Εμμανουήλ Ροϊδης

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου στις 28 Ιουλίου 1836. Στη Σύρο έζησε μέχρι ηλικίας πέ­ντε ετών. Οι γονείς του. Δημήτριος Ροΐδης και Κορνηλία Ροδοκανάκη, κατάγονταν από παλαιές αρχοντικές οικογένειες της Χίου. Το 1841 η οι­κογένεια Ροΐδη εγκαταστάθηκε στη Γένοβα (Γέ­νουα). όπου ο πατέρας ανέλαβε τη διεύθυνση με­γάλου εμπορικού οίκου και αργότερα διορίστη­κε επίτιμος γενικός πρόξενος της Ελλάδος. Στη Γένοβα, όπου έμεινε επί 8ετία. ο Εμμανουήλ έμα­θε ιταλικά και γαλλικά. Το 1849 οι γονείς του τον έστειλαν στη Σύρο. όπου συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του εσωτερικός στο Λύκειο Χρήστου Ευαγγελίδη. Ο Ευαγγελίδης διέγνωσε το συγ­γραφικό ταλέντο του μαθητή του και τον παρό­τρυνε να εκδίδει, μαζί με το συμμαθητή Δημ. Βικέλα, το περιοδικό «Μέλισσα». Στο Λύκειο Ευαγγελίδη ο Ροΐδης διδάχθηκε, εκτός από Ελλη­νικά. και εμπορική αλληλογραφία. Αυτό έχει ιδι­αίτερη σημασία για τη συγγραφική εξέλιξή του: ο λόγος του έχει μια θαυμαστή οικονομία, λεκτι­κή λιτότητα και επιγραμματικότητα. Ο Ροΐδης αποστρέφεται τη φλυαρία, τη συναισθηματικό­τητα. την επιτηδευμένη ωραιολογία. Κι όπου φαί­νεται ότι χάνεται σε λεπτομέρειες, το κάνει εσκεμ­μένα. για να παραπλανήσει τον αναγνώστη και να τον κεραυνοβολήσει με κάποιο λεκτικό εύρη­μα. Είναι ο αριστοτέχνης της λεξιτεχνίας και της ευφυολογίας.

Το 1855 πήγε στο Βερολίνο, όπου επί ένα έτος παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και Φιλοσοφίας. Ακολούθως εγκαταστάθηκε «ττο Ιάσιο της Ρου­μανία: και εργάστηκε στο εμπορικό κατάστημα του Βείου του Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε άρχιζε να μεταφράζει το «Οδοιπορικόν» τον Σατωβριάνδου. Ο θείος του (οι τότε έμποροι υπηρετούσαν τον Λόγιον και τον Κερδώον Ερμήν) τον έπεισε να έρθει το 1860 στην Αθήνα και να εκδώσει το έργο του. Ακολούθως συνόδευσε τους γονείς του στην Αίγυ­πτο. Μετά το θάνατο του πατέρα του, μαζί με τη μη­τέρα του, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ασχολή­θηκε με τη δημοσιογραφία. Αυτό δεν έχει προσεχθεί αρκούντως από τους κριτικούς και βιογράφους του: Ο Ροΐδης ήταν πρωτίστως δημοσιογράφο:. Αυτός διαμόρφωσε το δημοσιογραφικό ύφος που διέκρι­νε τους κορυφαίους της ελληνική; δημοσιογραφία:. Και διακρίνει ακόμη, εφόσον η δημοσιογραφία υπη­ρετεί το πνεύμα.

Το 1866 δημοσίευσε το ιστορικό μυθιστόρημα «Πάπισσα Ιωάννα», που προκάλεσε τόσο θόρυβο και σκανδαλισμό. ώστε το βιβλίο να «βραβευθεί» με αφορισμό της I. Συνόδου, πράγμα που συνετέλεσε περισσότερο στην προβολή του. Το έργο αυτό. καρ­πός πολύμοχθων ερευνών του Ροΐδη στα μεσαιωνι­κά αρχεία της Ευρώπης, έχει. εκτός από τον πρό­λογο και την εισαγωγή, πλήθος σημειώσεων, που μαζί με την ιστορική πληροφορία προσφέρουν στον αναγνώστη την ευτραπελία. Το έργο αυτό εγκαι­νιάζει μια μορφή μυθιστορίας, που δήθεν ανάγεται στο παρελθόν αλλά αναφέρεται στο παρόν. Στη γραμμή του Ροΐδη κινείται σήμερα ο διάσημος Ουμπέρτο Έκο, με τα δήθεν ιστορικά μυθιστορήματά του.

