Ο μύθος του Έλληνα Κολόμβου

Χριστόφορος Κολόμβος, πίνακας αποδιδόμενος στον Γκιρλαντάιο περίπου 1525, (Γένοβα, Μουσείο civico Navale di Genova)

Του N. Ε. Καραπιδάκη

Καθηγητή της Ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, τ. διευθυντή των Γενικών Αρχείων τον Κράτους

Η Ελληνική θεωρία

Το πρώτο βιβλίο που έθεσε σοβαρά το ερώτημα της ελληνικής καταγωγής του ήταν αυτό του Σεραφείμ Κανούτα, διδάκτορα του Δικαίου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), δικηγόρου στην Κωνσταντι­νούπολη, τη Μασαχουσέτη και τη Νέα Υόρκη, Λογίου, δημοσιολόγου και συγγραφέα που δημοσιεύει τη μονο­γραφία του, “Ο Χριστόφορος Κολόμβος, ένας Ελληνας ευγενής;”, στη Νέα Υόρκη το 1943, με δικά του έξοδα. Ο ίδιος είχε ασχοληθεί με παρόμοια θέματα. Το θέμα που έθεσε δεν έπαψε ποτέ να επανέρ­χεται και μάλιστα με επίσημο τρόπο, αφού τόσο η Τοπική Αυτοδιοίκηση της Χίου όσο και το υπουργείο Εξωτε­ρικών, συντηρούν το ενδιαφέρον τέ­τοιων υποθέσεων. Το αμυδρό έστω γε­ωπολιτικό ενδιαφέρον, είναι προφανής.

Οι υποθέσεις πάνω στις οποίες στη­ρίζεται η θεωρία της ελληνικότητας του Χριστόφορου Κολόμβου;

Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο διαφορετικά άτομα, ο Ντον Χριστόφορos Κολόν (Don Christoforo Colon), απόγονος της βυζαντινης οικογένειας των Παλαιολόγων Δισυπάτων, πολύγλωσσος, γεννημένος το 1438 ή το 1439, και ο Ιταλός Χριστόφορος Κολόμβος, που ως υφαντουργός ήταν βέ­βαια αμόρφωτος. Το σύνολο αυτής της υπόθεσης ξεκινά από την πληροφορία ότι ο γιos του Κολόμβου και βιογράφος του, γράφει πωs ο πατέρας του είχε πει πωs ταξίδεψε με τον Γάλλο κουρ­σάρο Κουλόν και ότι είχε γράψει πως δεν ήταν ο πρώτος ναύαρχος στην οικογένεια του. Κατά τη θεωρία, αυτός που ανακάλυψε τις Δυτικές Ινδίες ήταν ο πρώτος. Στην υπογραφή ο εξερευνητής υπέγραψε ως Xpo FERENS, πράγμα που οδηγεί στην θεωρία ότι αυτή η υπογραφή είναι Ελληνική (sic).

Η υπογραφή του Κολόμβου, Πηγή: S. G. Canoutas “Christophe Colombus, A Greek Nobleman..”, Νέα Υόρκη, 1943

Τέλος και συμπληρωματικά προς αυτές τις υποθέσεις, ότι σύμφωνα με τις φήμες που κυκλοφορούν στο Βροντάδο της Χίου, ντόπιοι ναυτικοί είχαν ανακαλύψει την Αμερική πριν τον Κολόμβο, με τον Καπετάνιο τους, τον καπετάν Ανδρέα και είχαν χαρτογραφήσει τη διαδρομή. Αυτές οι απόψεις κυκλοφο­ρούσαν από τα τέ­λη και τις αρχές του 19ου και του 20ού αι., και ήταν ιδιαίτερα προσφιλείς στους ομογενείς.

Σύνθεση των υποθέσεων: ο βυζαντιvόs ευγενής περιπλανιέται στη Δύση, όταν η Πόλη χάνεται οριστικά, μπαί­νει στην υπηρεσία της Γαλλίας όπου ήδη υπηρετούσε ο γιος του Γεώργιος, πολεμά εναντίον των Γενοβέζων και συλλαμβάνει την ιδέα του δυτικού περάσματος, αφού πρώτα αφομοιώνει και τις γεωγραφικες και κοσμογραφικες γνώσεις που απαιτούνταν. Ταξι­δεύει στη Χίο, βρίσκει τον καπετάν Ανδρέα και τα παλικάρια του, του δί­νουν τους χάρτες και κάνει το ταξίδι.

