Κάστρα και μονολιθικά μνημεία της Άνω Μακεδονίας

Makedonia

 
ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΜΙΧ. ΔΩΣΣΑ

Ίσως να μην είναι ακριβές και ίσως να πρόκειται περί κακοδαίμονος φήμης, ότι κάποια εκ των διαδοχικώς ανανεούμενων Επιτροπών Μετονομασίας των ανά την χώρα τοπωνυμίων αποφάσισε και δημοσίευσε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την απόφασή της να μετονομασθεί σε… Πηλοσωλήνες η θέση Κούγκι του Σουλίου. Το Κούγκι (που το όνομά του αποτελεί παραφθορά της τουρκικής προέλευσης λέξης «κιούγκι»=υδροσωλήνας) είναι συνδεδεμένο, ως είναι πασίγνωστον, με την ηρωική αντίσταση των Σουλιωτών στον Αλή Πασά και με την ιστορική θυσία/το ολοκαύτωμα του καλόγερου Σαμουήλ. Ο οποίος ανατινάχτηκε μαζί με 5 συντρόφους του, συμπαρασέρνοντας στο θάνατο τους Τούρκους διώκτες του, και ενέπνευσε στον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη την επική σύνθεσή του «Καλόγερε, τι καρτερείς, κλεισμένος μες στο Κούγκι».

Ίσως, λοιπόν, να μην έφτασε ως αυτό το σημείο ο γραφειοκρατικός ζήλος, που θα πρόσεχε μεν επιμελώς να είναι απόλυτα ακριβής η νέα ονομασία και να περιγράφει αλάνθαστα την πραγματική κατάσταση της μετονομαζόμενης τοποθεσίας, θα αδιαφορούσε όμως πλήρως για το ιστορικό ή άλλης φύσεως συναισθηματικό φορτίο που ενδεχομένως τη χαρακτηρίζει.

Αν όμως δεν έφτασε στην αναφερόμενη περίπτωση, δεν το απέφυγε σε άλλες, τόσο τη δεκαετία του 1920, όταν καταγράφηκε το μεγάλο κύμα μετονομασιών, όσο κι αργότερα, που είχε ξεθυμάνει χωρίς να εκλείψει εντελώς.

Λόγου χάριν, ματαίως ο διαπρεπής εκ Βλάστης καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντ. Κεραμόπουλος* καλούσε τους αρμοδίους να διορθώσουν τα ημαρτημένα τους και να επαναφέρουν την ονομασία Πέλκα στο χωριό της Επαρχίας Βοΐου, που μετονόμασαν σε Πελεκάνο, χωρίς την αίσθηση ούτε της ιστορίας ούτε της γλώσσας. Τα έλεγε εις ώτα μη ακουόντων. Στην εξαίρετη εργασία της, που πρόσφατα κυκλοφόρησε με τίτλο «Πέλκα. Κάστρα και Μονολιθικά Μνημεία της Άνω Μακεδονίας», η πρόεδρος του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου, Θεοδώρα Λειψιστινού, παραθέτει εν τέλει τη σχετική διαμαρτυρία του:

«Στην Αρχαιολογική Εφημερίδα, του 1932, ο Αντώνης Κεραμόπουλος γράφει για την Πέλκα:

Το Πέλεκον εγένετο Πέλεκα (τα) και εντεύθεν η Πέλκα μέχρι προ πενταετίας περίπου, ότε ανιστορήτως και άνευ ουδενός λόγου μετωνόμασαν αυτήν άγνωστοι εισηγηταί εις Πελεκάνον! Παρά τα παρ’ εμού δε κατ’ επανάληψιν γραφέντα εν εγχωρίοις εφημερίσιν, ουδείς συνεκινήθη, ίνα μεριμνήση περί της επισήμου επαναφοράς τούτου, όπερ είναι πολύτιμον ιστορικόν τεκμήριον εν χώρα ης ελάχιστα γιγνώσκομεν παλαιά τοπωνύμια”.

Και η κ. Λειψιστινού επιλέγει: «Με την ονομασία Πέλκα το χωριό πορεύθηκε από τα βάθη των αιώνων. Πελεκάνος ονομάστηκε το 1927. Το αληθινό του όμως όνομα είναι Πέλκα!».