Λόγω των σφοδρών επικρίσεων που δέχθηκε ■ Η Πάπισσα Ιωάννα», ο Ροΐδης απάντησε με τις τέσ­σερις επιστολές του «Αγρινιώτου Διονυσίου Σουρλή». που δημοσιεύθηκαν στην εφ ημερίδα «Αυγή». Ο Τάσος Βουρνάς, που εμιμείτο επιτυχώς το ροϊδι­κό ύφος. έγραψε γι’ αυτές: «Εκεί που άστραψε και βρόντησε το πνεύμα του Ροΐδη είναι οι τέσσαρες επι­στολές του προς το συντάκτη τη; “Αυγής με το όνομα του δήθεν Αγρινιώτη Διονυσίου Σουρλή. Αξίζει στ’ αλήθεια να ευγνωμονεί κανείς σήμερα την κοι­νωνική συντήρηση της εποχής του, που του ‘δωσε την ευκαιρία να συμπληρώσει την “Πάπισσα” με τις τέσσαρες επιστολές προσφέροντας πολύτιμο υλικό στην παράδοση της λιβελλογραφίας μας» (Βλ. Τάσου Βουρνά: «Η ιστορική και φιλολογική κατα­γωγή τη: Πάπισσας Ιωάννας του Ροΐδη». Αθήνα 1949. σελ. 46).

Σκοπός του Ροΐδη δεν ήταν να διακωμωδήσει τη θρησκεία. Ήξερε βέβαια ότι θα προκαλέσει αντί­δραση και γι’

Ο Ροΐδης ήταν ένας Ευρωπαίος Έλλην. Αλλά ήταν πάντα καυστικός και σαρκαστικός έναντι των ξένων. Δεν έχει κόμπλεξ έναντι αυτών. Συχνά είναι τόσο οξύχολος έναντι των Άγγλων και των Ιταλών, που θα μπορούσε να χα­ρακτηρισθεί σήμερα σαν… σωβινιστής!

αυτό είχε τοποθετήσει προειδοποιη­τικά σαν προμετωπίδα της «Πάπισσας» την περίφημη φράση του Πασκάλ: «II y a bien de la difference entre rire de la religion, el rire de ceux qui la profanent par leurs opinions extravagantes» (=Υπάρχει μεγά­λη διαφορά ανάμεσα στο να γελοιοποιεί κανείς τη θρησκεία και στο να περιπαίζει εκείνους που τη βε­βηλώνουν με τις παράδοξες γνώμες τους). Οι επι­κρίσεις του Σίμου Μενάρδου («Εμ. Ροΐδης». Αθή­να 1918) πως ο Ροΐδης τάχα παρώδησε τη Βίβλο, τους Ψαλμούς, το Ασμα Ασμάτων, τις Πράξεις, την Αποκάλυψη και ότι «διέσυρεν εν τοΰ δέοντι τά θαύματα των Αγίων», είναι παρατηρήσεις ενός σχολα­στικού Φιλολόγου. που δεν μπόρεσε να καταλάβει το σατιρικό πνεύμα του Ροΐδη. Κι ακόμη τα βέλη της σάτιρας του Ροΐδη είχαν σαν στόχο τη Δυτική Εκκλησία. Η δική μας Εκκλησία έσπευσε να τον αφορίσει, φοβούμενη μήπως γραφούν παρόμοια βι­βλία που θα έθιγαν και την ίδια. Ο αφορισμός ήταν ένδειξη φόβου και ο φόβος ένδειξη αδυναμίας. Αργότερα αναγκάσθηκε να άρει τον αφορισμό. Κι εξάλλου δεν είναι ο «ασεβής» Ροΐδης αυτός που δια­τύπωσε τις σκληρότερες επικρίσεις κατά της Εκκλη­σίας μας. αλλά οι καθ’ όλα ευσεβείς Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Φώτης Κόντογλου.

Το 1873 ο Ροΐδης έχασε ολόκληρη την περιουσία του στις μετοχές της Λαυρεωτικής και της Πιστωτικής. Αυτό του έδωσε το ερέθισμα να γράψει καυ­στικότατα άρθρα για την άσκηση της οικονομίας στη χώρα μας. άρθρα που και σήμερα είναι επίκαι­ρα, μια και σήμερα η άσκηση οικονομίας εν Ελλάδι είναι άσκηση σαλτιμπάγκου. Το 1875-1876 μαζί με τον θέμο Λννινο έβγαλε το εβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό «Ασμοδαίος», οτο οποίο έγραφε με το ψευδώνυμο «θεοτούμπης», αλλά και με άλλα ψευ­δώνυμα (γυναικεία, καλογερικά), καθώς και τις περίφημες «Σκνίπες», με τις οποίες καυτηρίαζε τα πο­λιτικά ήθη μας. τον κομματικό φατριασμό, την πο­λιτική συναλλαγή, γενικά το κομματαρχικό πολί­τευμα, που ισχύει μέχρι των ημερών μας.

