ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,Tο αρχαίο Ηράκλειο κινδυνεύει

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι οι μακεδόνες βασιλείς είχαν δώσει στο πόλισμα αυτό, που είχε μια καίρια στρατηγική θέση καθώς ήλεγχε τη μοναδική οδική αρτηρία που συνέδεε τη Θεσσαλία με τη Μακεδονία μέσω των Τεμπών, το όνομα του γενάρχη τους, του Ηρακλή.

Δεν είναι υπερβολικό να λεχθεί ότι η αρχαιολογική έρευνα του βορειοελλαδικού χώρου ουσιαστικά άρχισε την τελευταία εικοσιπενταετία. Και μη νομίσει κανείς ότι το μεγάλο αυτό ενδιαφέρον για το αρχαιολογικό έργο στη Βόρεια Ελλάδα προκλήθηκε εξαιτίας κάποιου μακρόπνοου προγραμματισμού της ελληνικής πολιτείας. Η σημασία και η αναγκαιότητα του προγραμματισμού συχνά αγνοούνται από τους ιθύνοντες αυτού του τόπου. Ηταν τα ευρήματα του Μ. Ανδρόνικου το 1977 στη Βεργίνα, στην παλιά πρωτεύουσα των Μακεδόνων, που έκαναν το ελληνικό κράτος να ενδιαφερθεί για την έρευνα της ιστορίας της Μακεδονίας σε μονιμότερη βάση. Και αυτό συνέβη επειδή πίστεψε ότι και με τις ανασκαφές θα κερδίσει κάτι από το χαμένο έδαφος εξαιτίας της εσφαλμένης επί πολλά χρόνια πολιτικής που ακολουθήθηκε στο λεγόμενο «μακεδονικό» ζήτημα.

Ετσι, τις τελευταίες δεκαετίες χρήματα σε ποσότητες πρωτόγνωρες για τη μονίμως λιτοδίαιτη Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία διατέθηκαν για εργασίες σχετικές με αρχαιολογικές έρευνες στον βορειοελλαδικό χώρο. Ωστόσο η διάθεση των χρημάτων αυτών δεν μπορούμε να πούμε ότι έγινε πάντοτε με τρόπο άψογο. Η έλλειψη προγραμματισμού και κυρίως κανόνων αξιοκρατίας ­ να μια άλλη έννοια που περιφρονείται βαθύτατα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις μας ­ ευνόησε κυρίως όσους έχουν το… ταλέντο να αναπτύσσουν σχέσεις, φανερές ή αόρατες, με τα εκάστοτε κέντρα εξουσίας. Υπήρξαν βέβαια και κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις. Το υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης, επί υπουργίας Φ. Πετσάλνικου, διέθεσε τα σχετικά κονδύλια του προϋπολογισμού του με άψογες διαδικασίες. Και θα ήταν ευχής έργο οι ίδιες διαδικασίες να ακολουθηθούν και με τη νέα ηγεσία του υπουργείου αυτού.

Δημόσια έργα και αρχαιότητες

Αλλά στην αύξηση των γνώσεών μας για την ιστορία της Μακεδονίας, εκτός από τις κρατικές χρηματοδοτήσεις, έχουν συμβάλει, χωρίς μάλιστα να το… θέλουν, και τα μεγάλα έργα που εκτελούνται τα τελευταία χρόνια στη Βόρεια Ελλάδα. Π.χ., οι εργασίες κατασκευής της Νέας Εγνατίας οδού ή του δεύτερου κλάδου της εθνικής οδού Αθηνών – Θεσσαλονίκης, η τοποθέτηση του αγωγού για το φωταέριο και οι εργασίες βελτίωσης του σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας, έγιναν αφορμή να αποκαλυφθούν διάφορες αρχαιολογικές θέσεις, ορισμένες φορές εντελώς άγνωστες στην έρευνα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Νομός Πιερίας. Στην περιοχή, π.χ., του Μακρύγιαλου, εκεί όπου κατά την αρχαιότητα είχαμε την Πύδνα, μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της αρχαίας Μακεδονίας ­ γνωστή κυρίως από τη μάχη που έγινε εδώ το 168 π.Χ., η έκβαση της οποίας έσβησε το μακεδονικό κράτος και ανέδειξε τους Ρωμαίους ως κυρίαρχη δύναμη ­ οι εργασίες για διάφορα δημόσια έργα στάθηκαν αφορμή να έλθουν στο φως σημαντικές αρχαιότητες. Αρχαιότητες που χρονολογούνται από τους νεολιθικούς ως τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους και φωτίζουν άγνωστες πτυχές περίπου 5.000 χρόνων μακεδονικής ιστορίας.

