Ο Κολοκοτρώνης και οι Θρύλοι του

Οταν o Κολοκοτρώνης, μετά τη νίκη στo Βαλτέτσι τo Μάη του 1821, είχε ζώση ολόγυρα τήν Τριπολιτσά, πρωτεύουσα του Μοριά Ολόκληρου, αγνάντευε ψηλά άπό τά Τρίκορφα τους πολιορκημένους Τούρκους και ελεγε απ’τούς ‘Έλληνες τον επό­μενο μύθο. Πρόκειται για ένα αρχαίο Ελληνικό μύθο του Αι­σώπου, πού, όπως έχει δείξη σχετική επιστημονική έρευνα, δι­ατηρείται στη νεοελληνική προ­φορική μορφή του αρτιώτερος σε ψυχολογική διατύπωση άπ’ όσο -παραδίδεται στο αρχαίο κεί­μενο. Αυτόν τό μύθο, όπου το φίδι συμβολίζη τούς Τούρκους καί ό κάβουρας τους Έλληνες, ό Κολοκοτρώνης τον έλεγε ώς έ­ξης έκεί στά Τρίκορφα την άνοι­ξη του 1821;

«Ό κάβουρας καί τό φίδι έκα­μαν φιλία και κουμπαριά καί α­ποφάσισαν να πεθάνουν μαζί, καί έτρεχαν καί τα δυό μαζί, Μιά μέρα νύχτωσαν μακρυά άπό την τρύπα του κάβουρα καί κοντά στού  φιδιού, Τό φίδι δέχτηκε τον κάβουρα στην τρύπα του, τόν προ­τίμησε σαν κουμπάρο του καί του είπε νά μπεί μέσα πρώτος αυτός. Επειδή ο κάβουρας δεν έχωρούσε, έσγάρλισε με τά πόδια του τήν τρύπα καί χώρεσε. Άφού έ μπήκαν μέσα και τα δύο, to φίδι αμέ­σως κουλουριάστηκε καί άφησε στη μέση της κουλούρας τόπο, οπου έμπήκε ό κάβουρας νό κοιμηθή. Τ ή νύχτα τό φίδι εσφιγγε τον κάβου­ρα, γιά νά τόν ξελεπιάση και υ­στέρα νά τόν φάη. Τότε ό κάβουρας φωνάζει: — «Κουμπάρε, μή  μέ σφίγγεις, πεθαίνω!» Τό φίδι αποκρίνεται: — «”Ονειρο βλέπω!»! Καί εξακολουθούσε νά τόν σφίγγη, Άφου ό κάβουρας είδε ότι χάνε­ται, του λέει: — «Κουμπάρε, ζύ­γωσε κοντά τ’ αυτί σου γιά νά σου εϊπώ ένα μυστικό νά ευτυχήσης». Τό φίδι άμέσως έζύγωσε  τό αυτί του κοντά στο στόμα του κάβουρα. Καί τότε έκεΐνος τσακώ­νει με τή δαγκούνα του τό φίδι στό λαιμό, τό σφίγγει, τό κρα­τάει ττολλήν ωρα, τό φίδι στρί­βεται ξαναστρίβεται, έψόφησε. Τό­τε δ κάβουρας τό έπήρε τραβώντας τή νύχτα έξω άπό τήν τρύπα του. Τήν αύγή, όπου είδε τό φίδι ο κάβουρας καί ήταν ξαπλωμένο ίσια, σάν ραβδί, τού είπε: — « Av ήσουν καί τή νύχτα έτσι ίσιος, μαύρε κουμπάρε, δέν έπέθαινες, αλλ’ οΰτε όνείρα τα έβλεπες!».

Είχε καί τόν προσωπικό επίλογο του ο Κολοκοτρώνης, όταν διηγόταν τήν ιστορία του Φιδιού καί τοΰ κάβουρα. ‘Έδειχνε στούς “Ελληνες άπό τά Τρίκορφα τήν πολιορκημέ­νη Τριπολιτσά καϊ έλεγε: «‘Ετσι καί οι Τούρκοι άν έπερπάταγαν ί­σια, δέν τούς είχαμε τώρα έτσι στόν όδορό. Άλλά καλά τους 3έχομε, δέν ησύχαζαν, όλο κακά μας έκαναν!» Τήν ιστορία τού Κολο­κοτρώνη Εχει γράψει ό γραμματέας του Φωτάκος, στόν πρώτο τόμο τού βιβλίον του «Απομνημονεύμα­τα περί τής Ελληνικής Επανα­στάσεως».

