Η Στρώμνιτσα: όνομα, γεωγραφική θέση, ιστορικά στοιχεία.

Άποψη της πόλης στα τέλη του 19ου αι

Η Στρώμνιτσα ευρίσκεται στις υπώρειες της βορειοδυτικής προεκτάσεως του όρους Κερκίνη (Μπέλες) και αποτελεί τμήμα της Βόρειας Μακεδονίας. Πρόκειται για μια ιστορική ελληνική πόλη, που ανάγει την αρχή της στην προχριστιανική αρχαιότητα. Η ίδρυσή της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Πρόκειται για μια πόλη που ανήκε ανέκαθεν στη χώρα των Παιόνων, που και αυτοί είναι ένα παλαιότατο ελληνικό δωρικό φύλο, αρχαιότερο των Μακεδόνων στην περιοχή και, κατά την αρχαιοελληνική παράδοση αυτό προέρχεται από την περιοχή της Ηλιδος της Πελοποννήσου. Την παράδοση αυτή μας τη διασώζει ο Ηρόδοτος (ΧΙ Μακαρόνας, Μεγ. Ελλ. Εγκ. “Δρανδάκη”, Τόμ. ΙΘ’, σελ. 399. Οταν αναπτύχθηκε το κράτος των Μακεδόνων, κυρίως των Αργειάδων Μακεδόνων, επί Φιλίππου Β’ (4ος πχ αιών), η Παιονία περιελήφθη μέσα στο Μακεδονικό κράτος και ως εκ τούτου και η περιοχή της Στρώμνιτσας (Αιστραίου).

Το όνομα της πόλεως αρχήθεν ήταν “Αίστραιον” ή “Αιστραιόν” ή “Αστραίον”, ή Αστέριον” (Μ. Δήμιτσας: Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας”, σελ 195 κ.έ. και Ι.Σ. Σαρρής εις Μεγ. Ελλ. Εγκυκλ. Δρανδ. Τόμ. ΚΒ’, σελ. 463, και Ν. Μουτσόπουλου-Κ. Βακαλόπουλου-Αρ. Κεσόπουλου: “Ανω Μακεδονία, σελ. 405, εκ. Τζιαμπίρη-Πυραμίδα). Στα “Γεωργραφικά” του Ιεροκλή η πόλη αυτή μνημονεύεται με το όνομα “Εύστραιον” (Γ. Δ. Καψάλης: Μεγ. Ελλ. Εγκ. Τό. Β’, σ. 866). Με το όνομα αυτό τη μνημονεύουν και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς. Κατά τον 3ο πχ αιώνα επήρε από τους κατοίκους της το όνομα “Καλλίπολις”, κατά πάσα πιθανότητα από την ομορφιά της και την πανοραμική της θέα. Ισως η πόλη είχεν από παλαιά και τα δύο ονόματα, δηλαδή “Αιστραίον” ή “Αστραίον” και “Καλλίπολις”, αλλά προφανώς από τον 3ο πχ αιώνα έγινε πιο πολύ “εν χρήσει” το όνομα “Καλλίπολις” και ως εκ τούτου επεκράτησε.

Κατά τη Ρωμαϊκή Περίοδο επήρε το όνομα “Τιβεριούπολις” από κάποιον αυτοκράτορα Τιβέριο, ο οποίος διερχόμενος από την περιοχή, διέμεινε στην πόλη μερικές ημέρες επειδή του άρεσε το φυσικό περιβάλλον και το φιλόξενο πνεύμα των κατοίκων της. Κατά παλαιά συνήθεια, ο Δήμος της πόλεως της έδωσε το όνομα “Τιβεριούπολις” προς τιμήν του αυτοκράτορος και εις ανάμνησιν της εν λόγω επισκέψεώς του.

