Α’ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας (325 μ.Χ.)

Ο Μέγας Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη, Μονή Αγίας Αικατερίνης, Σινά, 12ος- 13ος αιώνας

Κωνσταντίνος και Χριστιανισμός

Με τον Κωνσταντίνο (306-337 μ.Χ.) ίσως γίνεται η μεγάλη τομή ανά­μεσα στον αρχαίο και το νεότερο κόσμο. Πρώτον, διότι αυτός κατά κύριο λόγο βάσισε την κοσμοκρατορία τον στη χριστιανική ιδεολο­γία και δεύτερον διότι μετακίνησε την έδρα της αυτοκρατορίας από τον λατι­νικό στον ελληνικό χι όρο κι έτσι – ίσως άθελα τον – έγινε δημιουργός της με­γάλης Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Χριστιανικής Ανατολής ή όπως το λέει ο Heisenberg, του «εκχριστιανισθέντος ρωμαϊκού κράτους του Ελληνικού Έθνους».

Πολλοί ιστορικοί δυσπιστούν για τη γνησιότητα των θρησκευτικοί συναι­σθημάτων του Κωνσταντίνου. Ο πολύς Αμερικανός ιστορικός τού πολιτισμού Will Durant (5.753) υποστηρίζει ότι η στροφή του Κωνσταντίνου προς τον Χρι­στιανισμό ήταν «μία υπέροχος ενέργεια πολιτικής συνέσεως» και ότι για τον Κωνσταντίνο «ο Χριστιανισμός ήτο μέσον και όχι σκοπός». Προσωπικά πι­στεύω ότι ήταν και μέσο και σκοπός, με την έννοια ότι ο Χριστιανισμός για τον Κωνσταντίνο ήταν ένα είδος εθνικής ιδεολογίας κι ένα «εργαλείο» πολιτικής συνοχής. Ωστόσο, δεν μπορώ να παραβλέψω και τον ηθικό παράγοντα. Γι’ αυ­τό πιστεύω ότι οι λόγοι που ώθησαν τον Κωνσταντίνο προς τον Χριστιανισμό είναι οι ακόλουθοι:

1.  Λόγοι συναισθηματικοί, λέχθηκε ενωρίς την επίδραση της μητέρας τον Ελένης, που ήταν Χριστιανή, και κοντά της ένοιωσε την ηθική υπεροχή του Χριστιανισμού έναντι των άλλων θρησκειών.

2. Λόγοι στρατιωτικοί. Οι νίκες τον οφείλονταν στους Χριστιανούς στρατιώτες που αποτελούσαν την πλειονοψηφία του στρατού του.

3.  Λόγοι πολιτικοί. Θέλοντας να επιβάλει τη μονοκρατορία, υποστήριξε το Χριστιανισμό, για ν’ αποτελέσει αυτός το συνεκτικό δεσμό, που θα ένωνε, υπό το σκήπτρο του, όλους τους λαούς της αυτοκρατορίας. Εφόσον έλειπε η φυλε­τική, γλωσσική και η πολιτιστική ενότητα, ο Χριστιανισμός θα έδινε τη θρη­σκευτική ενότητα. Και ο Αυτοκράτορας ως «ελέω Θεού Αιτοκράτωρ», θα ήταν ο εγγυητής της ενότητας.

4. Λόγοι γεωγραφικοί: Εφόσον η πρωτευουσα εγκαθίσταται στην Ανατολή, που είχε ήδη εκχριστιανισθεί σε μεγάλο ποσοστό, μοιραία στήριγμα του Κων­σταντίνου γίνεται ο Χριστιανισμός και ο Κωνσταντίνος στήριγμα του Χριστιανισμού.

Την πρώτη σαφή ένδειξη στηρίξεως έδωσε ο Κωνσταντίνος το 313 μ.Χ., όταν συναντήθηκε στο Μιλάνο (τότε Mediolanum) με τον συναυτοκράτορα Λικίνιο και εξέδωκαν μαζί το περίφημο «Έδικτον των Μεδιολάνων», με το οποίο επι­βάλλεται η θρησκευτική ανοχή που είχε εγκαινιασθεί επί Γαλερίου, αποδίδο­νται στους Χριστιανούς οι τόποι της λατρείας, τα κτήματα και οι περιουσίες που τους είχαν αφαιρεθεί, απαλλάσσεται ο Κλήρος από τα δημόσια βάρη και καθιερώνεται επίσημα η Κυριακή αργία. Η ανεξιθρησκία εννόησε τον Χρι­στιανισμό γιατί αυτός βρισκόταν σε άνοδο, ενώ οι άλλες θρησκείες βρίσκο­νταν σε παρακμή. Κατά τον καθ. Στεφανίδη, ο Χριστιανισμός με το Έδικτο των Μεδιολάνων ανυψώθηκε ουσιαστικά σε επίσημη θρησκεία του κράτους.