“Ενας άλλος μύθος τού Κολο­κοτρώνη είναι έκείνος πού ανα­φέρεται στή διαφορά του χαρακτή­ρα τών περιοχών τής ‘Οθωμανι­κής Αυτοκρατορίας. Ό μύθος έ­κεΐνος εχει ώς εξής:

«’Ένας Σουλ­τάνος μιά φορά θέλησε νά περιηγηθή τό βασίλειο του, νά μάθη τά διάφορα ήθη τών υπηκόων του, καί νά τους διοική δπως πρέπει. Οι αυλικοί τον έναντιώνονταν σ’ αύτή του τήν άπόφαση, παρασταίνοντάς του οτι είναι άμαθος στίς κακοπάθειες καί στους κινδύνους τού ταξιδιού. Ό Σουλτάνος έπέμενε. Τότε ένας γέρος Τούρκος, με μεγάλη υπόληψη, είπε τού Σουλ­τάνου: «Είναι τρόπος νά περιη­γητής καί νά μάθης τίς συνήθειες τών ύπηκόων σου, χωρίς νά ταξιδέψης. Κάμε νά σοϋ φτιάσουυ τσαντήρια, όπου ολα, άπό τό χώμα εως τά ξύλα όπού έχουν νά τά σκεπά­σουν, νά είναι άπό τόν τόπο όπου επιθυμείς νά μάθης. Κοιμάσαι έ­πειτα σέ καθένα άπό αύτά άπό μιά νύχτα, καί στόν ύπνο σου θά σου παρουσιασθή ό τόπος απ* όπου είναι τό τσαντήρι, μέ τούς κατοίκους του καί μέ τά έθιμα πού συνηθίζουν, και έτσι μπορεις νά μάθης ό,τι επιθυμείς, χωρίς νά κακοπάβης ταξιδεύοντας». Ό Σουλ­τάνος έκαταπείσθηκε στούς λόγους του γέρου, καί έκαμε και τού φτιασαν τσαντήρι άπό ύλικά τής Ρούμελης, άλλο άπό τής Ανατο­λής, άλλο άπό τής Αιγύπτου καί άλλο άπό τοΰ Μοριά, καί σέ καθέ­να άπό αύτά κοιμήθηκε μιά νύχτα, “Οταν κοιμόταν στό τσαντήρι τής Ρούμελης, είδε πολέμους, άτια νά χλιμιντρουνε. Κοιμήθηκε στό τσαν­τήρι τής ‘Ανατολής, καί κοιμήθη­κε γλυκά, σά νά είχε πιή άφιόνι, Κοιμήθηκε σ> εκείνο τής Αιγύπτου καί είδε τό Νείλο νά χύνη πλημ­μύρα θησαυρού, άλλά πλούτη τυ­φλά. Κοιμήθηκε καί στό τσαντήρι τού Μοριά καί είδε τρεις χιλιάδες διαβόλους μέ δαυλούς άναμμένους στό χέρι καί νά κάνουν ταραχή άνυ­πόφερτη».

Ο μύθος αύτός τού Κολοκο­τρώνη είναι ιδιαίτερα άξιοπρόσεχτος. Πρώτα – πρώτα, δείχνει τή Ρούμελη, γεμάτη στρατό καί άλο­γα, καί τόν Μοριά, τυλιγμένον μέ­σα στίς φλόγες τών άλλεπάλληλων Επαναστάσεων, ιδίως άπό τά όρλωφικά καί δώθε. Τέσσερες χώ­ρες συγκρίνονται σ’ αύτόν τό μύ­θο, ή Ασία καί ή Αίγυπτος, ή Ρούμελη κσί ό Μοριάς. Οί δύο πρώ­τες μπορεί νά ειπούμε ότι Αποτε­λούν μιά ένιαία καί ομοειδή περιοχή πού είναι υποταγμένη καί ειρηνική. Οί δυο άλλες, ή Ρούμελη και ό Μοριάς, αποτελούν επίσης μιάν άλλη ένιαία καί ομοειδή περιοχή, την Ελλάδα, τή σκληροτρά­χηλη καί τήν ανυπόταχτη.