Το μέγιστον εν ελαχίστω; Ναι, δε θα ήταν ανεπίτρεπτη υπερβολή, ογκώδης κόμπος του λόγου, να έλεγε κάποιος ότι το «πολύτιμον ιστορικόν τεκμήριον», όπως χαρακτηρίζει το όνομα Πέλκα ο Κεραμόπουλος, το οποίο αναφέρεται σε ένα αποξεχασμένο χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, αυτό το «ελάχιστον» είναι ταυτόχρονα «μέγιστον», βαρυσήμαντο στοιχείο μακεδονικής ελληνικότητας, που ξεκινάει από την αυγή σχεδόν της ιστορίας του ελλαδικού χώρου και διαμέσου των αιώνων («από τα βάθη» τους, σημειώνει η κ. Λειψιστινού) φτάνει ώς τις ημέρες μας -όπως και το πανάρχαιο χωριό Λικνάδες της ίδιας περιοχής ή ακόμη και το Τσακ(ω)νοχώρι, που εξίσου ανοήτως μετονομάσθηκε σε Ανθοχώρι, ή το Τσοτύλιον που διατήρησε το παλιό όνομά του, το οποίο ο εκ Βλάστης επίσης καθηγητής Κωνσταντίνος Αγγελής ετυμολογούσε από την αρχαία ελληνική λέξη κοτύλη.

Και γιατί «το μέγιστον εν ελαχίστω»; Επειδή, ακριβώς, το μικρό, το ελάχιστο, περιέχει την επίτευξη ενός αποτελέσματος που είναι μεγίστης σημασίας. Για παράδειγμα, ο γράφων θα αναφέρει κάτι ανάλογο που είχε την ευκαιρία να εξηγήσει κάποτε για τους εθνικούς σκοπούς που εξεπλήρωναν τα παλαίφατα και περιφανή Εκπαιδευτήρια Τσοτυλίου και η εν Κωνσταντινουπόλει δρώσα Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότης. (Το 1924 μετέφερε στη Θεσσαλονίκη τη δραστηριότητά της, μέρος της οποίας υπήρξε η δημιουργία Λαογραφικής Συλλογής, η οποία αποτελεί τον πυρήνα των εκθεμάτων του μετά ταύτα ιδρυθέντος Λαογραφικού Μουσείου Θεσσαλονίκης):

«Απ’ τα μαθητικά ακόμη χρόνια είχα μια απορία, καθώς διαβάζαμε τότε στα Πλαταϊκά του Θουκυδίδη, ότι ο Ασωπός ποταμός “ερρύη μέγας”-και εμπόδισε ως γνωστόν τους Θηβαίους να αιφνιδιάσουν τους Πλαταιείς. Πώς είναι δυνατόν, έλεγα, να ονομάζει ο Θουκυδίδης μέγαν τον Ασωπό…»…

τη στιγμή που ήξερε ασφαλώς τα πραγματικά μεγάλα ποτάμια. Και μετά από διάφορες άλλες σκέψεις και αναφορές, κατέληγα στα εξής:

«Μέγας ήταν πράγματι ο Ασωπός και ειδικότερα “ερρύη μέγας” για τον Θουκυδίδη, επειδή η κατεβασιά του ήταν αρκετή για να ματαιώσει την πολεμική επιχείρηση των Θηβαίων. Ενώ δηλαδή ήταν μικρός κατέστη πρόσφορος και αποτελεσματικός για την πραγματοποίηση ενός σκοπού. Το ίδιο ακριβώς συνέβη με τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα και τα Εκπαιδευτήρια Τσοτυλίου. Αν τα δει κανείς με τα συνήθη μέτρα συγκρίσεως, θα πει πως ήταν ένα συνηθισμένο σωματείο και ένα σχολείο, όπως άλλα. Αν τα δει όμως μέσα από τη σχέση της επιδιώξεως και της εκπληρώσεως ενός εθνικού σκοπού, τότε μπορεί χωρίς κανένα δισταγμό να ισχυρισθεί ότι ήταν μεγάλα. Και, παραφράζοντας τον Θουκυδίδη, μπορεί άφοβα να πει, ότι “ερρύη μέγας” από τα Εκπαιδευτήρια Τσοτυλίου ο ποταμός των εθνικών και πνευματικών ναμάτων, με τα οποία καταρδεύθηκε ο μακεδονικός Ελληνισμός στα δύσκολα χρόνια της τουρκοκρατίας και τα κατοπινά».