Σύνοδος της Νικαίας (325)

 

ΟΤΑΝ άρχισε η ανάπτυξη του Χριστιανισμού και η εξάπλωση του σε διάφορες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου, εμφανίστηκαν και οι πρώτες διασπαστικές τάσεις, που στην εκκλησιαστική γλώσσα λέγο­νται αιρέσεις ( από το ρήμα αίρουμαι: εκλέγω, προτιμώ). Οι αιρέσεις δεν απει­λούσαν μόνο την ενότητα τον Χριστιανισμού, απειλούσαν και την ενότητα της Αυτοκρατορίας, αφ’ ότου ο Χριστιανισμός είχε γίνει de facto αλλά και de ju­re (με το διάταγμα των Μεδιολάνων) η πρωτεύουσα θρησκεία του κράτους.

Είναι εντυπωσιακό ότι η χριστιανική εκκλησία αντιμετώπισε την πιο μα­χητική αίρεση της ιστορίας της στα πρώτα σχεδόν βήματά της. Η αίρεση αυ­τή ήταν ο Αρειανισμός και δημιουργός της ένας ιερέας της εκκλησίας της Αλεξανδρείας που λεγόταν Άρειος. Ο Άρειος καταγόταν πιθανώς από τη Λιβύη. Είχε αξιόλογη θεολογική και φιλοσοφική κατάρτιση. Πιθανώς ήταν επηρεασμένος από το νεοπλατωνισμό και προγενέστερες θεολογικές τάσεις. Εμφανής είναι ακόμη η επίδραση του Αριστοτελισμού στη σκέψη του. “Ήταν άνθρωπος ψηλός, λεπτός, αυστηρός και ζούσε βίο εγκρατή και λιτό. Διέθετε το χάρισμα της πειθούς, γιατί ήταν άριστος ομιλητής και χειριστής της διαλεκτικής.

Ο αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας Αλέξανδρος, που είχε βοηθηθεί από τον Άρειο να πάρει τον θρόνο, του έδειξε ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη και τον διό­ρισε ερμηνευτή της Γραφής στη Σχολή της Αλεξανδρείας και του ανέθεσε κα­θήκοντα πρεσβυτέρου στην ενορία της Βαυκάλεως. Γύρω στο 318 ο Άρειος άρ­χισε το αιρετικό κήρυγμα του. Έλεγε ότι ο Χριστός δεν ήταν Θεός αλλά το πρώτο κτίσμα του Θεού. Αν ο Υιός είχε γεννηθεί έκτος Πατρός δεν ήταν δυ­νατό να είναι συνάναρχος. ούτε σύγχρονος με τον Πατέρα, αλλά υστερόχρονος. Κι ακόμη, αν ο Χριστός πλάσθηκε από τον Πατέρα, πρέπει να πλάστηκε από το μηδέν και όχι εκ της αυτής ουσίας. Άρα, δεν ήταν ομοούσιος. Τέλος, το Άγιο Πνεύμα γεννήθηκε από τον Λόγο. άρα ήταν λιγότερο Θεός από τον Λό­γο. Οι Θεολόγοι ανιχνεύουν στο κήρυγμα του Αρείου πολλές επιρροές (Στω­ικισμός, Πλατωνισμός, Ωριγενισμός κ.λπ.). ωστόσο κάτω από το θεολογικό κήρυγμα υπολανθάνουν και πολιτικοί λόγοι. Οι διάφορες μεγάλες πόλεις (Αντιόχεια, Έφεσος, Αλεξάνδρεια κ.λπ.). μια και δεν μπορούν ν’ αντιδράσουν στην κεντρική εξουσία πολιτικά, αντιδρούν θρησκευτικά.