Μέχρι τις αρχές της υστεροβυζαντινής περιόδου ονομαζόταν “Τιβεριούπολις”. Κατά τους υστεροβυζαντινούς χρόνους εισέβαλαν στην περιοχή ορδές Σλάβων και μετά ορδές Βουλγάρων υπό τον ηγεμόνα τους Ασπαρούχ ή Ισπερίχ (Β. Φειδάς, Πάπυρος-LAROUSSE-BRITANNICA, Τόμ. 9, σελ. 426). Αυτοί ονόμασαν τον ποταμό Στρυμόνα “Στρούμα” και τον παραπόταμό του Πόντο, που διαρρέει την πόλη τον ονόμασαν “Στρούμιτσα”, δηλαδή μικρό Στρυμόνα. Τότε και η πόλη με την περιοχη της ονομάσθηκε “Στρούμιτσα” ή “Στρούμνιτσα”, ή Στρώμνιτσα”, όπως λέγεται μέχρι σήμερα.

Ο Αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Θεοφύλακτος (11ος χμ αιων.) μνημονεύει δύο αλώσεις της Στρώμνιτσας· μία από τους Ομβρους (7ος αιων χμ), που πιθανώς αυτοί να ήσαν Ούνοι και μία από τους Βουλγάρους περί το 811μχ, οι οποίοι μέσα στις καταστροφές που διέπραξαν, κατεδάφισαν και το Ναό των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρω. Το 1014 ο αυτοκράτωρ Βασίλειος Β’ ο Μακεδών, ο επικληθείς Βουλγαροκτόνος απελευθέρωσε τη Στρώμνιστα από τους Βουλγάρους.

Το 1334, σε μια εποχή κάμψεως της δυνάμεως του Βυζαντίου, μετά την τέταρτη Σταυροφορία των Δυτικών το 1204 και τη Φραγκοκρατία, βρήκαν την ευκαιρία οι Σέρβοι, με ηγεμόνα τον Στέφανο Δουσάν και κατέλαβαν τη Στρώμνιτσα την οποία εκράτησαν μέχρι το 1394, που κατέφθασαν εκεί οι Τούρκοι.

Πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 στη Στρώμνιτσα κατοικούσαν κυρίως Ελληνες και έπειτα Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι, Σέρβοι και Γύφτοι. Απ’ όλους υπερείχαν οι Ελληνες που ήσαν οι μόνοι γηγενείς στο χώρο αυτό, τόσο πληθυσμιακά όσο και πολιτιστικά. Διακρίνονταν για τη φιλομάθειά τους και την επίδοσή τους στα γράμματα, τις τεχνες και το εμπόριο. Ησαν φιλοπάτριδες και πιστοί τηρητές της Ελληνορθοδόξου Παραδόσεων.

Η πόλη της Στρώμνιτσας απέχει σιδηροδρομικώς από τη Θεσσαλονίκη περί τα 104 χιλιόμετρα. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας όπως μας πληροφορεί ο καθηγητής του ΑΠΘ Αθανάσιος Αγγελόπουλος (Ο Ελληνισμός της Στρώμνιτσας-Βόρειος Μακεδονία), η Στρώμνιτσα αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο όπως και σε παλαιότερες εποχές. Είχε τρεις βασικούς δρόμους, εκ των οποίων ο ένας οδηγούσε προς τα νότια μέχρι τη Θεσσαλονίκη δια μέσου Βαλαντόβου-Δοϊράνης και Κιλκίς, ο άλλος προς τα βόρεια μέχρι το Βελιγράδι δια μεσου Ράντοβιτς-Στίπ και Σκοπίων και ο τρίτος προς Κωνσταντινούπολη δια μέσου Πετριτσίου-Μελενίκου και Σερρών. Από το 1893 και μετά οι συγκοινωνιακοί αυτοί δρόμοι έχασαν τη στρατηγική και εμπορική τους σημασία, λόγω της λειτουργίας των σιδηροδρομικών γραμμών. Εν τω μεταξύ χαράχθηκαν νέοί αμαξιτοί δρόμοι.

Οι μεγάλες ιστορικές περίοδοι της Στρώμνιτσας είναι:

α) της αρχαιότητας, β) της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου, γ) της τουρκοκρατίας και δ) της νεώτερης περιόδου από το 1913 και εξης.

Το 1869 η Στρώμνιτσα καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τυχαία πυρκαγιά. Η νέα πόλη κτίσθηκε στην ίδια τοποθεσία που ήταν η παλαιά, αλλά με νέα ρυμοτομία και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο που να παρουσιάζει όψη σύγχρονης πόλης. Αυτά μέχρι το 1913, οπότε και πάλι κάηκε, κυρίως το ελληνικό τμήμα της πόλεως, κατά (και εν συνέχεια μέ) την αναχώρηση του ελληνικού πληθυσμού που πήρε το δρόμο της προσφυγιάς.