Στην πραγματικότητα υπήρχαν δύο διαφορετικά άτομα, ο Ντον Χριστόφορos Κολόν (Don Christoforo Colon), απόγονος της βυζαντινης οικογένειας των Παλαιολόγων Δισυπάτων, πολύγλωσσος, γεννημένος το 1438 ή το 1439, και ο Ιταλός Χριστόφορος Κολόμβος, που ως υφαντουργός ήταν βέ­βαια αμόρφωτος.

Περιέργως ο Σεραφείμ Κανούτας που ξεκινά αυτήν τη θεωρία, αν και κάνει πολύπλοκους συλλογισμούς και υποθέσεις πάνω στη μαρτυρία του βιογράφου και γιου του Κολόμβου, αγνοεί τα ήδη από το 1931 δημοσιευ­μένα έγγραφα, τα οποία αφορούν τη γενοβέζικη καταγωγή του Κολόμβου. Κατά δεύτερο λόγο παίρνει για ελληνι­κή υπογραφή μια τυπικότατη λατινική συντομογραφία της λέξης Christus. Τρίτον δεν προτείνει μια συστηματική χρονολόγηση της ζωής του Κολόμβου του, αλλά αφήνει μεγάλα χρονολογικά κενά και παρασιωπά τη σχέση του με τους Ιταλικούς κύκλους της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Τέταρτον, δεν παίρνει υπόψη του, ότι το όνομα Κολόν, το παίρνει ο Κολόμβος, μόνο μετά το 1492. Πέμπτον, αγνοεί την διαθήκη του Κολόμβου και τις σχέσεις του με τη Γένοβα. Τα υπόλοιπα επιχειρήματα του στερούμενα μάλιστα και αρχειακών αποδείξεων, γίνονται δύσκολα αποδεκτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ανάγνωση της βιογραφίας του Κο­λόμβου που μας άφησε ο γιος του, γίνεται γραμματικά και χωρίς γνώση της ατμόσφαιρας και της ψυχολογίας της εποχής, κατά τις οποίες η αναζή­τηση μιας ευγενικής καταγωγής και η απάλειψη μιας λαικής, ήταν μια από τις σταθερές των ανθρώπων που γνώ­ριζαν κάποια κοινωνική άνοδο. Και οι Κολόμβοι ήταν απ’ αυτούς. Επιπλέον, τα επιχειρήματα περί χαρτών που θα είχαν σχεδιασθεί στη Χίο ή χάρτες του Ερατοσθένη που θα προέρχονταν από τα ανάκτορα των Βλαχερνών, είναι κάπως αδύνατα, αφού διαθέτουμε τα ημερολόγια του Κολόμβου και η ανάγνωσή τους μας επιτρέπει να καταλά­βουμε ποια ήταν η χρησιμότητα των χαρτών, ενώ οι ιστορικές γνώσεις που έχουμε σήμερα για τη χαρτογραφία, μας επιτρέπουν να ξέρουμε το χαρτο­γραφικό υπόβαθρο και τα όρια, που μπορούσε να έχει ο Κολόμβος.

Οι συμφωνίες (προνόμια) του Κολόμβου (Ισπανία, Σεβίλλη, Γενικό Αρχείο των Ινδιών)

Τι γνωρίζουμε

Ο Χριστόφορος Κολόμβος ήταν Γενουάτης και γιος υφαντουργού. Από το 1498, όταν θα αρχίσει να φροντίζει τα της διαδοχής του, θα το πει ο ίδιος και άλλωστε στην πόλη της καταγωγής του θα κάνει πολλές από τις ευεργεσίες του, όταν του το επέτρεψε η περιουσία του. Θα γράφει πάντα, τουλάχιστον από τότε που διαθέτουμε κείμενα του, στα ισπανικά της Καστίλης (και όχι καταλανικά, γλώσσα διαδεδομένη στα λιμάνια της Μεσογείου) ακόμα και στην αλληλογραφία του με τον πιστωτικό οίκο του Αγίου Γεωργίου της Γένοβας που διαχειρίζονταν υποθέσεις πιστωτών της κοινότητας ακόμα και στις προσωπικές του σημειώσεις. Δεν θα γράψει ποτέ στην γενουατική διάλεκτο. Από το 1581, έχουμε πολλά αυθεντικά κείμενα του, γύρω στα εκατό, όλα στα ισπανικά της Καστίλης. Ανακατεύει πολλές πορτογαλικές λέξεις, απ’ αυτές που χρησιμοποι­ούσαν οι έμποροι στη Λισσαβώνα. Στα είκοσι οκτώ του ή στα τριάντα του, ήρθε στην Ισπανία. Από τότε, το 1485, περιέργου δεν ξαναχρησιμοποίησε ιταλικά. Ήξερε λατινικά, να γράφει και να διαβάζει, που σίγουρα δεν τα έμαθε στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας, oπως έγραψε στη «διορθωμένη» βιο­γραφία που του αφιέρωσε ο γιος του Φερνάντο. Κανένα τεκμήριο, δεν μας επιτρέπει να διευκρινίσουμε την απώ­τερη καταγωγή της οικογένειάς του, μιας οικογένειας υφαντουργών, κατα­γωγή που αποκτά κάποιο μυστήριο, ίσως μόνον εξαιτίας του γεγονότος ότι ένα μέλος της έγινε διάσημο.