Το 1877 με αφορμή την εισήγηση του Ροΐδη στο δραματικό διαγωνισμό του Φιλολογικού Συνδέσμου Παρνασσός» άρχισε ένας οξύτατος διάλογος με­ταξύ Ροΐδη και Αγγέλου Βλάχου, που υπήρξε η γο­νιμότερη πνευματική καρποφορία του περασμένου αιώνα και ανέβασε το πνευματικό επίπεδο του ελ­ληνικού αναγνωστικού κοινού σε ευρωπαϊκό επί­πεδο. Κλασικές έκτοτε μένουν οι μελέτες του Ροΐδη.

Περί της συγχρόνου ελληνικής κριτικής» και «Πε­ρί της συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως». Ο Ροΐδης πιστεύοντας ότι ο ποιητής δεν γεννιέται, γίνεται, ει­σήγαγε στη φιλολογική γλώσσα μας τον όρο «πε­ριρρέουσα πνευματική ατμόσφαιρα» του Ιππόλυ­του Ταιν για να αποδείξει ότι η έλλειψη αξιόλογων ποιητών οφείλεται στην έλλειψη τέτοιας ατμόσφαιρας στη χώρα μας. Ο Ροΐδης, παρά το γεγονός ότι έγραψε στην καλύτερη και την καλύτερη καθαρεύ­ουσα. θεωρούσε τη «γλώσσα» αυτή αιτία της πνευ­ματικής μας αναιμίας. Ήδη από το I860 στον πρό­λογο του «Οδοιπόρου» είχε γράψει πως «ένεκα της καθαρευούσης η Ελλάς δεν έχει συγγραφέα. ούτε μεγάλον, ούτε μικρόν, ούτε απλώς υποφερτόν κα­νέναν». Ο Ροΐδης έφθανε συχνά στην υπερβολή για να εντονοποιήσει ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση.

Το 1880 ο Ροΐδης διορίσθηκε έφορος (διευθυντής) της Εθνικής Βιβλιοθήκης, που τότε στεγαζόταν σε μια πτέρυγα του πανεπιστημίου. Στη θέση αυτή πα­ρέμεινε – εκτός διαλειμμάτων – μέχρι του θανάτου του. Στο διάστημα αυτό προσεβλήθη από βαρηκοΐα, την οποία αξιοποιούσε επιτήδειος, για να μη δέχε­ται πιέσεις κομματαρχών για διορισμό «ημετέρων» στη Βιβλιοθήκη: «Η κυβέρνησις διόρισε Διευθυ­ντήν κωφόν, ίνα έχη το δικαίωμα να μη ακούη κα­νέναν»! Το έργο του Ροΐδη στη Βιβλιοθήκη υπήρξε σημαντικό. Συγκέντρωσε σε ειδικό τμήμα πάνω από 1.5(H) μεσαιωνικά χειρόγραφα, ταξινόμησε τα βιβλία και τύπωσε κατάλογο των υπαρχόντων βι­βλίων σε επτά τόμους! Αξίζει να αναφερθεί και τού­το το περιστατικό: για να φιλοτιμήσει τους υπαλ­λήλους να εργασθούν, ο Ροΐδης συνέταξε ψευδή επι­στολή. με την οποία πληροφορούσε ο ίδιος τον ίδιο ότι επρόκειτο να επισκεφθεί την βιβλιοθήκη ένας ξένος αριστοκράτης (πλάσμα της φαντασίας του Ροΐδη) με ένα σιδηροδρομικό όνομα. Ο Ροΐδης γνω­στοποίησε το κείμενο στους υπαλλήλους και κάνο­ντας έκκληση στον πατριωτισμό τους. τους ζήτησε να βάλουν εντός μικρού διαστήματος σε τάξη τη βι­βλιοθήκη. Πράγμα που έγινε. Κάποια όμως «ασθέ­νεια» δεν επέτρεψε την επίσκεψη του ξένου. Το έρ­γο των υπαλλήλων έμεινε.