Ωστόσο στη σημερινή επιφυλλίδα ήθελα να σταθώ κυρίως σε μια σωστική ανασκαφή που βρίσκεται σε εξέλιξη σε μια άλλη γωνιά της Πιερίας. Πιο συγκεκριμένα, στη θέση Κρανιά, βόρεια και αμέσως κάτω από τον λόφο όπου δεσπόζει ένα από τα ωραιότερα και καλύτερα σωζόμενα βυζαντινά κάστρα του ελληνικού χώρου, γνωστό σήμερα ως κάστρο του Πλαταμώνα, εργασίες του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος προκάλεσαν την αποκάλυψη σημαντικών αρχαιοτήτων. Ηδη από τον 19ο αι. στην περιοχή αυτή τοποθετούσαν το Ηράκλειο, μια από τις παλιότερες μακεδονικές πόλεις, στο νοτιότατο άκρο της μακεδονικής επικράτειας, στα σύνορά της με τη Θεσσαλία.

Πόλη στρατηγικής σημασίας

Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι οι μακεδόνες βασιλείς είχαν δώσει στο πόλισμα αυτό, που είχε μια καίρια στρατηγική θέση καθώς ήλεγχε τη μοναδική οδική αρτηρία που συνέδεε τη Θεσσαλία με τη Μακεδονία μέσω των Τεμπών, το όνομα του γενάρχη τους, του Ηρακλή. Τη σημαντική θέση του, σε συνδυασμό και με το λιμάνι που διέθετε, την είχαν επισημάνει και οι Αθηναίοι, οι οποίοι φρόντισαν να καταλάβουν το Ηράκλειο κατά την πρώτη δεκαετία του Πελοποννησιακού Πολέμου και να υποχρεώσουν τους κατοίκους του να πληρώνουν φόρο στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Κάτω από επιχώσεις, που σε ορισμένα σημεία ξεπερνούν τα 6 μέτρα, οι ανασκαφικές έρευνες της Ε. Πουλάκη, η οποία έχει αναλάβει τη διεξαγωγή τους, έφεραν στο φως αλλεπάλληλα στρώματα καταστροφής. Ενα μάλιστα από αυτά, που χρονολογείται στον 2ο αι. π.Χ., πιθανόν να σχετίζεται με την άλωση του Ηρακλείου από τους Ρωμαίους το 169 π.Χ., γνωστή με κάποιες λεπτομέρειες από αρχαίους συγγραφείς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η φάση που χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. Εδώ ανήκει ένα σημαντικό ωοειδές κτίριο μέγιστου μήκους και πλάτους 8 μ. και 3,50 μ. αντίστοιχα. Από τα κινητά ευρήματα αξίζει να μνημονευθεί ιδιαίτερα η εισαγμένη κεραμική, η οποία προέρχεται από μεγάλα κέντρα του αρχαίου ελληνικού κόσμου της εποχής αυτής, όπως π.χ. από την Κόρινθο, την Εύβοια, τη Θεσσαλία. Σε ακόμη παλιότερες εποχές ανήκει ένας μνημειακός περίβολος με μέγιστο πάχος γύρω στα 2 μ., ο οποίος έχει αποκαλυφθεί ως σήμερα σε ένα μήκος που ξεπερνά τα 25 μ.

Σημαντικά ευρήματα

Ο εντοπισμός ευρημάτων που βεβαιώνουν την παρουσία Ευβοέων στα μέρη αυτά κατά τον 8ο αι. π.Χ. είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Σε συνδυασμό με άλλα συναφή ευρήματα, που επίσης είναι καρπός των νεότερων ανασκαφικών δραστηριοτήτων σε διάφορες θέσεις του Θερμαϊκού Κόλπου και της Χαλκιδικής, επιβεβαιώνεται ότι ο δεύτερος ελληνικός αποικισμός στον βορειοελλαδικό χώρο, στον οποίο είχαν πρωτοστατήσει οι Ευβοείς, ήταν σύγχρονος με αυτόν της Μεγάλης Ελλάδος. Ακόμη, επαληθεύει ορισμένες λιγόλογες όσο και μεταγενέστερες γραπτές πηγές που κάνουν λόγο για παρουσία Ερετριέων στο δεύτερο μισό του 8ου αι. π.Χ. στη Μεθώνη, που βρίσκεται βορειότερα του Ηρακλείου, στη δυτική πλευρά του Θερμαϊκού Κόλπου.

