Σκόπια - Η πρωτεύουσα και τα περίχωρα

Σκόπια

Η πρωτεύουσα και τα περίχωρα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΔΟΚΙΜΊΔΗΣ

Η περιέργεια να δεις πίσω από την κουρτίνα. Ιδίως όταν η κουρτίνα αφήνει χάσματα από όπου περνούν μνήμες, ακούσματα, ονόματα οικεία, δικά σου. Και ακόμη περισσότερο όταν το δίχτυ της ζωής σε δένει με την άλλη πλευρά. Να δεις, να ακούσεις, να σκεφθείς έξω από τα στερεότυπα της μαζικής εκδρομής - επιδρομής. Μοναχική πορεία σε τόπους έρημους και πολυσύχναστους για να ακούσεις το ψιθύρισμα του Ελληνικού· και να γευθείς το κοινό του τόπου και των ανθρώπων που βρίσκεται χωμένο άλλοτε βαθιά και άλλοτε μόλις κάτω από την επιφάνεια. Βόλτα στις γειτονιές από την άλλη πλευρά των συνόρων μας. Στο κομμάτι της γης που άλλοι το λένε Νοτιοανατολική Ευρώπη και άλλοι Βαλκάνια.



Ξύπνησα νωρίς το πρωί. Από το παράθυρο του ξενοδοχείου η πόλη απλωνόταν μέσα στην πρωινή ομίχλη. Οι πρώτοι θόρυβοι της πόλης που ξυπνά: μαρσαρίσματα αυτοκινήτων και κελαηδίσματα πουλιών. Τα Σκόπια. Η πρωτεύουσα της FYROM με πληθυσμό 500.000 κατοίκους, στη θέση της ρωμαϊκής πολίχνης Scupi.

Αρχικά η πόλη εκτεινόταν στη δεξιά όχθη του Βαρδάρη, στους πρόποδες του βουνού Vodno. Στη συνέχεια επεκτάθηκε και στην αριστερή όχθη γύρω από την ακρόπολη, το σημερινό κάστρο. Η πόλη αναφέρεται συχνά στους βουλγαροβυζαντινούς πολέμους τον 10ο-11ο αιώνα. Ως το 1204 η βυζαντινή κυριαρχία στην περιοχή ήταν περίπου αδιάσπαστη, εκτός από την περίοδο του βουλγαρικού κράτους του Συμεών στο τέλος του 10ου αιώνα. Το 1203 καταλαμβάνεται από τους Βουλγάρους του τσάρου Καλοϊωάννη. Ως το 1282 η πόλη καταλαμβάνεται διαδοχικά από τους Ηπειρώτες, τον Βατάτζη της Νίκαιας και τους Σέρβους, οι οποίοι την κάνουν έδρα του βασιλείου τους υπό τον Μιλούτιν. Η σερβική κυριαρχία συνεχίζεται ως το 1392. Ο Ντουσάν στέφεται εδώ αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ρωμαίων το 1346. Το 1392 η πόλη καταλαμβάνεται από τους Οθωμανούς και απελευθερώνεται στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13 για να αποτελέσει τμήμα της Σερβίας. Από το 1945 ως το 1991 τα Σκόπια είναι η πρωτεύουσα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της “Μακεδονίας” στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβίας. Το 1991 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος.

Νωρίς το πρωί ξεκινήσαμε προς τα σερβικά σύνορα με κατεύθυνση το Κουμάνοβο. Πήραμε τον παλιό δρόμο περνώντας από τις βορειοδυτικές γειτονιές των Σκοπίων μέσα στην έντονη πρωινή κίνηση ­ στενός και άσχημα διατηρημένος δρόμος με ακόμη πιο άσχημο καλντερίμι κατά διαστήματα. Σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε περάσαμε την υποτυπώδη «βιομηχανική ζώνη» και βγήκαμε στον κάμπο με τους χαμηλούς λόφους πηγαίνοντας προς τη ρίζα της νότιας απόληξης της Τσέρνα Γκορά (1600 μ.) με τις χιονισμένες κορυφές. Αραιοκατοικημένη περιοχή με σερβικό κυρίως πληθυσμό αλλά και με τα καινούργια τζαμιά να λάμπουν στον ήλιο. Μετά το Ουμίν Ντόλ (20 χλμ. από τα Σκόπια) πλησιάσαμε στο Κουμάνοβο. Εξω από την πόλη, κοντά σε ένα μεγάλο στρατόπεδο των Κυανόκρανων, στρίψαμε αριστερά για το χωριό Λοπάτε. Εκεί, ρωτώντας στο καφενείο βρήκαμε τον δρόμο για το μοναστήρι της Παναγίας στο Ματέιτσε. Ανηφορίζουμε με δυτική κατεύθυνση τον καλό ­ αρκεί να μην έχει βρέξει ­ δασικό δρόμο στις πλαγιές του βουνού μέσα στο δάσος με τις σημύδες. Ο κάμπος τού Κουμάνοβο αρχίζει να χάνεται στην ομίχλη. Στα 4 χλμ. από το Λοπάτε το μοναστήρι δεσπόζει του κάμπου επάνω σε έναν λόφο με οξυές. Ανακαινίστηκε την εποχή της σερβικής ακμής (14ος αι.) αλλά το αρχικό κτίσμα ήταν παλαιότερο.