Η θέση της Στρώμνιτσας αποτελεί σημαντικό στρατηγικό σημείο της νοτιοανατολικής Ευρώπης και γι’ αυτό η στρατιωτική ιστορία της είναι αρκετά μεγάλη. Το 1913 ο Ελληνικός Στρατός κατεδίωξε τους Βουλγάρους ακόμη και μέσα στην πόλη της Στρώμνιτσας και την απελευθέρωσε. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις που έγιναν εκεί πήραν το όνομα “Επιχειρήσεις Στρωμνίτσης” (Ν. Θ. Κλαδάς, Μεγ. Ελλην. Εγκ. “Δρανδάκη”, Τό. ΚΒ’, σελ. 463). Η απελευθέρωση έγινε στις 26 Ιουλίου 1913· την πραγματοποίησαν οι μεραρχίες 2η, 4η και 5η του Στρατού μας. Μια μονάδα ιππικού του Στρατού μας μπήκε νικηφόρος μέσα στη πόλη της Στρώμνιτσας, καθ’ ήν ώραν οι τελευταίοι Βούλγαροι στρατιώτες έφευγαν πανικόβλητοι. Η πόλη πλημμύρισε αμέσως από γαλανόλευκες Σημαίες, που οι Στρωμνιτσιώτες τις φύλαγαν στα μπαούλα τους. Μ’ αυτές στο χέρι οι Στρωμνιτσιώτες ξεχύθηκαν στους δρόμους για να υποδεχθούν τους ελευθερωτές τους· του αγκάλιαζαν και τους καταφιλούσαν, ενώ οι καμπάνες των εκκλησιών εσήμαιναν χαρμόσυνα. Ο χαιρετισμός της ημέρας ήταν το “Χριστός ανέστη-αληθώς ανέστη”.

Να σημειωθεί ότι στην πεδιάδα της Στρώμνιτσας ο Ελληνικός στρατός συγκρούστηκε με τον Βουλγαρικό και τον κατετρόπωσε· αιχμαλώτισε μάλιστα και ένα βουλγαρικό τάγμα και 22 βουλγαρικά κανόνια. Μετά από πολλούς αιώνες η Στρώμνιτσα, δηλαδή το αρχαίο Αιστραίον ή η Τιβεριούπολις, ελευθερώθηκε. Ο ενθουσιασμός των Στρωμνιτσιωτών είχε φθάσει στο κατακόρυφο.

Δυστυχώς όμως αυτή η χαρά δεν κράτησε πολύ. Οι τότε εμπόλεμες χώρες τη επεμβάσει των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα της Ρωσίας, έκαναν ολιγοήμερη ανακωχή και αντιπρόσωποί τους συναντήθηκαν στο Βουκουρέστι και την 28η Ιουλίου 1913 υπέγραψαν τη λεγόμενη “Συνθήκη ειρήνης του Βουκουρεστίου”, βάσει της οποίας η περιοχή της Στρώμνιτσας επιστρεφόταν στη Βουλγαρία, όπως και έγινε. Αργότερα, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Στρώμνιτσα με όλη την περιοχή παραχωρήθηκε στη Γιουγκοσλαβία, κατόπιν αποφάσεως των Μεγάλων Δυνάμεων (Συνέδριο Βερολίνου) με το όνομα Βαρντάρσκα. Σήμερα η Στρώμνιτσα ανήκει στο κρατίδιο των Σκοπίων. (Για τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου βλ. Η. Γ. Κυριακόπουλος: Μεγ. Ελλ. Εγκυκλ. “Δρανδάκη”, Τόμ. Ζ’, σελ. 614 κ.ε).

 

3. Οι Στρωμνιτσιώτες μετά τη “Συνθήκη του Βουκουρεστίου”.

