“Η Ελληνική Γραφή” του Μανόλη Ανδρόνικου – Μέρος Β’

andronikos Η Ελληνική Γραφή του Μανόλη Ανδρόνικου

Του Μανόλη Ανδρόνικου

Μέρος B’

Θεωρώ χρήσιμο να εκθέσω συνοπτικά στη στήλη αυτή τις απόψεις μου για ένα τόσο σημαντικό θέμα, που ασφαλώς ενδιαφέρει τους αναγνώστες.

1. H ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ γραφή ήταν συλλαβογραφική, δηλαδή κάθε σύμβολο της αντιστοιχούσε σε μια συλλαβή, που μπορούσε να αποτελείται είτε από ένα φωνήεν (α, ε, ι, αλλά και κα, κε, κι κ.ο.κ.), γι* αυτό είχε ανάγκη από πολλά σύμβολα (έχουν eπισημανθεί ως τώρα 91, από τα οποία τα 18 δεν έχουν ακόμη αποκρυπτογραφηθεί). ‘Ολες οι επιγραφές μυκηναϊκής γραφής που έχουν βρεθεί ως τώρα είναι είτε χαραγμένες σε πήλινες πινακίδες που σώθηκαν γιατί ψήθηκαν από συμπτωματική πυρκαγιά που κατέστρεψε τα κτίρια όπου βρέθηκαν, είτε γραμμένες επάνω σε πήλινα αγγεία και χρονολογούνται, εκτός από ελάχιστες αμφισβητούμενες εξαιρέσεις, πριν από το 1200 π.Χ. Έτσι το κύριο και αποφασιστικό επιχείρημα για την «αγραμματοσύνη» των Ελλήνων στην διάρκεια των 450 χρόνων που μεσολαβούν από την εποχή των πινακίδων με τη μηκυναική γραφή ως την εποχή που εμφανίζονται οι πρώτες ελληνικές επιγραφές είναι ακριβώς η ύπαρξη του τεράστιου αυτού κενού.

Το «ρώτημα όμως, νομίζω, που πρέπει να θέσουμε είναι, αν αυτό το κενό είναι πραγματικό ή είναι απλώς κενό των γνώσεων μας. Η απάντησή μου σ’ αυτό το Ερώτημα με οδηγεί σε διαφορετική απόκριση από όλους τους άλλους ερευνητές, οι οποίοι έχουν πεισθεί ότι υπάρχει πραγματικό κενό, ξεχνώντας ίσως μια βασική αρχή της αρχαιολογικής έρευνας, πως το Argumentum ex Silentio, δηλαδή «το επιχείρημα της σιωπής», δεν μπορεί να έχει αποδεικτική ισχύ. Αλλά, και όταν το θυμούνται, θεωρούν πως το κενό αυτό είναι τόσο μεγάλο και τόσο απόλυτο, ώστε καλύπτει κάθε αμφιβολία για την αδυναμία του «επιχειρήματος της σιωπής».

Η αναντίρρητη βέβαια απάντηση θα μπορούσε να έρθει μόνον αν είχαμε την τύχη να βρούμε μια μυκηναϊκή επιγραφή μεταγενέστερη από το 1100 πΧ που θα μαρτυρούσε την επιβίωση της και ύστερα από το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου. Ένα τέτοιο ενδεχό­μενο δεν το θεωρώ αδύνατο, αλλά, ως την ώρα που θα γίνει, είμαι υποχρεωμένος να στηριχθώ σε καθαρό θεωρητικά επιχειρήματα, τα οποία είναι, κατά τη γνώμη μου, εξαιρετικά ισχυρά, γιατί είναι απολύτως αντικειμενικά.