Πρέπει να είμαστε φρόνιμοι, τουλάχιστον κατά περίπτωση, όπως ενδεχομένως ήταν και ο Ιωάννης Οικονομίδης, Υδραίος ο οποίος το 1840 στις 20 Αυγούστου είχε χαράξει με καλλιγραφικά γράμματα επάνω στην πρώτη δεξιά κολόνα του ναού: «Σώφρων έσο» με την υπογραφή του από κάτω. Δεν ξέρω τι υπονοούσε ο Ιωάννης, αλλά οι γαλάζιες εντυπωσιακές τοιχογραφίες του καθολικού έκαναν τη Γιούλικα να αψηφήσει τις σαφείς εντολές του νεαρού επιστάτη «απαγορεύονται οι φωτογραφίες μέσα στην εκκλησία» και να αρχίσει να φωτογραφίζει το εσωτερικό του ναού. Ο επιστάτης αλαφιασμένος ζητάει το φιλμ και τηλεφωνεί στο χωριό. Σε λίγο φθάνει ένα «Ζάσταβα» με πέντε ντόπιους. Μας κάνουν ένα γερό, «σοσιαλιστικών» τόνων κήρυγμα περί των αρμοδιοτήτων που έχουν ως εκλεγμένη αυτοδιοίκηση του χωριού. Μετά, μας αποχαιρετούν καλόκαρδα ­ αφού τους δώσαμε το φιλμ.

Ο καιρός συννέφιαζε και η διάθεσή μας ήταν ανάλογη. Επιστρέψαμε στα Σκόπια από τον Ε75 και στα διόδια για πρώτη φορά ζητήσαμε ­ λίγο χαιρέκακα, ομολογώ ­ τη σχετική απόδειξη. Στην πόλη έβρεχε και συγχρόνως μας έκοψαν, με πραγματικά ευγενικό τρόπο, ένα τσουχτερό πρόστιμο (8.000 δρχ.) για παράνομη στάθμευση. Απτόητοι όμως απολαύσαμε στο παζάρι νοστιμότατα μικρά κεμπάπ και φασολάδα φούρνου εξαιρετική. Το παζάρι των Σκοπίων ­ Bit Pazar ­ στην αριστερή όχθη του Βαρδάρη είναι μια μεγάλη εμπορική περιοχή, τυπικά βαλκανική του 19ου αιώνα, με ανακαινισμένα χιλιάδες μικρά μαγαζιά ­ ανάκατα τα χρυσοχοεία με τα αθλητικά είδη, τα στραγαλάδικα και τα κεμπαπτζίδικα. Κυριαρχείται από μουσουλμάνους και είναι προφανές ότι αποτελεί τον τόπο όπου βρίσκει κανείς φθηνά όσα χρειάζεται, σε αντίθεση με τη δεξιά, εξευρωπαϊσμένη όχθη.

