Ο τάφος ενός επώνυμου Μακεδόνα στα βουνά της Πισιδίας

Ο Αλκέτας, αδελφός του στρατηγού Περδίκκα, σώθηκε από ατιμωτικό θάνατο και έτυχε λαμπρής ταφής στη «βαρβαρικήν» Πισιδία. Ο Μ. Α. Τιβέριος μας μεταφέρει τις εντυπώσεις του από πρόσφατη περιήγησή του στον αρχαιολογικό χώρο όπου βρίσκεται το μνημείο

Μια πρόσφατη πολυήμερη εξόρμηση με μεταπτυχιακούς φοιτητές σε αρχαιολογικούς χώρους της σημερινής Τουρκίας στάθηκε αφορμή να γνωρίσω από κοντά την Τερμησσό, μια πόλη της αρχαίας Πισιδίας, κτισμένη σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μ., περίπου 34 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Αττάλειας. Πρέπει να ομολογήσω ότι μέχρι πρότινος λίγα πράγματα ήξερα για τις αρχαιότητες και γενικά για την ιστορία της αρχαίας αυτής πόλης. Μακριά από σύγχρονους οικισμούς, σκαρφαλωμένη σε δυσπρόσιτα βουνά και ενταγμένη σήμερα μέσα σε ένα όχι τεχνικά διαμορφωμένο, αλλά φυσικό πάρκο με ενδιαφέρουσα πανίδα και χλωρίδα, μας αποζημίωσε δεόντως για τα ανηφορικά και μερικές φορές κακοτράχαλα μονοπάτια που έπρεπε να ανεβούμε για να γνωρίσουμε από κοντά τα μνημεία της. Μνημεία που, όχι σπάνια, σώζονται σε εξαιρετικά μεγάλο ύψος, όπως, π.χ., τα τείχη, το θέατρο, το γυμνάσιο με τα λουτρά, το βουλευτήριο - ωδείο, μερικοί ναοί, κιστέρνες, το υδραγωγείο καθώς και ποικίλα ταφικά μνημεία. Και να σκεφτεί κανείς ότι η Τερμησσός ουσιαστικά δεν έχει ακόμη γνωρίσει τη σκαπάνη των αρχαιολόγων.

Στους αρχαίους Ελληνες η περιοχή ήταν από παλιά γνωστή. Ο ποιητής της Ιλιάδος ήξερε ότι ένας από τους άθλους που υποχρεώθηκε να κάνει ο Βελλεροφόντης, ο ξακουστός ήρωας της Κορίνθου, από τον Ιοβάτη, τον βασιλιά της Λυκίας, ήταν να εξοντώσει τους πολεμοχαρείς Σολύμους που ζούσαν στα μέρη αυτά. Στην περιοχή έδειχναν τον «χάρακα» (: το στρατόπεδο) του Βελλεροφόντη και τον τάφο του γιου του Πεισάνδρου (ή Ισάνδρου), που είχε πέσει νεκρός από το χέρι του ίδιου του θεού του πολέμου, του Αρη.

Στο ιστορικό προσκήνιο η Τερμησσός γίνεται γνωστή με την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου. Στα 334-333 π.Χ. ο μακεδόνας στρατηλάτης, θέλοντας να περάσει από την Παμφυλία στη Φρυγία, έφθασε στα μέρη των Τερμησσέων. «Οι δε άνθρωποι ούτοι το μεν γένος Πισίδαι εισί βάρβαροι» μας λέει ο Αρριανός και «χωρίον… οικούσιν υπερύψηλον και παντή απότομον· και η οδός παρά την πόλιν χαλεπή». Ο δρόμος αυτός, ανάμεσα σε δυο ψηλά βουνά, είναι ο μόνος της περιοχής που οδηγεί προς Βορράν και ήταν δυνατόν ακόμη και μια ολιγοπρόσωπη φρουρά να τον κάνει απροσπέλαστο. Ο Αλέξανδρος κατάφερε να εκδιώξει από το πέρασμα αυτό τους Τερμησσείς, ωστόσο την ίδια την πόλη τους δεν την κατέλαβε επειδή κάτι τέτοιο θα του έπαιρνε πολύ χρόνο. «Εχω να κάνω πιο σπουδαία πράγματα από το να καταλάβω μια γερακοφωλιά» φέρεται να είπε και οδήγησε τα στρατεύματά του προς τη Φρυγία.

Λίγο αργότερα, στα 319 π.Χ., στην πόλη αυτή εξελίχθηκε ένα δραματικό γεγονός, που σχετίζεται με τις εμφύλιες συρράξεις που ξέσπασαν ανάμεσα στους στρατηγούς του Μ. Αλεξάνδρου μετά τον θάνατό του. Εδώ κατέφυγε, κυνηγημένος από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, ο Αλκέτας. Στρατηγός και αυτός, ήταν αδελφός του γνωστού Περδίκκα, ο οποίος, μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, είχε οριστεί επιμελητής της βασιλείας και έτσι είχε πάρει κεφάλι στην κούρσα της διαδοχής. Ο Αλκέτας, μετά τη δολοφονία του αδελφού του το 321 π.Χ., είχε συνάψει φιλικές σχέσεις με τους νέους της Τερμησσού, γι’ αυτό και οι τελευταίοι δεν ενέδιδαν στις πιέσεις του Αντιγόνου, που ζητούσε επίμονα την παράδοσή του. Απομακρύνθηκαν όμως με τέχνασμα από την πόλη τους και έτσι η σύλληψη του Αλκέτα έγινε εύκολη υπόθεση. Εκείνος όμως τελικά προτίμησε να αυτοκτονήσει παρά να πέσει στα χέρια του αντιπάλου του. Για τρεις ημέρες ατίμαζε ο Αντίγονος το άψυχο σώμα του άλλοτε συναγωνιστή του και, όταν εκείνο άρχισε να σαπίζει, το άφησε άταφο και εγκατέλειψε την Πισιδία. Οι νέοι της Τερμησσού, επιστρέφοντας στην πόλη τους, περιμάζεψαν το κακοποιημένο πτώμα του φίλου τους, το οποίο «λαμπρώς εκήδευσαν».