 

Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων κοινοποιήθηκε απότο Βουκουρέστι στο βασιλιά της Ελλάδος Κωνσταντίνο. Ο βασιλιάς περίλυπος εγνωστοποίησε την εν λόγω απόφαση τηλεγραφικώς στον τότε Μητροπολίτη Στρώμνιτσας Αρσένιο και εκείνος κατόδυνος και με δάκρυα στα μάτια, στο ποίμιό του. Τα άδικα και θλιβερά νέα διαδόθηκαν αστραπιαία. Η απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων και κυρίως της Ρωσίας, που πάντα στεκόταν πίσω από τους Βούλγαρους, κατάφορα άδικη, υποχρέωνε τους Στρωμνιτσιώτες να ζήσουν κάτω από βουλγαρική κατοχή με όλες τις τρομερές συνέπειες. Αυτό όμως ήταν αδύνατο ακόμη και να το διανοηθούν οι Στρωμνιτσιώτες. Αρχισαν λοιπόν να μαζεύονται κατά χιλιάδες από την πόλη και τα γύρω χωριά, μπροστά στη Μητρόπολη της Στρώμνιτσας. Εκεί πήραν μια απόφαση: Να εγκαταλείψουν την ιδιαίτερη πατρίδα τους τη Στρώμνιτσα και να έρθουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, αφού πρώτα κάψουν τα σπίτια τους και τα ακίνητα υπάρχοντά τους, για να μην τα αφήσουν ως λεία στους Βουλγάρους.

Η αποχώρηση άρχισε. Από τις 10 μέχρι τις 19 Αυγούστου 1913 συμπληρώθηκε η αποχώρηση των Ελλήνων από τη Στρώμνιτσα προς την Ελλάδα. Η μετακίνηση έγινε με οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο υπήρχε, κυρίως με κάρα, καθώς και με στρατιωτικά αυτοκίνητα του 3ου Σώματος Στρατού. Ο δρόμος από τη Στρώμνιτσα μέχρι τη Δοϊράνη είχε γίνει πραγματική αλυσίδα από βοϊδάμαξες, υποζύγια και ξερριζωμένους ανθρώπους. Πλέον από 1.500 εγκαταστάθηκαν στην τότε ερειπωμένη από τον πόλεμο πόλη του Κιλκίς και άλλοι στα διάφορα χωριά της περιοχής. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη.

Οι Στρωμνιτσιώτες έφεραν μαζί τους στο Κιλκίς και ένα ιερό λείψανο. Πρόκειται για το δεξί χέρι του ιερομάρτυρα Πέτρου, ενός από τους Πεντεκαίδεκα και το εναπέθεσαν σ’ ένα μικρό παλαιό ναό της Μεταμορφώσεως, που του έδωσαν το όνομα των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων. Ηταν εκεί που είναι σήμερα το Ναός, ο μεγάλος και περικαλλής, των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων.

Μετά τον ξεριζωμότων Στρωμνιτσιωτών, άφησαν τις πατρογονικές τους εστίες και πολλοί ομογενείς από τη Δοϊράνη, τη Γευγελή και τα περίχωρα, για να μην υποστούν τη γενοκτονία από τους Βουλγάρους. Μερικοί δεν μπόρεσαν να αποχωριστούν τη γενέτειρά τους. Εμειναν εκεί, υφιστάμενοι κάθε είδους κατατρεγμό, με την ελπίδα ότι κάποτε η περιοχή τους θα απελευθερωθεί και πάλι και θα γίνει ελληνική. Σήμερα στη Στρώμνιτσα και γενικά στα Σκόπια, το ελληνικό στοιχείο ξεπερνά το 10% του πληθυσμού. (Βλ. και Λύσανδρου Στ. Φάσσου: Η Στρώμνιτσα: από την εποποιϊα στο δράμα, Κιλκίς 1990, Αθαν. Αγγελόπουλου, ως ανωτ. και Γεν. Επιτελ. Στρατού: Δ/νση Ιστορίας Στρατού: Ο Μακεδονικός Αγών, Αθήνα 1979).

 

4. Ποιά αξιοζήλευτη Πατρίδα αναγκάστηκαν να αφήσουν οι Στρωμνιτσιώτες.