Εδώ ακριβώς έχουμε ανάλογη περίπτωση: Αποκαλύπτεται και εκσημαίνεται δια του βιβλίου το ιστορικό αποδεικτικό μέγεθος που υπάρχει και «ρέει μέγα» στη «σμικρότητα» της Πέλκας. Και διαλαλείται έτσι η ελληνικότητα της Άνω Μακεδονίας. Όχι μόνο επειδή πιστοποιείται η ανά τους αιώνες διάρκεια του ονόματος και η διαχρονικότητα του πολιτισμικού/ λαϊκού της βίου, αλλά και επειδή αβίαστα ταυτοποιούνται τα αρχαιολογικά ευρήματα, οι συνταυτίσεις, οι συνάφειες και οι αναγωγές του ελληνικού αυτού βίου προς τις αντίστοιχες πλείστων άλλων περιοχών του ελλαδικού χώρου. Το έργο αυτό επιτελείται στο βιβλίο της κ. Λειψιστινού, με κείμενα και φωτογραφίες της ίδιας, με την επιμέλεια έκδοσης και σχεδιασμού του Σπύρου Τσιλιγκιρίδη και εκτύπωση-βιβλιοδεσία από τις Εκδόσεις Ζήτη. Η μεθοδικότητα στην αναζήτηση, ανεύρεση, αξιολόγηση και αξιοποίηση των πηγών, παλαιότερων και νεότερων, και η «επί του εδάφους» πιστοποίηση των πληροφοριών τους καθιστά το βιβλίο σημείο αναφοράς όχι μόνο για το θέμα του, αλλά και για μια συνολικότερη θεώρηση του ιστορικού βίου του ελληνικού λαού.

Κάθε παρόμοιο βιβλίο κρίνεται ως προϊόν διανοητικής εργασίας και λογικών διαδικασιών. Όταν όμως έχει συναισθηματικούς τόνους, με τους οποίους το έχει εμπλουτίσει ο συγγραφέας του, κρίνεται και ο λόγος τους προς τη δεκτικότητα του αναγνώστη. Εάν το συναίσθημα δεν αλλοιώνει τα στοιχεία της πραγματικότητας και ταυτόχρονα διατηρεί τη μεταδοτικότητά του προς τον «άλλον», όπως συμβαίνει με την «Πέλκα, Κάστρα και Μονολιθικά Μνημεία της Άνω Μακεδονίας», τότε η συγκίνηση που τον καταλαμβάνει, όταν το διαβάζει, ισοδυναμεί με τη «μέθεξη», που είναι το ζητούμενο κάθε συγγραφικού πονήματος.

*Τα πανάρχαια τείχη επί της ορεογραμμής της Πέλκας αποτελούν θέμα συστηματικής παρουσίασης στο βιβλίο της κ. Λειψιστινού. Σχετικώς ο Αντώνιος Κεραμόπουλος έγραφε, ότι «οι εν αφράκτοις κώμαις οικούντες επί των μεγάλων πεδιάδων παλαιοί άνθρωποι έκτιζον επί λόφων υψηλών και δυσπροσίτων τείχη, εις α (τα οποία) κατέφευγον εν καιρώ πολέμου ή δι’ ων (με τα οποία) επροστάτευον τας εισόδους των πεδινών περιοχών». Αναφερόμενος δε στον τρόπο οίκησης και στην «αστικοποίηση» των Μακεδόνων από το Φίλιππο, όπως τους τα είπε στην περίφημη δημηγορία του ο Μ. Αλέξανδρος, γράφει: «Αι αρχαιολογικαί μου έρευναι εν τη Άνω Μακεδονία, ήτοι τη Δυτική, απέδειξαν ότι οι κάτοικοι της χώρας ταύτης κατά τους προϊστορικούς χρόνους και τους πρωΐμους ιστορικούς ήσαν ωκισμένοι κατά μικράς κώμας, όπως […] το Μπουφάρι παρά το Τσοτύλιον, ζήσαν τουλάχιστον μέχρι των χρόνων του Χριστού και δύο άλλαι κώμαι […[ η μία ζήσασα μέχρι του 5ου π. Χ. αιώνος παρά το Τσοτύλιον-θέσις Σαράντα Γκορτσιές-και η άλλη παρά τας αμπέλους του εγγύς προς δυσμάς χωρίου Πλάζομη (νυν Ομαλή) καθαρώς προϊστορική».

Στη συνέχεια αναλύει το πώς -και κατά τον Αλέξανδρο- ο Φίλιππος «απέφηνε Μακεδόνας οικήτορας πόλεων» (τους εγκατέστησε σε πόλεις) και υποστηρίζει ότι τέτοιες πόλεις ίδρυσε και στην Άνω Μακεδονία. Οι ιστορικές πιθανότητες συνηγορούν υπέρ της υποθέσεως ότι στην περιοχή της Πέλκας, κοντά στην οποία αναφαίνεται αργότερα η Σισανιούπολις (σημερινό Σισάνι), ιδρύθηκε από τον Φίλιππο πόλις, στο πλαίσιο της αναφερθείσης «αστικοποίησης» και της Άνω Μακεδονίας.

Αγγελιοφόρος

 

Related posts:

Comments