1. Το «κενό» των 450 χρόνων πρέπει να μειωθεί, για να πάψει να εντυπωσιάζει. Είναι εντελώς βέβαιο πως το 750 π.Χ. είναι η χαμηλότερη δυνατή χρονολο­γία για τη χρήση του ελληνικού αλφαβήτου. ενώ μια χρονολογία μέσα στον 9ο αι. π.Χ. (900-300π.Χ.) είναι πολύ πιθανότερη, όπως δέχονται πολλοί από τους έγκυρους επιγραφικούς (για να μη φτάσουμε ως το 1000 π.Χ. που προτείνουν ορισμένοι ανατολιστές, ειδικοί στις σημιτικές γραφές). Από την άλλη μεριά τα ανασκαφικά δεδομένα που προκύπτουν οπό την έρευνα τωv μυκηναϊκών ανακτόρων μας βεβαιώνουν ότι ήταν σφαλερή η άποψη πως το 1200 π.Χ. σημαδεύει τo τέλος τους και πως η ζωή σ’ αυτά εξακολούθησε αρκετά ακμαία ως τα τέλη του 12ου π.Χ., δηλ. ως το 1000 π.Χ. Αυτό σημαίνει πως είναι λάθος να δεχόμαστε πως ύστερα από το 1200 π.Χ. έπαφε η χρήση της μυκηναικής γραφής και πως είναι Συμπτωματική η διάσωση των πινακίδων του τέλους του 13ου αι. π.Χ. Έτσι θα έπρεπε να πούμε πως το «κενό» περιορίζεται από το 1100 ως το 900 π.Χ. ή το 850 π.Χ. δηλαδή σε 200 ή 250 χρόνια.

2. Τέτοια όμως «κενά» υπάρχουν πολλά στην ιστορία των συστημάτων γραφής, τόσο μέσα στον ελλαδικό χώρο, όσο και στους γειτονικούς και συγγε­νικούς χώρους των σημιτικών γραφών, χωρίς κανένα απ* αυτά να οδηγήσει τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι ξεχάστηκε η γνώση της γραφής. Αντίθετα οε όλες αυτές τις περιπτώσεις όλοι- και αυτοί που υποστηρί­ζουν αταλάντευτα την «αγραμματοσύνη» των Ελλή­νων ανάμεσα στο 1200 και στο 800-750 π.Χ. – δέχονται πως το «κενό· είναι συμπτωματικό και οφείλεται είτε στην καταστροφή των μνημείων, είτε στην ατυχία μας να μην τα έχουμε βρει ως τώρα. Θα περιοριστώ να αναφέρω μονάχα το «κενό» ανάμεσα στη γραμμική Β’ της Κνωσού (1400 π.Χ.) και της Πύλου – Μυκηνών (1200 π.Χ.) και να σταθώ για λίγο στο πιο χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό παράδειγμα της Κύπρου.

Στην Κύπρο υπήρχε από τον 17ο αι. π. Χ. μια συλλαβογραφική γραφή, γνωστή ως Κυπρομινωική Ι (ΚΜΙ), της οποίας τα τελευταία δείγματα έφταναν ως τον 11ο π.Χ. αιώνα. Στους ιστορικούς χρόνους στην Κύπρο, παράλληλα με το ελληνικό αλφάβητο, χρησιμοπούσαν μια συλλαβική γραφή ως τα τελη του 3ου αιώνα π.Χ. Η συλλαβική αυτή γραφή έχει πολλές ομοιότητες με την μυκηναική και με την Κυπρομινωική Ι, της οποίας εύλογα θεωρείται συνέχεια.. Όμως οι παλαιότερες επιγραφές του κυπριακού συλλαβαρρίου όπως ονομάζεται, άρχιζαν από τον 7ο αι. π.Χ. και μονάχα μια του 8ου αιώνα ήταν γνωστή ως πριν από λίγα χρόνια. Εν τούτοις το κενό των τριών αιώνων δεν μπορούσε να εμποδίσει κανέναν να παραδεχθεί την αναμφισβήτητη εξάρτηση του από την ΚΜΙ και να μιλήσει για περίοδο αγραμματοσύνης στην Κύπρο. Και η σωστή αυτή θέση επιβεβαιώθηκε όταν πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε στην Παλαίπαφο η αρχαιότερη επιγραφή σε κυπριακό συλλαβάριο, που χρονολογείται από τον 11ο π.Χ. αιώνα, αφήνοντας και πάλι ένα «κενό» τριών αιώνων..