Η άμεση καταγωγή του είναι ωστό­σο σαφής, γιος του Δομήνικου Κολόμ­βου, εγγονός του Ιωάννη, από τη Γέ­νοβα. Αλλωστε προς τιμήν του πατέρα του θα ονομάσει Αγιο Δομήνικο, μια από τις ανακαλύψεις του. Γεννήθηκε το 1451, μεταξύ της 25ns Αυγούστου και της 31ns Οκτωβρίου. Ο μάστορας υφαντουργός πατέρας του, αν και «μηχανικός», δεν είναι φτωχός και η μη­τέρα του έχει κάποια ακίνητη περιου­σία. Ο ίδιος υπέγραψε το 1472, στη Σα­βάνα όπου είχε εγκατασταθεί ο πατέρας του, ως «υφαντουργός από τη Γένοβα». Χωρίε κεφάλαια για δικές του επιχειρήσεις, μπήκε σε μια από τις Γενοβέζικες εταιρείες που συνδύαζαν εμπορικές και τραπεζικές δραστηριότητες, αυτή των Τσεντουριόνι, και δραστηριοποιούνταν στη Φλωρεντία, στην Ανατολή και στη Δύση. Είναι η εποχή που η Γένοβα υποχωρεί στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολή, οπότε στρέφεται στο εμπόριο που δραστηριοποιείται στην Ιβηρική Χερ­σόνησο, στα άκρα δηλαδή του Ισλάμ. Οι Τσεντουριόνι είναι στη Λισσαβώνα, στη Σεβίλλη και τη Βαρκελώνη, στην Αγγλία, στις ακτές (πορτογαλικές) της Γουινέας.

Ο Κολόμβος δούλεψε και με τους συνεταίρους των Τσεντουριόνι, τους Ντι Νέγκρο. Ταξίδεψε στη Χίο, ένα από τα τελευταία μεγάλα διαμετακομιστικά λι­μάνια της Γένοβας στην Ανατολή. Πή­ρε μέρος (1472) σε μια κουρσάρικη κα­ταδρομή, στον κόλπο τηs Τυνησίας, για λογαριασμό του βασιλιά Ρενέ του Ανδηγαβικού, εναντίον μιας αραγωνέζικηε γαλέρας. Το 1476, ταξιδεύει στον Ατλαντικό, συνοδεύοντας ένα φλαμαν­δικό σκάφος, την Μπακάλα, που βυθί­ζουν οι Γάλλοι του ναυάρχου Κουλόν του Γέρου, στις νοτιοδυτικές ακτές τηs Πορτογαλίας. Διασώζεται, επιστρέφει στους Σπίνολα και Ντι Νέγκρο. Ταξι­δεύει στην Αγγλία, την Ιρλανδία, τη Βαλτική και την Ισλανδία (1477) και ίσως πιο δυτικά, ανάλογα με την ανά­γνωση που θα κάνουμε στο ημερολόγιο του. Θα επιστρέψει στη Λισσαβώνα, θα βρεθεί το 1478 στη Μαδέρα, για να αγοράσει ζάχαρη για λογαριασμό του Λουίτζι Τσεντουριόνι. Θα εγκατα­σταθεί στη Λισσαβώνα, μεγάλο παρα­τηρητήριο του κόσμου, τόπο ταξιδιών και χρηματοδοτήσεων. Εκεί είναι εγκαταστημένος και ο αδέλφός του, Βαρθολομαίος, χαρτογράφος. Παντρεύεται, μια Μονίζ Περεστρέλο, την Φελίπα, της οικογένειας που από το 1425 είχε πάρει μέρος στον εποικισμό τns Μαδέρας. Η μητέρα τns Φελίπα είχε μακρινή συγγένεια με τη βασιλική οικογένεια, ο πατέρας της υπήρξε κυβερνήτης του Πόρτο Σάντο στη Μαδέρα. Ο Χριστόφορος ως επιχειρηματίας ταξιδεύει και στην υποτροπική Αφρική και στην Αγγλία, στη Μαδέρα όπου και διαμένει για λίγο καιρό, στις Αζόρες, στη Γουι­νέα. Διαβάζει πολύ, σχεδιάζει χάρτες, πουλάει χάρτες (1487-1489), ίσως και γεωγραφικές σφαίρες, με τον αδελφό του Βαρθολομαίο, χαρτογράφο. Aς μην ξεχνάμε ότι η νεότερη χαρτογραφία γεννήθηκε στην Γένοβα.