Είναι χρόνια τώρα που κάθε φο­ρά πού θά τύχη νά ξαναδιαβάσω τόν λαϊκό μύθο του Κολοκο­τρώνη, μέ τήν Ασία βολική στόν Τούρκο Σουλτάνο καί μέ τήν Έλλάδα ανυπόταχτη σ’ αυτόν, ό νους | μου άμέσως πηγαίνει καί αφαιρείται γιά ώρα μέ τά άντίστοιχα πε­ριστατικά πού άναφέρονται στους «Πέρσες» του Αίσχύλου. Δέν Ετυ­χε νά διαβάσω ποτέ ότι ίκαμε και κάποιος άλλος τίς ίδιες σκέψεις, γιά σύγκριση καί σύνδεση τών δύο αυτών τόσο απομακρυσμένων χρονικά περιπτώσεων. Άλλά ή χτυ­πητή συγγένεια πού έχουν είναι καταπληκτική καί άναμφισβήτητη. Έκεϊ στούς «Πέρσες» του Αίσχύ­λου, πού παίχτηκαν τό 472 πρό Χριστού στό άρχαιο θέατρο του Διονύσου στην Άθηνα, μετά πάροδο» του Χορού των γερόν­των, παρουσιάζεται ή “Ατοσσα, μάννα του Ξέρξη καί βασίλισσα των Περσών. ‘Ανήσυχη διηγείται τό άσχημο νυχτερινό όνειρο της. Είδε δύο γυναίκες ψηλές καί σπου­δαίες, τή μιά τήν έλεγαν Ασία καί τήν άλλη * Ελλάδα, Ή μιά φο­ρούσε χιτώνες περσικούς, ή άλλη δωρικούς. Είχαν στήσει φιλονικία μεταξύ τους οι δύο έκεΐνες γυναί­κες, Καί πάει τότε α Ξέρξης να ζέψη καί τίς δυο στό άρμα του. Ή μιά , ή ‘Ασία, μπήκε καλόβολη στό ζυγό και καμάρωνε. Ή άλλη, έκείνη ή ‘Ελλάδα ή ανυπόταχτη, άρ­χισε να κλωτσάη ώσπου τό έσπασε τό άρμα. ‘Αναφέρω λίγους αλ­λά χαρακτηριστικούς στίχους άπό τή μετάφραση των «Περσών» τοΰ Ιωάννη Γρυπάρη:

νά τίς κρατήση έπάσκιζε καί τις μερέψη,

ώσπου τίς ζέβει στό άρμα του και ζυγολούρια

στό σβέρκο των περνά. Κορδώνονταν ή μιά τους

με τά στολίδια αύτά κ’ εδινε υπά­κουο στόμα

στά γκέμια της, ένω φτερνοκοπιόνταν ή άλλη,

καί μιά τά σύνεργα του δίφρου θρυμματίζεί,

 καί μέ βιά τόν ξεσέρνει δίχως χαλινάρια,

ώσττου τέλος σέ δυό τό ζυγό σπαστή μέση.

Τρίτο μύθο του Κολοκοτρώνη προτιμώ νά αναφέρω αυτόν γιά τά δάχτυλα τού χεριού» Αμίμητος α­ληθινά υπήρξε ό Κολοκοτρώνης στήν παραβολική διατύπωση τών αίτιων πού προκάλεσαν τήν πτώση της Κωνσταντινούπολης τό 1453 καί τόν ξεσηκωμό τού ”Εθνους στά 1821. Τή σχετική διήγηση εχει πε­ρισώσει ό Γιάννης Βλαχογιάννης στό βιβλίο του «Τά άνέκδοτα του Καραϊσκάκη καί του Κολοκοτρώ­νη», πού δημοσιεύτηκε τό 1922. Εΐναι νά θαυμάζη κανείς τήν κα­θαρή σκέψη του Κολοκοτρώνη πού ήταν ίκανή νά δώση, μέ αντικει­μενικότητα καί παραστατική δραση, τό τελικό πόρισμα από τή σύγκριση δύο διαφορετικών άλλά μεγάλων ιστορικών γεγονότων, Τήν ιστορία εκείνη του Κολοκοτρώνη, δημοσιευμένη σέ καθαρεύουσα πού δέν τήν μιλούσε ό Γέρος τού Μο­ριά, μεταφέρω σέ δημοτική, πού ασφαλώς βρίσκεται πολύ κοντά | στά δικά του λόγια.                                                 |