Από τα άλλα ευρήματα της πολύ ενδιαφέρουσας αυτής ανασκαφής της Ε. Πουλάκη αναφέρουμε οξυπύθμενους αμφορείς με τους οποίους γνωστές οινοπαραγωγικές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, όπως π.χ. η Θάσος ή η Πέλλα, έκαναν τη μεταφορά του κρασιού τους, αμφορείς με τους οποίους γινόταν η εξαγωγή του περίφημου αθηναϊκού λαδιού, διάφορα είδη αλιείας, όπως π.χ. αγκίστρια ή βαρίδια διχτυών, ενδεικτικά των ασχολιών των κατοίκων του Ηρακλείου, νομίσματα αργυρά και χάλκινα τόσο διαφόρων βασιλέων της Μακεδονίας, όπως του Αλεξάνδρου Α‘, του Κασσάνδρου, του Δημητρίου του Πολιορκητή και του γιου του Αντιγόνου Γονατά, όσο και περιοχών εκτός Μακεδονίας, όπως π.χ. της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας, αττικά αγγεία πολυτελείας, χάλκινα κοσμήματα κτλ.

Η διάσωση της ιστορικής μνήμης

Οι σωστικές ανασκαφές που σχετίζονται με δημόσια ή ιδιωτικά έργα συχνά φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση τους αρχαιολόγους – ανασκαφείς. Και αυτό γιατί είναι αναγκασμένοι να διεξάγουν την ανασκαφή τους κάτω από δυσμενείς συνθήκες και υπό πίεση χρόνου, που ορισμένες φορές είναι ασφυκτική όταν ο χρηματοδότης του έργου είναι άτομο που έχει πρόσβαση στην εξουσία.

Συγχρόνως πρέπει σε σύντομο χρονικό διάστημα να φωτογραφήσουν, να σχεδιάσουν και να μελετήσουν τα ευρήματα της ανασκαφής τους και συχνά να αποφασίσουν και για την τύχη τους. Αν δηλαδή θα κριθούν διατηρητέα και επισκέψιμα, αν θα καταχωθούν, αν θα εξαφανιστούν από προσώπου γης.

Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις όπου αρχαιότητες, και αυτό σημαίνει το ορατό μέρος της ιστορίας αυτού του τόπου, θυσιάζονται στον βωμό των συμφερόντων κάποιων μεμονωμένων ατόμων.

Στην περίπτωση του Πλαταμώνα, η χάραξη μιας νέας σιδηροδρομικής γραμμής χωρίς άλλο θα συμβάλει αποφασιστικά στην περαιτέρω ανάπτυξη της χώρας και επομένως η εξαφάνιση των αρχαιοτήτων είναι αναγκαίο κακό, καθώς, σύμφωνα με τη γνώμη των αρμοδίων, δεν υπάρχει δυνατότητα, λόγω της διαμόρφωσης του εδάφους, η υπό κατασκευή νέα σιδηροδρομική γραμμή να ακολουθήσει άλλη πορεία.

Να συνεχισθεί η έρευνα

Ωστόσο πρέπει στην Ε. Πουλάκη και στους συνεργάτες της να δοθεί ο χρόνος ώστε να συνεχισθεί και να ολοκληρωθεί η ανασκαφή αυτή όσο γίνεται καλύτερα. Μόνο έτσι θα μπορέσει η ανασκαφέας να μελετήσει τα σημαντικά ευρήματά της και να οδηγηθεί στη δημοσίευσή τους. Και η δημοσίευση της ανασκαφής είναι αυτό που θα μετριάσει την επερχόμενη καταστροφή. Με την ευκαιρία αυτή υπενθυμίζω εδώ ότι καταστροφική για την ιστορία αυτού του τόπου είναι και η μη δημοσίευση ανασκαφής της οποίας τα υλικά κατάλοιπα δεν κινδυνεύουν από ανθρώπινες δραστηριότητες. Και αφανίζοντας ή ευνουχίζοντας τα λείψανα της αρχαιότητας αφανίζουμε και ευνουχίζουμε την ίδια την εθνική μας ταυτότητα.

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

www.tovima.gr/opinions/article/?aid=110312

 

Related posts:

Comments