Γνώστης

Διάβαζε πολύ, ίσως Αριστοτέλη, Σενέ­κα, Αβερρόη, Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, τη Φυσική ιστορία του, την Εικόνα του Κόσμου, του Πέτρου του Αιγύ. Ίσως και Στράβωνα. Σχολιάζει τα κεί­μενα που διαβάζει: «αυτό συμφωνεί με το τάδε», «αυτό αποδεικνύει ότι..». Ο υιός του και βιογράφος του επέμεινε πολύ στη θεωρητική προςτοιμασία του, για να μειώσει ίσως τη σημασία του τυχαίου στην ανακάλυψή του. Το βέβαιο είναι ότι είναι ένας γνώστης, χάρη στην εμπειρία του,τns γεωγραφίας και της κοσμογραφίας του καιρού του. Συλλαμβάνει το σχέδιο του από τα χρόνια του 1480, ακούγοντας αυτούς που υποστήριζαν ότι η διαδρομή από την Ιβηρική Χερσόνησο στην Απω Ανατολή δεν είναι μακρινή, αρκεί να γυρίσει κανείς την πλάτη του στις ακτές. Το είχε γράψει και ο Φλωρεντιvs Πάολο Τοσκανέλι στον Αλφόνσο τον Ε’ της Πορτογαλίας και στο λιμάνι τηε Λισσαβώνας όλοι λένε πως υπάρ­χουν γαίες στον Ατλαντικό, όπως η Αντίλια ή Επτάπολις που ένας χαρτογράφος είχε ήδη βάλει πάνω σ’ ένα χάρτη του Ατλαντικού από το 1424. Οι ιδέες του δεν θα εισακουσθούν στην Πορτογαλία, θα μετακομίσει στην Ισπανία, με την οποία τον συνέδεε και ένας δεύτερος γάμος. Θα αφήσει τον γιο του σ’ ένα μοναστήρι και θα εγκα­τασταθεί στη Σεβίλλη.