Το 1885 αρχίζει η κυρίως φιλολογική δράση του Ροΐδη με τα «Πάρεργα» και κορυφώνεται το 1893 με τα «Είδωλα». Ο Ροΐδης υποστήριξε τις απόψεις του Ψυχάρη, ισχυρότερα και σοβαρότερα – κυρίως με περισσότερο χιούμορ – από τον ίδιο τον Ψυχά­ρη. Προς τον Ψυχάρη δεν τον έφεραν οι γλωσσικές θεωρίες του αρχηγού του δημοτικισμού, όσο η αντί­θεση του προς τους Αττικιστές. Ο Ροΐδης ήταν αντί­θετος και προς τις ακρότητες του Ψυχάρη και προς τις ακρότητες των Αττικιστών. Δεν συμμεριζόταν την άποψη ότι η νέα ελληνική είναι χυδαία και παρεφθαρμένη. Απεναντίας τη θεωρούσε ισοδύναμη της αρχαίας και το – σοβαρότερο – πίστευε στη δια­χρονικότητα της Ελληνικής, δηλαδή στην ενότητα της γλώσσας. Λάθος του Ροΐδη είναι ότι παραγνώρισε την προσφορά της καθαρεύουσας, στην οποία ο ίδιος είχε γενναία συνεισφορά. Πιστεύω όμως ότι η άποψη του αποτελούσε την καλύτερη δυνατή λύ­ση για το γλωσσικό μας ζήτημα: δημοτική εμπλουτιζόμενη και καθαρεύουσα απλοποιούμενη, Προς την κατεύθυνση αυτή εκινείτο αφ’ εαυτής η γλώσ­σα μας. όταν ξαφνικά οι νομοθετικές ρυθμίσεις του 1976 και 1981 έφεραν τις σημερινές γλωσσικές απορρυθμίσεις. Και τελικά την επιβολή της ξύλινης γλώσσας στην εκπαίδευση και όχι μόνο σ’ αυτή.

Ο Ροΐδης υπήρξε επίσης οξυδερκής κριτικός, πο­λιτικός αναλυτής, κοινωνικός μελετητής αλλά και διηγηματογράφος. Το καλύτερο απ’ όλα τα διηγή­ματα του είναι η «Ψυχολογία Συριανού συζύγου», που αρχίζει με την περίφημη φράση: «Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Έπέρασαν οκτώ μήνες άφ’ ότου ύπανδρεύθην και είμαι ακόμη έρωτευμενος με την γυ­ναίκα μου»! Κι εδώ βρίσκεται ένα από τα μυστικά της συγγραφικής τεχνικής του Ροΐδη. Αρχίζει πά­ντα με μια φαινομενικά παράδοξη, προκλητική ή σκανδαλιστική φράση για να ερεθίσει το ενδιαφέ­ρον ή την οργή του αναγνώστη. Π.Χ. στο δοκίμιο του «Αι γράφουσαι Ελληνίδες» αρχίζει κάνοντας την εξής διαπίστωση περί γυναικών: «Ή μικρά διάνοια των γυναικών είναι πολύ προσφορωτέρα της ανδρικής προς στάθμισιν μικρών πραγμάτων». Παρ’ ότι ένθερμος φίλος του γυναικείου φύλου, ο Ροΐδης θεωρήθηκε αντιφεμινιστής. Παραθέτω μερικές πα­ροιμιώδεις «αντιφεμινιστικές» φράσεις του Ροΐδη, που επέσυραν την μήνιν της περίφημης φεμινίστριας Καλλιρρόης Παρέν:

–    «Τας γράφουσας γυναίκας άγαπώμεν υπό τον όρον να μη μετενδυωνται γράφουσαι εις άνδρας, άρκοϋμεναι εις μόνα τα του φύλου των τα χαρίσμα­τα, τήν λεπτότητα, την χάριν, την φιλοκαλλίαν. την ευαισθησίαν ή και την πονηρίαν».

–    «’Από τας γράφουσας ουδέν άλλο ζητοΰμεν πα­ρα ν* άποδεικνυωνται εξ ίσου έξυπναι, χαρίεσσαι, ευαίσθητοι ή και πονηραί, φιλοσκώμμονες. κακό­γλωσσοι και διασκεδαστικοί όταν γράφωσιν, όσον είναι και όταν όμιλώσι».

–    «Κατά τούτο διαφέρει των άλλαχού γυναικών ή Έλληνις, ότι πολύ πεοισσότερον του έραστού αγαπά πάντοτε τον σύζυγον της».

–    «Έκαστον έθνος έχει ζώον τι, τό οποίον θεωρεί ως ακάθαρτον οί Τούρκοι βδελύσσονται τους κυνας. οί Ιταλοί λέγουσιν “ό χοίρος, μέ συμπάθειον”, έν Ελλάδι δε ήκουσα πολλάκις χωρικούς λέγοντας: “ή γυναίκα μου, μέ συμπάθειον”».