Μέγας αντίπαλος του Αρείου στην Αλεξάνδρεια, που έγινε ουσιαστικά αρ­χηγός των Ορθοδόξων, ήταν ο διάκονος του πατριάρχη Αλεξανδρείας, Αθα­νάσιος, που αργότερα έγινε κι αυτός πατριάρχης. Ο Αθανάσιος ήταν πολύ μορ­φωμένος και δεινός ρήτορας. Αν και γνώριζε άριστα την ελληνική, είχε έντο­νη αποστροφή προς την ελληνική σκέψη και πολιτιστική παράδοση. Χαρα­κτηρίζει τους Έλληνες με βαρείς επιθετικούς προσδιορισμούς.

Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας συνεκάλεσε σύνοδο στην Αλεξάνδρεια, για να εξομαλύνει την κατάσταση. Η σύνοδος καταδίκασε τον Άρειο και τους οπα­δούς του. Ωστόσο, η απήχηση του κηρύγματος του Αρείου ήταν έντονη και στην Αίγυπτο και στην Ανατολή. Για να εκλαϊκεύσει τις πολιτικοθεολογικές από­ψεις του, κυρίως για να προσελκύσει το εμποροναυτικό στοιχείο της Αλεξάν­δρειας. δημοσίευσε το βιβλίο «θαλεία» που αργότερα καταστράφηκε. Μια ιδέα για το έργο μας δίνουν τα κείμενα των αντιπάλιον του. κυρίως ταυ Αθα­νασίου. Ουσιαστικά με το να αρνείται ο Αρειος το ομοούσιο, έθετε ατό αμ­φισβήτηση τη θεότητα του Χρίστου. Αυτό. αν γινόταν δεκτό, θ’ ανατίναζε το χριστιανικό οικοδόμημα. Παράλληλα, μια τέτοια διδασκαλία διασπούσε – ήδη εκλόνιζε αισθητά – τη συνοχή της Αυτοκρατορίας.

Για το λόγο αυτό ο Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α Οικουμενική Σύνοδο, αρχικά στην Άγκυρα της Γαλατίας και ακολούθως στη Νίκαια της Βιθυνίας. Στη Σύνοδο αυτή πήραν μέρος 315 επιφανείς κληρικοί, παρακάθησε μάλιστα και ο Κωνσταντίνος «ως συνθεράπων των θεραπόντων του Θεού επισκόπων». Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος δεν είχε βαπτισθεί χριστιανός. Από τη Σύνοδο απου­σίασε ο πάπας Σιλβεστρος Α’. Προφασίσθηκε ασθένεια και αντιπροσωπεύθηκε από μερικούς ιερείς. Το ίδιο έπραξαν και κορυφαίοι εκκλησιαστικοί πα­ράγοντες τη; Δύσης. Μπορούμε συνεπώς εδώ ν’ ανιχνεύσουμε την πρώτη αντί­θεση – όχι ρήξη – μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας.

Η Νίκαια μέχρι τότε είχε περιστασιακά χρησιμοποιηθεί σαν αυτοκρατορι­κό θέρετρο. Στη μεγάλη αίθουσα του ανακτόρου συνήλθε η Α’ Οικουμενική Σύνοδος. Ο Κωνσταντίνος προήδρευσε στη Σύνοδο και άνοιξε τις εργασίες της με μια προσλαλιά για ενότητα και ειρήνευση. Ο Ευσέβιος λέγει πως πα­ρακολουθούσε τις συζητήσεις με προσοχή και συχνά παρενέβαινε για να κα­τευνάσει τα πνεύματα. Η παράδοση λέγει ότι ο Άρειος που είχε έλθει στη Νί­καια. παρουσιάστηκε στη Σύνοδο και ανέπτυξε τις απόψεις του. Αυτό όμως δεν είναι, αληθές. Ο Άρειος δεν προσκλήθηκε ν’ απολογηθεί. Στη Σύνοδο υπήρ­χαν οπαδοί του που για να συμμετάσχουν σ’ αυτήν αναγκάσθηκαν να τον απο­κηρύξουν, εκτός από δύο επισκόπους.

Η Σύνοδος ήταν ένας θρίαμβος του Αθανασίου, που υποστήριξε πως αν ο Χριστός και το Άγιο πνεύμα δεν ήσαν από την ίδια ουσία με τον Πατέρα, αυ­τό θα σήμαινε θρίαμβο της πολυθεΐας. Αναγνώρισε ότι είναι δύσκολη η σύλ­ληψη. κατανόηση και περιγραφή ως Ενός Θεού τριών προσώπων, είπε όμως ότι η λογική υποχωρεί προ του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος. Ολοι οι επί­σκοποι, πλην 17, συμφώνησαν μαζί του και υπέγραψαν από κοινού ένα πρα­κτικό. Οι οπαδοί του Αρείου δέχθηκαν και αυτοί να υπογράψουν» αρκεί να έμπαινε ένα «ιώτα» στο «Ομοούσιος» και να γινόταν «ομοιούσιος». Η πρότασή τους απορρίφθηκε. Ο Αρειος και οι οπαδοί του αναθεματίστηκαν από τη Σύνοδο. Ο Άρειος μάλιστα εξορίστηκε στην Ιλλυρία, ενώ αυτοκρατορικό διά­ταγμα επέβαλε την καύση των συγγραμμάτων του.

