημονικής και τεχνολογικής ανθοφορίας, αλ­λά σε κάποιους πολύ μακρινούς αιώνες, από ανθρώ­πους που έζησαν σε εποχές που ονομάζουμε προϊστο­ρικές.

Υποθέτω πως δύσκολα θα έχαναν τα πρωτεία της ανθρώπινης ευρηματικότητας η ανακάλυψη της φω­τιάς, του τροχού και της γραφής, τρεις κατακτήσεις του ανθρώπου που ανάγονται σε πανάρχαιους χρό­νους, Απ’ αυτές τις τρεις, η επινόηση της γραφής αποτελεί μια πρόσφατη σχετικά κατάχτηση του αν­θρώπινου μυαλού, αφού τα παλαιοτέρα της δείγματα δεν είναι παλαιότερα από την 4η χιλιετία πΧ. Ακόμη νεότερη είναι η μορφή της γραφής που χρησιμοποιού­με σήμερα και που έχει την ευελιξία να χρησιμοποιεί ένα γραφικό σύμβολο για τον φθόγγο της κάθε γλώσσας, επιτρέποντας έτσι την απόδοση όλων των φθόγγων με τα λιγότερα σύμβολα στους περισσότερους δυνατούς συνδυασμούς.

Είναι πολύ πιο πιθανή η υπόθεση πως οι Έλληνες, που δεν έπαψαν να γνωρίζουν και να χρησιμοποιούν τη μυκηναϊκή γραφή,  γνώρισαν την πολύ πιο βολική φοινικική, έκαναν την κοσμοϊστορική μεταβολή, δημιουργώντας το πρώτο ελληνικό και ευρωπαϊκό αλφάβητο. Και πάντα ελπίζω πως την απόδειξη της ορθότητας αυτής της υπόθεσης θα μας την προσφέρει κάποια στιγμή η ελληνική γη, που την κρατά στα σπλάχνα της .

Αυτή είναι η γραφή που ονομάζουμε «αλφαβητική» ή «αλφαβητάριο», από την ονομασία των δύο πρώτων γραμμάτων, του άλφα και του βήτα, που είναι η ελληνική απόδοση των φοινικικών – σημιτικών ονομά­των άλεφ (=βόδι) και μπετ (=σπίτι). Το ελληνικό αλφάβητο είναι το πρώτο «μοντέρνο» φθογγικό αλφά­βητο στην ιστορία της γραφής και απ αυτό κατάγεται τόσο το λατινικό, που χρησιμοποιούν σήμερα όλοι οι Δυτικοευρωπαίοι (και οι έκγονοί τους), όσο και το σλαβικό. Αξίζει λοιπόν να γνωρίσουμε την ιστορία του και προπάντων να πληροφορηθούμε για την καταγωγή του,

ΕΙΝΑΙ βέβαιο, και ήταν γνωστό και στους αρχαίους Έλληνες, πώς τα γράμματα του ελλη­νικού αλφαβήτου αποτελούν δάνειο από μιαν αρχαιό­τερη «φοινικική» γραφή. Πότε και πού έγινε αυτός Ό δανεισμός είναι ένα ανοιχτό πρόβλημα και οι απαντή­σεις των επιγραφικών και των ιστορικών της γραφής δεν είναι ομόφωνες. Τα παλιότερα κείμενα που χρησιμοποιούν αυτό το αλφάβητο, το ελληνικό, χρο­νολογούνται μέσα στον 8ο πΧ αιώνα, στο δεύτερο μισό του, αμέσως ύστερα από το 750 πΧ, και είναι χαραγμένα επάνω σε πήλινα αγγεία, Είναι αξιοση­μείωτο ότι τα δύο παλαιότερα απ’ αυτά είναι έμμετρα. Το ασφαλές συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι πως ο δανεισμός των γραμμάτων έγινε πριν από το 750 π.Χ.

Ως το 1952 πιστεύαμε πως τα κείμενα αυτά ήταν τα αρχαιότερα κείμενα της ελληνικής γλώσσα; και το ελληνικό αλφάβητο η μόνη γραφή που είχαν χρησιμοποιήσει οι Έλληνες, σι άνθρωποι δηλαδή που μιλού­σαν ελληνικά. Γνωρίζαμε βέβαια πως τα «ελληνικά φύλα» είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο πολ­λούς αιώνες πρωτύτερα, όμως πιστεύαμε πως ήταν «αγράμματοι», δεν γνώριζαν δηλαδή και δεν χρησιμο­ποιούσαν τη γραφή. Γνωρίζαμε όμως πως στον ελλαδικό χώρο, στην Κρήτη συγκεκριμένα, ήταν γνωστά διάφορα συστήματα γραφής από τους πρώ­τους κιόλας αιώνες της 2ης πΧ χιλιετίας. Κανένα όμως από τα συστήματα αυτά δεν είχαν κατορθώσει οι ερευνητές να αποκρυπτογραφήσουν και να διαβά­σουν. Το πιο εξελιγμένο σύστημα ήταν αυτό που είχε ονομαστεί «Γραμμική Β» και που άφθονα δείγματα του είχε ανακαλύψει ο A. Evans στο στρώμα κατα­στροφής του ανακτόρου της Κνωσού, που χρονολο­γούνταν κάπου προς το τέλος του 15ου αι. πΧ.