Ανεβήκαμε στο κάστρο, έναν χαμηλό λόφο στην αριστερή όχθη, την έδρα του μεσαιωνικού βασιλείου των Σέρβων στη διάρκεια της βασιλείας τού κράλη Ντουσάν. Εξω από την πύλη του σε μια μικρή πλατεία το μοναστήρι τού Σβέτι Σπας (Σωτήρ). Χαμηλή εκκλησία με εξαιρετικά πλούσιο και επιχρυσωμένο ξύλινο τέμπλο της φημισμένης σχολής της Δίβρης. Μια ομάδα αξιωματούχων των UN περιφέρονταν ακούγοντας(;) την ξεναγό τους. Στην πλακόστρωτη αυλή του μοναστηριού ο τάφος τού Goce Delcev, του ανερχόμενου τώρα ήρωα της FYROM που σκοτώθηκε από Τούρκους κοντά στις Σέρρες το 1906 πολεμώντας για την αυτονομία της “Μακεδονίας”. Δέκα μέτρα πιο πέρα, επιτύμβια πλάκα στο πλακόστρωτο: «Ενθάδε Κείται ο Μακαρίτης Γεώργιος ΝΚ. Ζάνγου, Χρυσοχόος, Γεννηθείς εν Κρουσσόβω τω 1818 και Αποβιώσας εν Σκοπίοις τω 1890 Αυγούστου 20. Γαίαν Εχοις Ελαφράν». Η μικρή ελληνοβλαχική κοινότητα των Σκοπίων του 19ου αιώνα.

Περπατήσαμε στη βόρεια μουσουλμανική πλευρά της πόλης στην αριστερή όχθη του Βαρδάρη. Πίσω από τον Σβέτι Σπάς το μεγάλο τζαμί τού Μουσταφά Πασά (17ος αι.). Μέσα στην αγορά, το Καπανί χάνι και το τζαμί τού Μουράτ Πασά κτισμένο, κατά πάσαν πιθανότητα, στη θέση του μεσαιωνικού μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου Gorgo (εκ του: γοργός, γρήγορος) που ίδρυσε ο Ρωμανός Γ’ περίπου το 1265. Κατεβήκαμε στο ποτάμι, στην παλιά οθωμανική γέφυρα, θεμελιωμένη επάνω σε ρωμαϊκή, όπου και ο παλιός μητροπολιτικός ναός της πόλης, ο Αγιος Δημήτριος, απέναντι από ένα περίπτερο γεμάτο κατακόκκινες σημαίες με τον ήλιο της Βεργίνας και τον βουλγαρικό λέοντα. Ταπεινή εκκλησία ο Αγιος Δημήτριος. Ογκώδη μανουάλια μπροστά στο ιερό. Στο ένα: «Ματθαίος Επιτροπεύσας 1896»· στο άλλο: «Ο Δ. Δρίτζας στη μνήμη της Γυναικός του Ολγας το Γένος Βοσνιάκου, Αφιερώνεται εις τον Ι.Ν. της Αναλήψεως, 1901».

Νωρίς το απόγευμα ξεκινήσαμε για τα βόρεια περίχωρα της πόλης στις πλαγιές τής Τσέρνα Γκορά. Παίρνοντας τον δρόμο τού Κατσάνικ στρίψαμε κοντά στα λατομεία, 5 περίπου χλμ. από το κέντρο της πόλης, δεξιά. Μικρές κοιλάδες, χωράφια, περιβόλια και χωριά και συγχρόνως να ακούς σχεδόν τον θόρυβο της πρωτεύουσας. Στην άκρη του χωριού Νικίστανη (10 χλμ. από τα Σκόπια) με τα μεγάλα πλινθόκτιστα σπίτια, πάνω σε λόφο, είναι το μοναστήρι του Αγίου Νικήτα, του 14ου αιώνα. Πλούσιο μοναστήρι τον 13ο αιώνα είχε στην ιδιοκτησία του πολλά γειτονικά χωριά που του δώρισε ο σέρβος κράλης Στέφανος Ουρός Α’, πράξη που επικύρωσε αργότερα και ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’. Η εκκλησία ανακαινίστηκε, σύμφωνα με τη σχετική επιγραφή, το 1483. Οι άγιοι στο ιερό με τα ελληνικά τους ονόματα ­ έργα των ζωγράφων Μιχαήλ και Ευτυχίου. Αριστερά, η δίγλωσση (ελληνικά και σλαβονικά) επιγραφή: «Μνήμη Θανάτου Χρησιμεύη τω Βίω». Στην αυλή, ψησταριές και παρέες που μόλις είχαν αποφάει.