Ο Ροΐδης ήταν ένας Ευρωπαίος που ζούσε σε μια βαλκανική τότε επαρχία. Έβλεπε την Ελλάδα με την οπτική ενός καλλιεργημένου Ευρωπαίου. Γι’ αυτό ίσως δεν κατανοούσε κάποιες ιδιαιτερότητες ή αδυναμίες, που ήταν άλλωστε δικαιολογημένες, ύστερα από ζυγό βάρβαρης δουλείας τετρακοσίων χρόνων. Αλλ’ αν τότε, 30-50 χρόνια μετά την απε­λευθέρωση. υπήρχε κάποια δικαιολογία, σήμερα 104 χρόνια μετά το θάνατο του Ροΐδη καμία δικαι­ολογία δεν υπάρχει. Γι’ αυτό και ο κάλαμος του Ροΐδη είναι επίκαιρος. Πρέπει, τέλος, να εξάρουμε τη συνεισφορά του Ροΐδη στον κοινωνικό προβλη­ματισμό (ήταν από τους πρώτους που είχαν διαβά­σει κοινωνικά βιβλία και χρησιμοποίησε τον όρο «κοινωνισμός» για να αποδώσει τον όρο «σοσιαλι­σμός» ). είχε γνωρίσει τη σκέψη των κορυφαίων σο­σιαλιστών διανοητών αλλά στάθηκε απέναντι τους επικριτικός, θεωρώντας την ισότητα ουτοπία. Εκεί­νο όμως που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί στον Ροΐδη είναι πως σαν κριτικός διακωμώδησε τις θρηνολογίες της ρομαντικής σχολής, πρόβαλε το δημο­τικό τραγούδι και την επτανησιακή ποίηση και άνοι­ξε το δρόμο για την εμφάνιση της νέας αθηναϊκής σχολής και περισσότερο παντός άλλου έφερε την ευρωπαϊκή σκέψη στην Ελλάδα. Ο Ροΐδης ήταν ένας Ευρωπαίος Έλλην. Αλλά ήταν πάντα καυστικός και σαρκαστικός έναντι των ξένων. Δεν έχει κόμπλεξ έναντι αυτών. Συχνά είναι τόσο οξύχολος έναντι των Άγγλων και των Ιταλών, που θα μπορούσε να χα­ρακτηρισθεί σήμερα σαν… σωβινιστής! Ας θυμη­θούμε κάτι περί ΙΙρώσων: «Πρώσος στρατιώτης πυ­ροβολούμενος πατεί κατόπιν εντολής του άξιωματικού του»!

Ο Ροΐδης πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 7 Ιανουαρίου 1904. Οι περισσότεροι βιογράφοι του αποδίδουν το θάνατό του στη βαθειά μελαγχολία και φυγάνθρωπη διάθεση που του προκάλεσε τη βα­ρηκοΐα του Ας μου επιτραπεί να εκφράσω μια δια­φορετική γνώμη. Ο Ροΐδης ήταν απολιτικός αλλά όχι απολίτευτος. Υποστήριξε με θέρμη το εκσυγ­χρονιστικό πρόγραμμα του Τρικούπη. Στο βάθος ήταν βαθύτατα πολιτικοποιημένος. Ήταν κι αυ­τό φαίνεται σ* όλα τα κείμενά του – ένα κατ” εξοχήν πολιτικό ον. Το γεγονός ότι ήταν κατά των πολιτι­κών και σχεδόν πάντα αντιπολιτικός, δεν τον κάνει απολιτικό. Επίσης το γεγονός ότι ήταν κατά των πο­λέμων και του έξαλλου υπερπατριωτισμού («έκα­στος τόπος έχει την πληγή του και η Ελλάς τον… πατριωτισμόν»). δεν σημαίνει πως δεν είχε εθνικές ευ­αισθησίες. Συνεπώς, πέρα από τη βαρηκοία, ο πρό­ωρος μαρασμός του Ροΐδη είχε πολιτικές αιτίες. Ήταν απότοκος της ήττας του 1897 και της κακής τροπής του Μακεδονικού, που μέχρι το θάνατο του το αντιμετωπίζαμε με μια πολιτική ντροπής, τη λε­γόμενη άψογη στάση Λίγους μήνες μετά το θάνα­το του το σκηνικό άρχισε να αλλάζει. Ο Παύλος Μελάς πολεμούσε στα μακεδονικά βουνά κι έχυνε το αίμα του.

Οικονομικός Ταχυδρόμος, 29-12-94

Related posts:

Comments