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΙ ήταν βέβαιοι πως όλα αυτά τα «μινωικά» συστήματα γραφής είχαν κατα­γράψει κείμενα μιας γλώσσας «μη – ελληνικής». Αλλά όπως συμβαίνει πολλές φορές στην αρχαιολογική έρευνα, μια απροσδόκητη ανακάλυψη έγινε το 1939, λίγο πριν αρχίσει ο τελευταίος πόλεμος: ο αμερικανός αρχαιολόγος Κ. B. Jegen αποκάλυψε στην Πύλο μια σειρά πήλινες πινακίδες με «Γραμμική Β», γραφή στο στρώμα καταστροφής του ανακτόρου της Πύλου, που μπορούσε να χρονολογηθεί στα τέλη του 13ου πΧ αιώνα, δηλαδή δυο αιώνες αργότερα από την αντί­στοιχη της Κνωσού.

Το πρόβλημα έδειχνε πως περιπλέκεται και έμοιαζε σχεδόν άλυτο ως το 1952. Τότε ο άγγλος αρχιτέκτονας Michael Ventris ανακοίνωσε πως μπόρεσε να αποκρυ­πτογραφήσει τη «Γραμμική Β» γραφή. Η έκπληξή του, είπε, ήταν πως χωρίς να το περιμένει, η γλώοσα που αποκάλυπτε ήταν η ελληνική. Ξαφνικά γνωρίζαμε όχι μονάχα μια γραφή ελληνική 400 χρόνια παλιότερη από την «ελληνική» των παλαιότερων επιγραφών αλλά και μια ελληνική γλώσσα τέσσερις αιώνες αρχαιότερη από την ομηρική, την πρώτη ελληνική φωνή που είχε φτάσει ως εμάς. Είναι δύσκολο να φανταστεί ο μη ειδικός τον συγκλονισμό που δοκιμάσαμε, αρχαιολό­γοι και φιλόλογοι, όταν δημοσιεύτηκε το ιστορικό πρώτο άρθρο του Μ. Ventris και του φιλόλογου J. Chadwick στον τόμο του 1953 του Journal of Hellenic Studies.

Μου μένει αξέχαστη η ανάμνηση των δύο μεγάλων δασκάλων της θεσσαλονίκης, του Στ. Καψωμένου και του Γιάννη Κακριδή, που άρπαζαν κυριολεκτικά ο ένας από τα χέρια του άλλου τον 73ο τόμο του αγγλικού περιοδικού για να ρουφήξουν το απίστευτο κείμενο. Και εγώ, νέος ακόμη, με δέος καραδοκούσα να έρθει κάποτε η σειρά μου για να χαρώ τον θησαυρό. Ούτε που μπορούσα να φανταστώ πως τον άλλο κιόλας χρόνο θα είχα τη μεγάλη τύχη να συναντήσω και να μιλήσω με τον σεμνό και αγαπητό άνθρωπο που έκανε τη μεγάλη ανακάλυψη, αυτόν που έμελλε να σκοτωθεί το 1956, μόλις 34 χρόνων.

ΑΠΟ ΤΟΤΕ ως σήμερα έχουν γράφει αμέτρητες μελέτες για τη γραφή αυτή (όχι βέβαια στα ελληνικά), που τελικά ονομάστηκε μυκηναϊκή, και έχουν λυθεί αρκετά προβλήματα, ίσως όμως όχι τόσα όσα έχουν προκληθεί από τη νέα τούτη γνώση. Ένα πρόβλημα που φαίνεται πως έμεινε ανεπηρέαστο από τη γνώση πως οι ‘Ελληνες γνώριζαν να γράφουν τη γλώσσα χους 400 χρόνια πριv να μάθουν και να δανειστούν τα φοινικικά γράμματα είναι αυτό που θέσαμε στην αρχή, πότε και που oι Έλληνες έχαναν αυτόν τον δανεισμό; Όλοι οι επιγραφικοί της ελληνικής αρχαιολογίας δέχονται πως η γνώση της γραφής- της μυκηναϊκής γραφής- χάθηκε με το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου, γιατί, πιστεύουν η μυκηναϊκή γραφή εξυπηρετούσε το μυκηναϊκό ανακτορικό σύ­στημα και μόνο· έτσι, όταν αυτό έπαψε να υπάρχει, ξεχάστηκε καν η γνώση της γραφής και ακολούθησαν τέσσερις αιώνες «αγραμματοσύνης» των Ελλήνων, ως τη στιγμή που ξαναέμαθαν .τη γραφή από τους Φοίνικες.

Σ αυτή την ομόφωνη «κοινή γνώμη» των επιστημό­νων υπήρξε μόνον ένας αντίθετος υπαινιγμός από τον J. B. Wace, τον μεγάλο ερευνητή των Μυκηνών, και μια σύντομη ανακοίνωση (1967) από τον συντάκτη αυτού του κειμένου. Σ’ αυτήν επιχείρησα να υποστηρίξω πως οι ‘Ελληνες ποτέ δεv ξέχασαν αυτό που μια φορά έμαθαν, αλλά με την εύστροφη σκέψη ‘που είχαν κατανόησαν τα πλεονεκτήματα της φοινικικής γραφής και αντικατέστησαν το άβολο μυκηναϊκό σύστημα γραφής με το πιο εύχρηστο φοινικικό.

Υστερα από είκοσι χρόνια σε μιαν εκτενέστερη μελέτη, που δημοσιεύεται σ’ έναν τόμο προς τιμήν του J. Chadwick, προσπαθώ ν’ αποδείξω την ορθότητα αυτής της θέσης, έστω κι αν είναι αντίθετη προς την κοινή πεποίθηση όλων των συναδέλφων.

Συνεχίζεται…

Related posts:

Comments