Απέναντι από τη Νικίστανη είναι η Κουσεβίτσα, η Κλουστοβίστα των παλαιών εγγράφων, ένα πετρώδες χωριό χωρίς δρόμους και γεμάτο σκουπίδια. Στην πλατεία(;) η εκκλησία της Παναγίας με εξωτερικές τοιχογραφίες ιδρύθηκε από τον Στέφανο Ντεκάνσκι (14ος αι.) και σε επιγραφή της αναφέρονται τα ονόματα Ασέν, Ραντοσλάβ και Βλαδισλάβα από τον οίκο τού Ντουσάν. Από την Κουσεβίτσα συνεχίσαμε (3 χλμ.) σε ένα μικρό φαράγγι με χιλιάδες υδρόμυλους και σκουριασμένα πεταμένα αυτοκίνητα προς το Μοναστήρι των Αρχαγγέλων (16ος) στο δάσος τής Τσέρνα Γκορά. Ο εκκλησάρης, με σπασμένα ελληνικά, είχε δουλέψει στην Κρήτη στα πορτοκάλια, ήθελε να μας πουλήσει γούνες από σκίουρους. Στο πλάτωμα έξω από το μοναστήρι οικογένειες έκαναν το σαββατιάτικο πικ νικ τους. Παιδιά έπαιζαν μπάλα, οι πατεράδες έψηναν κεμπάπ στις ατομικές ψησταριές. Αλλοι ξαπλωμένοι στο χορτάρι δίπλα στο «Ζάσταβα», άλλοι σε άσπρες πλαστικές πολυθρόνες δίπλα στο νέο τζιπ τής «Kia».

Επιστρέψαμε στα Σκόπια νωρίς το απόγευμα. Η κίνηση άρχιζε στους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Στο ανοιχτό τρίγωνο που σχηματίζεται μπροστά στην παλιά γέφυρα, τραπεζάκια έξω, γεμάτα κόσμο. Στον διπλανό ήσυχο δρόμο, κάποιοι νεαροί έπαιζαν μπάσκετ. Ησυχο απόγευμα, καθαρή ατμόσφαιρα μετά τη μεσημεριάτικη βροχή. Μικρή η πόλη και ακόμη μικρότερο το κέντρο της, τρία ζεύγη δρόμων που τέμνονται κάθετα. Πολυκατοικίες σχετικά καινούργιες (η πόλη χτίστηκε ξανά, μετά τον μεγάλο σεισμό του 1963) και καλοδιατηρημένες. Το ρολόι του σταθμού σταματημένο στην ώρα της καταστροφής: 3.25. Ως γνήσιοι Ελληνες δεν παραλείψαμε να γευθούμε και τα γλυκά της Στέλλας Νο 2 στη γωνία της λεωφόρου Κυρίλλου Οχρίδος, δίπλα στη γερμανική διπλωματική αποστολή. Ικανοποιητικές γεύσεις σε διπλάσιες τιμές από ό,τι τα άλλα ζαχαροπλαστεία. Περνώντας έξω από το κοινοβούλιο αντιληφθήκαμε ότι απαγορεύεται να φωτογραφίσουμε το κτίριο (το μόνο μέρος, μαζί με το εσωτερικό των εκκλησιών, όπου απαγορεύονται οι φωτογραφίες στη FYROM).

Μετά από μία-δύο ώρες περίπατο, η επιλογή ήταν περίπου δεδομένη: καλό φαγητό στο παζάρι στην παλιά πόλη. Στη μικρή πλατεία πίσω από το μπεζεστένι, με το σιντριβάνι στη μέση, αφού προσπαθήσαμε και πείσαμε το γκαρσόνι ότι μπορεί να είσαι Ελληνας χωρίς υποχρεωτικά να μένεις στη Θεσσαλονίκη, απολαύσαμε ποικιλίες από μεζέδες και κρεατικά πληρώνοντας γύρω στις 3.000 δραχμές το άτομο.

Την άλλη ημέρα το πρωί επισκεφθήκαμε το κεντρικό ιστορικό - εθνολογικό μουσείο στην αγορά, δίπλα στο Κουρσουνλί χάνι. Ενα σχετικά φτωχό μουσείο. Οι δύο αίθουσες για τους προϊστορικούς και μετέπειτα χρόνους είναι αρκετά καλές με εκθέματα και χάρτες. Οι υπόλοιπες αίθουσες προβάλλουν έντυπο κυρίως υλικό από την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα χωρίς όμως να μπορώ να εκτιμήσω την αξία του λόγω γλώσσας. Ενα δεύτερο τμήμα ήταν αφιερωμένο σε λαογραφικές συλλογές, κυρίως υφαντά και ρούχα, με τα γνώριμα έντονα χρώματα, το μαύρο και το κόκκινο να κυριαρχεί και τα τολμηρά γεωμετρικά σχέδια.