 

Η Στρώμνιτσα δεν έχει μόνο μια πανάρχαια λαμπρή ιστορία με τη συνεχή και δημιουργική παρουσία του Ελληνισμού, αλλά είχε και στη νεώτερη εποχή μια αξιοζήλευτη παρουσία στο Μακεδονικό και ευρύτερα στο Βαλκανικό χώρο. Η πόλη της Στρώμνιτσας, λόγω της θέσης της, αποτελούσε ανέκαθεν και κυρίως επί τουρκοκρατίας, κέντρο για τη συγκέντρωση και τη διαμετακόμιση των πολυπληθών προϊόντων της ευφορώτατης πεδιάδας της, της λεγόμενης “μείζονος κοιλάδος της Στρωμνίτσης”, αλλά και των πέριξ προς Θεσσαλονίκην, Σερβίαν-Αυστρίαν και Σέρρες περιοχών.

Κατά την εβδομαδιαία λαϊκή αγορά της Στρώμνιτσας συγκεντρώνονταν εκεί μέγα πλήθος εμπορευομένων, επαγγελματιών και αγροτών. Κάθε Δευτέρα γινόταν η μεγάλη εβδομαδιαία λαϊκή αγορά της πόλεως και κάθε Τετάρτη η μικρή. Λόγω του ευνοϊκού εμπορικού κλίματος και της πλούσιας και ποικίλης παραγωγής, οι κάτοικοι της Στρώμνιτσας αναδείχθηκαν κατά περίπτωση σε σπουδαίους εμπόρους, βιοτέχνες, μεσίτες, τεχνίτες, επαγγελματίες και αυτόνομους κτηματίες.

Οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, που βρίσκονταν κοντά στους εμπορικούς συγκοινωνιακούς κόμβους, ασκούσαν μεταφορές (αγώγια). Γι’αυτό εξέτρεφαν άλογα και μουλάρια, που ήταν ανθεκτικά για τις ορεινές περιοχές και εξυπηρετούσαν μ’ αυτά διάφορες μετακομιστικές εμπορικές ανάγκες. Σε κάπως παλαιότερες εποχές, πολλοί Στρωμνιτσιώτες είχαν ακόμη και καραβάνια από καμήλες και εκτελούσαν δρομολόγια μεταξύ Στρώμνιτσαςκαι Θεσσαλονίκης σε τακτές ημερομηνίες.

Η πόλη είχε υποκατάστημα Αγροτικής Τράπεζας, Βακουφική Επιτροπή, Επιτροπή Παιδείας, Εμπορικό Επιμελητήριο με πεντεμελές Διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο δύο Μέλη εκπροσωπούσαν την ελληνορθόδοξη Κοινότητα, Εφορείες Ταχυδρομείου και τηλεγραφείο καθώς και Στρατολογικού Γραφείου.

Επί πλέον, η πόλη είχε 482 εμπορικά καταστήματα, 31 καφενεία 6 τζαμιά, 7 τεκέδες (δηλαδή ησυχαστήρια, ενδιαιτήματα των Τούρκων δερβισών), 2 χριστιανικούς ναούς, μία εβραϊκή συναγωγή, ένα νοσοκομείο, 2 εργοστάσια σαπωνοποιίας, 5 εργαστάσια παραγωγής λαδιού από σουσάμι, ένα εργοστάσιο επεξεργασίας βάμβακος και άλλες μικροεπιχειρήσεις.

Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η Στρώμνιτσα προήχθη σε Καζά υπό το Σανζάκιον Θεσσαλονίκης (τουρκική Διοίκηση). Κατά την περίοδο αυτή η Στρώμνιτσα είχε 1.360 οικοδομές κατοικιών, που διαιρούνταν σε 31 συνοικίες και πληθυσμό περί τις 10.000 κατοίκους. Απ’ αυτούς 6.000 ήταν χριστιανοί, 3.000 μουσουλμάνοι, 600 Εβραίοι και οι υπόλοιποι διάφοροι, όπως γύφτοι κ.ο.κ.

Ολη η επαρχία της Στρώμνιτσας είχε περί το έτος 1890 12.505 μουσουλμάνους, 13.486 Ελληνες, 3.082 Βούλγαρους-σχισματικούς, 569 περίπου Εβραίους και 1.849 τσιγγάνους, ήτοι συνολικά 31.491 κατοίκους, ενώ περί το έτος 1910 η ίδια επαρχεία είχε περί τους 26.000 κατοίκους, από τους οποίους 10.000 ήταν μουσουλμάνοι, 15.000 χριστιανοί και 1.000 Εβραίοι.