Του χρειάστηκε πολύς καιρός να πείσει για την αξία τns ιδέας του, για ένα δυτικό πέρασμα προς Ινδίες και τα βασίλεια του μεγάλου Χάνου, τον Πορτογάλο βασιλιά πρώτα, τους καθολικώτατους βασιλείς της Ισπανίας στη συνέχεια. Δεν θα έπειθε αν δεν τον βοηθούσε ο δούκας Μεντίνα Τσέλι, ο φραγκισκανός μοναχός Χουάν Πέρεζ, ο Δομηνικανός Ντιέγκο Ντέζα, θεολόγος του Πανεπιστημίου της Σαλαμάνκα και ορισμένες προσωπικότητες τns αυλής, οι οποίοι όλοι βοήθησαν να καμφθούν οι αντιρρήσεις των επιστημονικών επιτροπών που εξέταζαν την αξιοπιστία του σχε­δίου. Χρειάστηκε επιπλέον να εξομοι­ωθεί η ιδέα του με τη σταυροφορία εκχριστιανισμού των Ινδιών και κατάληψη της Ιερουσαλήμ από τα ανατολικά με αντικατάσταση του μυθικού βασιλιά Ιωάννη από τους καθολικότατους βασιλείς της Ισπανίας –για να υιοθετηθεί και υποστηριχθεί το σχέδιο του και από την Εκκλησία και την Ιερά Εξέταση. Οι Ιταλοί της Ισπανίας και όχι μόνο οι Γενοβέζοι, που αποτελούσαν ένα ισχυρότατο λόμπι, θα τον βοηθήσουν και οικονομικά και κοινωνικά, όπως έκανε ο Φλωρεντινός Τζουανότο Μεράρντι και μέσω του οποίου γνώρισε και τον μετέπειτα συνεργάτη και ανταγωνιστή του Αμέρικο Βεσπούτσι. Θα ισπανοποιήσει το όνομα του, το 1492, όταν υπογράψει τις διομολογήσεις του, με τους Ισπανούς βασιλείς, και θα το εξευγενίσει σε Ντον Κριστομπάλ Κολόν, αφού είναι στο εξής ένας αξιωματούχος του Βασιλείου. Ο αδερφός του θα γίνει τώρα Μπαρτολομέ επί το ισπανικότερον. Άλλωστε τον καιρό της Πορτογαλίας ο ίδιος ο Χριστόφορος ονομαζόταν Κριστοβάν Κολόμο. Οι Ισπανοί του καιρού του συνήθιζαν να αλλάζουν το όνομα τους ανἀλογα με τη χωρα εγκατάστασης τους, οι Γκουίντι γινόταν Γκι, οι Ραπόντι, Ραπόντε, οι Μαζαρίνι, Μαζαρέν. Δεν ξέχασε ποτέ τη γενοβέζικη καταγωγή του, ασχέτως αν το 1492, ξεκίνησε το ταξίδι του στην υπηρεσία των Ισπα­νών βασιλέων.

Οταν το 1502, στις 2 Απριλίου συντάσσει τη διαθήκη του, της οποίας όρισε εκτελεστή τον Γε­νουάτη πρέσβη στη Σεβίλλη, θα αφή­σει στον Οίκο του Αγίου Γεωργίου, τον σημαντικότερο χρηματοπιστωτικό οί­κο της Γένοβας, το δέκατο των εισο­δημάτων του από τις Ινδίες, για να χρησιμοποιηθούν για την ελάφρυνση της φορολογίας των τροφίμων: “αν και το σώμα μου είναι εδώ, η καρδιά μου εί­ναι αδιάκοπα εκεί κάτω. Επειδή είμαι Θνητός, αφήνω εντολή στον γιο μου τον Ντιέγκο απ’ ό,τι κερδίζουμε στις Ινδίες, να σας στέλνει το ένα δέκατο κάθε χρόνο και για πάντα για να χρησιμοποιείται στην αποπληρωμή του φόρου του σιταριού, του κρασιού και άλλων τροφίμων. Αν το δέκατο σας φαίνεται πολύ δεχθεί­τε το. Αν λίγο, δεχθείτε την καλή μου πρόθεση.”

Να υπήρχε άραγε πίσω απ’ αυτόν τον άνθρωπο, με τη συγκεκριμένη πο­λιτιστική στάση, με τη συγκεκριμένη καταγωγή και ανάμειξη σ’ έναν κύκλο εμπόρων και χρηματιστών από την Ιταλία και τη Γένοβα, ένα άλλο πρό­σωπο, «βυζαντινό», που εμπνευσμένος από την ανάγκη της ανακάλυψης ενός νέου κόσμου, έκανε το μεγάλο άλμα; Να μην τόλμησει ποτέ να ομολο­γήσει την απώτερη καταγωγή του από φόβο θρησκευτικό, από τον φόβο της πιθανής του περιθωριοποίησης; Αλλά ήταν υπαρκτοί αυτοί οι λόγοι; Ο ίδιος συμπεριφέρθηκε πάντα ως καλός καθολικός και μυστικιστής μάλιστα, είχε τις καλύτερες σχέσεις με την Εκκλησία του και άριστες με εκπροσώπους σημαντικών μοναστικών ταγ­μάτων. Δεν είχε να φοβηθεί για την ορθοδοξία του και μια αποδείξιμη πριγκιπική ή έστω ευγενής καταγωγή μάλλον θα τον εξυπηρετούσε στα σχέ­δια του. Ίσως και γι’ αυτό ο γιος του αφήνει υπαινιγμούς για μια απώτερη βυζαντινή καταγωγή, που δεν αποδει­κνύει, πάντως.

Καθημερινή, 6 Ιανουαρίου 2002

Related posts:

Comments