Η Σύνοδος σιινέταξε τα επτά πρώτα άρθρα του Συμβόλου της Πίστεως. Κα­θόρισε ακόμη ότι όλες οι εκκλησίες πρέπει να εορτάζουν την ίδια μέρα το Πά­σχα (την ημέρα θα καθόριζε ο επίσκοπος Αλεξανδρείας) και συζήτησε το θέ­μα της αγαμίας των κληρικών. Ο επίσκοπος Άνω Θηβών Παφνούτιος έπεισε τη Σύνοδο ν’ αφήσουν αμετάβλητο το έθιμο που είχε επικρατήσει μέχρι τότε και εξακολουθεί σε πολλές εκκλησίες να επικρατεί μέχρι σήμερα: να απαγο­ρεύεται ο γάμος μετά τη χειροτονία ιερέα. Ο ιερέας όμως μπορούσε να συ­γκατοικεί με γυναίκα, αν την είχε νυμφευθεί πριν από τη χειροτονία.

Η Σύνοδος έκλεισε με έκκληση του Κωνσταντίνου για ομόνοια. Η ειρήνευ­ση κράτησε λίγο διάστημα. Ο Αρειος είχε πολλούς οπαδούς. Το 328 ο Αθανά­σιος έγινε επίσκοπος Αλεξανδρείας και άρχισε διωγμό κατά των οπαδών του Αρείου. Αυτοί όμως ήσαν πολλοί και ισχυροί. Τοπική σύνοδος που έγινε στην Τύρο το 335 καθαίρεσε τον Αθανάσιο. Αλλά οι οπαδοί του Αθανασίου είχαν τον έλεγχο του εμπορίου σιτηρών. Η Αλεξάνδρεια τότε τροφοδοτούσε με σι­τάρι την αρτισύστατη Κ. Πόλη. Ο Αθανάσιος απείλησε με οικονομικό απο­κλεισμό. Ο Κωνσταντίνος προσπαθούσε να πετύχει κάποιον συμβιβασμό. Φαί­νεται ότι και ο Αρειος από τις πολλές διώξεις είχε καμφθεί. Το 336 ήλθε στην Πόλη, για να δηλώσει μπρος στον Αυτοκράτορα ότι είναι ορθόδοξος. Δεν πρόφθασε όμως να παρουσιασθεί στην επίσημη συνεδρίαση, γιατί την προηγού­μενη ημέρα βρέθηκε πεθαμένος σ’ ένα δημόσιο αποχωρητήριο.

Ο Κωνσταντίνος μετά τη Σύνοδο της Νικαίας έγραψε μια επιστολή προς την Εκκλησία της Αλεξανδρείας, στην οποία διατυπώνει το «σκεπτικό» του τόσο για τη σύγκληση όσο και για τ’ αποτελέσματα της Συνόδου: «Τας διχονοίας. τα σχίσματα, τους θορύβους εκείνους και τα των διαφωνιών, ιν’ ούτως είπω. θανάσιμα φάρμακα κατά την του Θεού κέλευσιν ή της αληθείας ενίκησε λαμπρότης» (Κ. Αμάντου: Εισαγωγή εις την Βυζαντινή ν Ιστορία», σ. 149).

Ωστόσο, οι διαμάχες με τοις οπαδούς του Αρείου κράτησαν άλλα 40 χρό­νια. Αυτό δεν αναιρεί τη σημασία της Συνόδου, που συνέδεσε όλες τις χρι­στιανικές εκκλησίες σ’ ένα δόγμα και ουσιαστικά επέβαλε διά της παρουσίας του Αυτοκράτορα στη Σύνοδο την κατίσχυση του Χριστιανισμού επί της ειδωλολατρίας και, τέλος, εγκαινίασε τη σύνδεση της χριστιανικής εκκλησίας με την κοσμική εξουσία.

Πηγή: Οικονομικός Ταχυδρόμος

Comments