3. Η μελέτη των μυκηναϊκών πινακίδων έδειξε πως οι «γραφείς» πρέπει να ήταν πολλοί και το συμπέρασμα των ερευνητων είναι πως δεν μπορούμε να μιλούμε για ειδική τάξη γραφέων, αλλά πως τόσο η γραφή, όσο και η ανάγνωση δεν ήταν περιορισμένη στα μυκηναϊκά ανάκτορα μόνο σε ένα κλειστό κύκλο «γραφειοκρατών». Τη διάδοση της μυκηναικής γραφής μαρτυρούν και οι επιγραφές επάνω σε αγγεία, που βρέθηκαν σε πολλές περιοχές της Κρήτης, όσο και της ηπειρωτικής Ελλάδας.

 4. Όπως πολύ σωστά παρατήρησε μια από τις πιο αξιόλογες επιγραφικούς, η οποία ωστόσο δεχόταν την «αγραμματοσύνη» των Ελλήνων, ένας λαός που αγνοεί τη γραφή και τη μαθαίνει από έναν άλλον παραλαμβάνει χωρίς καμιά μεταβολή το ξένο αλφαβη­τάριο και το εφαρμόζει πιστά. Αλλά το φοινικικό αλφάβητο δεν είχε φωνήεντα και οι λέξεις γράφονταν μόνο με τα σύμφωνα τους. Όμως οι «αγράμματοι» Έλληνες από την πρώτη στιγμή μετατρέπουν πέντε από τα φοινικικά σύμβολα σε φωνήεντα, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν το πρώτο φθογγικό και μοντέρνο αλφάβητο του κόσμου. Μια τέτοια επινόηση είναι αδύνατο να ερμηνευθεί παρά μόνον αν δεχθούμε ότι αυτοί που την είχαν, γνώριζαν ένα άλλο σύστημα γραφής που είχε σύμβολα και για τα φωνήεντα. Τέτοιο ήταν βέβαια το μυκηναϊκό σύστημα της Γραμμικής Β’ γραφής.

5. Συμπληρωματική στο προηγούμενο επιχείρημα είναι η παρατήρηση ότι ενώ η ελληνική γλώσσα έχει εφτά τουλάχιστον φωνηεντικούς φθόγγους, το ελληνικό αλφάβητο δημιουργεί από το φοινικικό πέντε μόνο φωνήεντα, το α, ε, ι, ο και υ, όσα ακριβώς διαθέτει και η γραμμική Β’ γραφή.

Τέλος, πιστεύω πως η κατάκτηση ενός τόσο σημαντικού πολιτισμικού αγαθού είναι αδύνατο να χαθεί από τη μια μέρα στην άλλη, ακόμη κι αν συντελεσθεί μια ριζική πολιτική μεταβολή, όπως αυτή που υποθέτουμε πως σημαδεύει το τέλος του μυκηναϊκού κόσμου. ‘Αλλωστε οι αρχαιολόγοι και ιστορικοί έχουν πάψει πια να πιστεύσυν στην κατακλυσμική εισβολή των δωρικών φύλων που σάρωσαν τσν μυκηναϊκό πολιτι­σμό. Η υπόθεση που είχαμε διατυπώσει πριν από τριάντα τέσσερα χρόνια ο  J.B. Wace χαι ο συντάκτης αυτού του άρθρου, πως η «δωρική εισβολή” ήταν μια θεωρία που τίποτα δεν την αποδείχνει και πως εσωτερικές ήταν οι αιτίες που οδήγησαν στη διάλυση της μυκηναϊκής κοινωνίας, φαίνεται πως αποδείχνε­ται ορθή από τα ανασκαφικά δεδομένα και γίνεται αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν των ερευνητών. Γι’ αυτό νομίζω πως είναι πολύ πιο πιθανή η υπόθεση πως οι Έλληνες, που δεν έπαψαν να γνωρίζουν και να χρησιμοποιούν τη μυκηναϊκή γραφή, όταν γνώρισαν την πολύ πιο βολική φοινικική, έκαναν την κοομοιστορική μεταβολή, δημιουργώντας το πρώτο Ελληνικό και Ευρωπαϊκό αλφάβητο. Και πάντα ελπίζω πω την απόδειξη της ορθότητας αυτής της υπόθεσης θα μας την προσφέρει κάποια στιγμή η Ελληνική γη, που την κρατά στα σπλάχνα της.

Διαβάστε επίσης:

“H Ελληνική Γραφή” του Μανόλη Ανδρόνικου Μέρος Α’

Related posts:

Comments