«Τά δύο χέρια τού ανθρώπου παρασταίνουν τό άριστερό τήν Α­σία καί τό δεξιό τήν Εύρώπη. Ό άντίχειρας τού δεξιού παριστάνει τό βασιλιά μας στήν Κωνσταντι­νούπολη. Ό δείχτης τοΰ δεξιού χεριού παριστάνει τούς μεγιστά­νες, και τό μεσαίο δάχτυλο παρι­στάνει τούς δεσποτάδες καί τό παπαδολόϊ. Τό τέταρτο δάχτυλο παριστάνει τους γραμματικούς καί τούς έμπορους, καί τό τελευταίο δάχτυλο, τό πιό μικρό καί τό πιό αδύνατο, παριστάνει τό λαό. Οί διάδοχοι τού Μωάμεθ κυρίευσαν τό άριστερό χέρι, πού είναι ή Ασία. Τότε ο αντίχειρας τού δεξιού χε­ριού, δηλαδή ό βασιλιάς μας στήν Κωνσταντινούπολη, ζήτησε βοήθεια άπό τά δύο κοντινά του δάχτυλα, άπό τούς μεγιστάνες και άπό τό παπαδολόι, Αύτοί δμως περιορί­στηκαν μονάχα σέ κούφια λόγια, λέγοντας «νίκας τοϊς βασιλεύσι κατά βαρβάρων δωρουμενος». Τότε τά άλλα δύο δάχτυλα δεν μπόρε­σαν νά βοηθήσουν τόν αντίχειρα, γιατί καί πιό μακρυά βρίσκονταν καί πιό αδύνατα ήσαν. ‘Έτσι οί διάδοχοι τού Μωάμεθ άπό τό Αρι­στερό χέρι έπήγαν στό δεξί καί κυρίευσαν τον αντίχειρα. Τά άλλα τέσσερα δάχτυλα, άντί νά υποστη­ρίξουν τόν άρχηγό τους, εΐχαν φα­γωμάρα καί φιλονικούσαν μεταξύ τους γιά τό τίποτα. “Αμα όμως αύτά τά τέσσερα δάχτυλο έχουν ομόνοια, γίνονται άφέντες στον αντίχειρα καί έχουν τή δύναμη νά βοηθούν καί αύτόν καί όλο κλήρο τό δεξί χέρι. Τούτο έγινε στά 1821. Τή χρονιά έκείνη λαός, έμ­ποροι, λόγιοι, παπάδες κοί πρού­χοντες, συμφώνησαν ολοι μαζί νά κάμουν τήν Επανάσταση. Γι’ αυτό καί νικήσαμε».

Τή θαυματουργή όμόνοια έγκωμιάζει στον μύθο ό Γέρος του Μο­ριά, άρχίζοντας μέ τήν καταδίκη της άλληλοφαγωμάρας πού υπήρ­χε μέσα στην Πόλη τού 1448-1453, μέ τίς αντιθέσεις των κοινωνικών στρωμάτων. Ό Κολοκοτρώνης, ά­πό τή δική του σκοπιά της λαϊ­κής φιλοσοφίας, παίρνει συγκεκριμένη θέση άντίκρυ στη «δολερή δι­χόνοια», Είναι ή ίδια θέση μέ έκείνην πού με δικό του τρόπο εί­χε πάρει, μέσα στίς στροφές τού Εθνικού ‘Ύμνου, ό εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός,