Κατά τα έτη 1882-83 σημειώθηκε στη Στρώμνιτσα μεγάλη εκπαιδευτική δραστηριότητα των Ελλήνων κατοίκων της. Η “Επιτροπή Σχολείων” της Ελληνορθόδοδης Κοινότητας, που συστήθηκε το 1880 με σκοπό τη διόρθωση των σχολικών κτιρίων και την ενίσχυση των Σχολείων, δραστηριοποιήθηκε σε αφάνταστο σημείο για την εποχή. Στις αρχές του 1883 λειτουργούσαν στη Στρώμνιτσα τα εξής ελληνικά σχολεία: Ενα ημιγυμνάσιο, ένα Ελληνικό Σχολείο, 13 Δημοτικά (πόλεως και χωριών), ένα παρθεναγωγείο, ένα αρρεναγωγείο και ένα νηπιαγωγείο, ενώ κατά το σχολικό έτος 1893/94 λειτουργούσαν στη Στρώμνιτσα και διτάξια προγυμνάσια και ένα ακόμη νηπιαγωγείο.Ολοι οι Στρωμνιτσιώτες Ελληνες, άνδρες και γυναίκες, μάθαιναν γράμματα.

Στο εκπαιδευτικό έργο, η τοπική εκκλησία έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο. Η “Επιτροπή Σχολείων” συνεπικουρούμενη από τη Μητρόπολη Στρώμνιτσας και από τους εύπορους κατοίκους της, πέρα από την ουσιαστική βοήθειά της προς τα τοπικά εκπαιδευτήρια, διέθετε και πολλές υποτροφίες για αριστούχους Στρωμνιτσιώτες σπουδαστές στα ελληνικά Εκπαιδευτήρια της Θεσσαλονίκης.

Να προσθέσουμε εδώ ότι η Στρώμνιτσα, με την αλοπρόθυμη συμμετοχή και την οικονομική συμπαράσταση όλων των Ελλήνων κατοίκων της, είχε όχι μόνο ανθούσα Παιδεία αλλά και ανθούσα και δραστηριώτατη Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Και όλα αυτά τα κατάφεραν οι Ελληνες της Στρώμνιτσας παρ’ ό,τι διατελούσαν κάτω από το άγρυπνο μάτι της τουρκικής Διοίκησης, σε μια εποχή μάλιστα κατά την οποία σουλτάνος της Οθωμανικής (Τουρκικής) αυτοκρατορίας ήταν ο φοβερός και αιμοσταγής Αβδούλ Χαμίτ Χαν Β’, ο επονομασθείς “Ερυθρός Σουλτάνος της Τουρκίας” (εβασίλευσε από 31-8-1876 μέχρι τις 26-4-1909) (Νέστωρ Λάσκαρης, Μεγ. Ελλ. Εγκυκλ. Δρανδ. Τόμ. Α’, σελ. 43 κ.ε).

Αυτή ήταν η θαυμάσια, η πανέμορφη, η αξιοζήλευτη Πατρίδα με τη μακραίωνη Ιστορία και τη διαρκή δημιουργία και πρόοδο, η Στρώμνιτσα, την οποία αναγκάστηκαν οι Ελληνες κάτοικοί της να εγκαταλείψουν το 1913, αφού οι τότε λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις την παρεχώρησαν όλως αδίκως (τη Στρώμνιτσα) στους Βουλγάρους. Αυτή η χώρα δέχθηκε την ευεργετική δράση και τον ευαγγελισμό των Πεντεκαίδεκα Μαρτύρων και αυτή επότισαν με το μαρτυρικό αίμα τους οι ίδιοι οι Αγιοι κατά τον 4ο μχ αιώνα. Αξίζει στα επόμενα να ασχοληθούμε εν πάση δυνατή συντομία, με τους Μάρτυρες αυτούς, αφού προηγουμένως αναφερθούμε για λίγο στο βιογράφο τους, Θεοφύλακτο.

http://www.proti-selida.gr

Related posts:

Comments