Ηδη από τον 19ο αιώνα ένα ξεχωριστό ταφικό κτίσμα στο βορειοδυτικό νεκροταφείο της Τερμησσού, λαξευμένο σε βραχώδη τοιχώματα που σχηματίζουν έναν σπηλαιώδη χώρο, είχε αναγνωριστεί ως ο τάφος του Αλκέτα. Πολύ πιθανόν με την προσθήκη κιόνων να διαμορφωνόταν εδώ και μια ναόσχημη πρόσοψη. Πρόκειται για ένα ιδιόμορφο μνημείο που συνδυάζει στοιχεία κυρίως της τοπικής ταφικής αρχιτεκτονικής και της ελληνικής - μακεδονικής ταφικής εικονογραφίας. Στο αριστερό μέρος του τάφου δεσπόζει η ανάγλυφη μορφή ενός κρανοφόρου και θωρακοφόρου ιππέα, περίπου σε φυσικό μέγεθος. Προφανώς πρόκειται για τον ίδιο τον Αλκέτα, ο οποίος με ανεμίζουσα χλαμύδα οδηγεί το καλπάζον άλογό του προς τα δεξιά. Δεξιότερα εικονίζονται ανάγλυφα τα όπλα που χρησιμοποιούσε όταν μαχόταν πεζός και πιο συγκεκριμένα το κράνος, οι κνημίδες, το ξίφος με λαβή διαμορφωμένη σε κεφάλι αετού και η στρογγυλή ασπίδα του, δίπλα στην οποία είχε χαραχθεί επιγραφή, δυστυχώς δυσανάγνωστη σήμερα.

Στη μακριά πλευρά του τάφου λαξεύτηκε μια οστεοθήκη και δίπλα σ’ αυτήν το νεκρικό κρεβάτι με πλούσια διακοσμημένα πόδια. Το τελευταίο και ένα μακρύ υποπόδιο, που το συνοδεύει, βρίσκονται κάτω από μια ελαφριά αετωματική κατασκευή, το κατώτερο τμήμα της οποίας κλείνει με ένα διχτυωτό παραπέτο. Το ασυνήθιστο αυτό κτίσμα, πάνω από το οποίο πετά ένας μεγαλοπρεπής αετός, που έχει πιάσει με τα γαμψά του νύχια ένα φίδι, πιθανόν να υποδηλώνει τον χώρο μέσα στον οποίο νοείται η νεκρική κλίνη. Η παρουσία του φιδοκτόνου αετού, σίγουρα ένας καλός οιωνός για τον νεκρό, ενισχύει ακόμη περισσότερο τη σκέψη ότι αυτός ήταν πράγματι ένα σημαίνον πρόσωπο. Ακόμη δεξιότερα έχει αποδοθεί ένα τριποδικό στρογγυλό τραπέζι και δίπλα του διάφορα σκεύη, όλα χρήσιμα στον κάτοχο του τάφου για την άλλη του ζωή στον Κάτω Κόσμο. Ειδικότερα τα δοχεία που θα δέχονταν και τις σπονδές και γενικότερα τις προσφορές, όπως, π.χ., κρασί, των Τερμησσέων φίλων του Αλκέτα, που θα μαζεύονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα στον τάφο του τιμώντας τη μνήμη του.

Μέσα στην κακοτυχία του ο Αλκέτας στάθηκε και τυχερός. Η γενέθλια γη της μακεδονικής Ορεστίδος ­ από εκεί καταγόταν η οικογένειά του ­ δεν τον δέχτηκε τελικά στα σπλάχνα της και είναι γνωστό ότι για τους αρχαίους Ελληνες ο ενταφιασμός μακριά από την πατρίδα δεν ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να τους συμβεί. Πιο φοβερό όμως ήταν να μείνουν άταφοι. Και άταφο ήθελε τον Αλκέτα ο άλλοτε συμπολεμιστής του Αντίγονος. Πρόσφερε το άψυχο κουφάρι του βορά στα αρπακτικά όρνεα, παραβιάζοντας έτσι τους ασάλευτους θεϊκούς νόμους που ορίζουν ότι κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα της ταφής. Ευτυχώς όμως γι’ αυτόν οι αλλοεθνείς φίλοι του, τους οποίους απέκτησε στη «βαρβαρικήν» Πισιδία, τον έσωσαν από τον ατιμωτικό θάνατο στον οποίο τον είχε καταδικάσει ο ομοεθνής του Αντίγονος. Τον «εκήδευσαν λαμπρώς» και του έστησαν «θαυμαστόν» μνήμα, που σώζεται ως τις ημέρες μας.

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=124674

Related posts:

Comments