Προβάλλει χρήσιμο καί απαραί­τητο νά γίνη μιά σύντομη άνακε­φαλαίωση των δασικών χαρακτηρι­στικών των πιό πάνω μύθων τον Κολοκοτρώνη. Τήν ευθύτητα τού χαρακτήρα υψώνει σύμβολο στόν πρώτο μύθο του ό Κολοκοτρώνης. «”Αν ήσουν Ετσι ίσιος, μαύρε κουμπάρε, ούτε θά έπέθαινες, ούτε όνείρατα θά έβλεπες». Είναι ο λόγος αυτός πολύ βαθύς σέ νόημα. Καί όμως βρίσκεται μόνο στή νε­οελληνική παραλλαγή του αισωπικου μύθου, ενώ, διατυπωμένος μέ μιά τέτοια επιγραμματική σαφή­νεια καί έξαρση, δεν συναντιέται στό αντίστοιχο αρχαίο κείμενο του Αισώπου. ‘Ο τρίτος μύθος, αυτός μέ τά δάχτυλα τού χεριού, μέ τήν αδιαφορία τους στά 1453 ή μέ τήν αλληλοβοηθεία τους στά 1821, α­ποτελεί ένα κείμενο περίφημο σέ δύναμη παραστατική. Μέ τρόπο απλό άλλά ειλικρινή, ό μύθος δί­νει έκφραση ατό δράμα του Μαρ­μαρωμένου Βασιλιά, αφημένου ολομόναχου νά φορτωθή στους ώ­μους του τό βάρος όλης της ά­μυνας γιά τή Βασιλίδα τών πόλε­ων. Παρά τόν βασικά απαισιόδο­ξο χαρακτήρα του μύθου, δέν απο­λείπει ή πίστη γιά τή δυνατότητα του θαύματος, πού μπορούν νά τό προκαλέσουν τά πέντε δάχτυλα, άν ειλικρινά Αποφασίσουν νά σύνεργαστούν μεταξύ τους.

Ό δεύτερος, έξ άλλου, μύθος είναι θαυμάσιος σέ πρωτοτυπία φανερώνει τό χαρακτήρα τών λαών της “Ασίας καί της Ελλάδας. Εί­ναι ό μύθος αυτός, Ενα έγκώμιο γιά τόν σκληροτράχηλο Ελληνα. Άλλά εΐναι ξεχωριστά συγκινητι­κό, οτι ή λαϊκή ψυχή του Θεόδω­ρου Κολοκοτρώνη, εντελώς άπληροφόρητη άπό τό περιεχόμενο τής άρχαίας ελληνικής τραγωδίας, εύθυγραμμίζεται πέρα γιά πέρα μέ τή μεγαλοφυία ενός ύψιπέτη Αι­σχύλου. Καί οι δύο τους βάνουν σκοπό νά παινέψουν τή σύγχρονή τους ‘Ελλάδα. ‘Αλλά καί οί δύο τους θεμελιώνουν τή διήγηση τους πάνω σέ όνειρο„ πού τό είδε ο βα­σιλιάς ή η βασίλισσα του εχθρού πού ήρθε από τήν Ανατολή. Ο Αισχύλος βλέπει να έρχωνται άπό την Ανατολή οί Πέρσες, αλλά βλέπει ότι πλάϊ στην πειθήνια Α­σία ύπαρχει μιά ‘Ελλάδα πού σπά­ζει τό ζυγό του δίφρου. Ό άλλος, ό Κολοκοτρώνης, βλέπει νά έρχεται ό νέος τύραννος, ο Τούρκος α­φέντης. ‘Αλλά πλάϊ στην ησυχία τής υποταγμένης ‘Ανατολής, βλέ­πει μιά Ρούμελη, γεμάτη άπό πο­λέμους καί χλιμίντρίσματα αλό­γων, καί έναν Μοριά, αμετανόητο στίς αλλεπάλληλες έπαναστάσεις του, γεμάτον άπό «τρεις χιλιάδες διαβόλους μέ δαυλούς αναμμένους στό χέρι», πού έτρεχαν καί έκα­ναν «ταραχή άνυπόφερτη».

‘Από τό όνειρο τής βασίλισσας τών Περσών πού τό επλασε ο Αι­σχύλος, βγήκε ό θρίαμβος της ναυ­μαχίας της Σαλαμίνας. ‘Από τό όυειρο του Σουλτάνου, πού τό πλασε ή τό διασκεύασε ό καταπλη­κτικός Κολοκοτρώνης, άστραψε φως καί, σαν άλλη ‘Αθηνά, γεννή­θηκε πάνοπλη καί έλεύθερη.

Πηγή: To Bήμα, 25 Μαρτίου 1966

Related posts:

Comments