Αργότερα, περιμένοντας να σταματήσει η μπόρα, ήπιαμε έναν γρήγορο καφέ στο Καπανί χάνι και στη συνέχεια κινηθήκαμε προς τα δυτικά. Από τον αυτοκινητόδρομο Σκόπια - Τέτοβο στρίψαμε αριστερά στα 12 χλμ. για το φαράγγι του ποταμού Τρέσκα, παραποτάμου τού Βαρδάρη (Αξιού). Πλησιάζαμε τα βουνά μέσα από πρωινά καταπράσινα χωράφια. Σιγά σιγά μπαίναμε στο φαράγγι δίπλα στο ποτάμι που στένευε και άφριζε. Λίγο προτού μπούμε στο φαράγγι αφήσαμε αριστερά το χωριό Μάτκα. Στην είσοδο του φαραγγιού, αριστερά, το Μοναστήρι Κοιμήσεως της Θεοτόκου, του 1372. Τέσσερα άγρια και υπερμεγέθη σκυλιά δεμένα στην πόρτα του μοναστηριού μάς υποδέχθηκαν. Ο συμπαθητικός κηπουρός - φύλακας μας εξήγησε, λίγο απολογητικά, ότι τα έχει για να προφυλάσσεται «από αυτούς», εννοώντας τους αλβανόφωνους των δυτικών περιοχών της χώρας. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και προχωρήσαμε με τα πόδια. Το φαράγγι στενεύει και το ποτάμι αγριεύει κάνοντας κούρμπες ανάμεσα στα βράχια. Προχωρήσαμε μαζί με άλλους κυριακάτικους περιπατητές στη δεξιά όχθη του ποταμού. Σε λιγότερο από 1 χλμ. και αφού το φαράγγι στενέψει πολύ ανοίγεται η μικρή πράσινη λίμνη στριμωγμένη από θεόρατα βράχια. Σε ένα μικρό πλάτωμα δεξιά, μία ακόμη κομψή εκκλησία, ο Αγιος Ανδρέας (14ος αι.) που θεμελίωσε ο Ανδρέας, ο δευτερότοκος γιος του κράλη Βουκασίν το 1389. Ηπια τουριστική εκμετάλλευση με ένα αναψυκτήριο, μικρές προβλήτες, βάρκες και κανό. Το ποτάμιΤρέσκα έρχεται από τα νότια, από μια ορεινή και δύσβατη περιοχή τής Σούβα Γκορά.

Επιστρέψαμε στον κεντρικό δρόμο προς το Τέτοβο. Χαμηλοί λόφοι στη μικρή πεδιάδα που ουσιαστικά αποτελεί ένα είδος προσεκβολής προς τα δυτικά της μεγάλης πεδιάδας του Αξιού. Απέναντί μας ο μεγάλος, χιονισμένος και επιμήκης ορεινός όγκος τού Σαρ (Σάρος). Κάποιος έλεγε ότι τα όρια του ελληνισμού εκτείνονται προς Βορράν ως το όρος Σάρος. Η περιοχή είναι αμιγώς αλβανόφωνη και πιθανώς αλβανόφρονη. Σε κάθε χωριό, τζαμί. Θυμηθήκαμε ό,τι είχαμε διαβάσει ή δει τον τελευταίο καιρό για τις αναταραχές στην περιοχή. Αισθανόμασταν κάπως κουμπωμένοι κατεβαίνοντας στον εύφορο κάμπο τού Τέτοβο, το οποίο εξακολουθούσε να μένει κρυμμένο μέσα στις μακρές σειρές από λεύκες.

Στην είσοδο της πόλης μερικά μεγάλα κτίρια με τα σουπερμάρκετ. Η πόλη, κτισμένη στο παλιό άναρχο στυλ, δημιουργεί διάφορες γειτονιές που έχουν αμιγώς «ανατολίτικο» χαρακτήρα με τη γνωστή ακαταστασία, τους χωματόδρομους και τα σκουπίδια. Είναι όμως ιδιαίτερα εντυπωσιακός ο πράσινος όγκος τού Σαρ με τα χωριά σκαρφαλωμένα δώθε κείθε, κάτι σαν Πήλιο. Στην ανατολική άκρη της πόλης βρίσκεται το συγκρότημα - τεκές τού Αραμπατί Μπαμπά. Ενας μεγάλος τειχισμένος χώρος περίπου 50 στρεμμάτων που περιλαμβάνει πολλά ενδιαφέροντα οικήματα τα οποία εξυπηρετούν τον κεντρικό τεκέ των μπεκτασήδων, ένα από τα «αιρετικά» τάγματα των μουσουλμάνων. Δύο από τα παλαιά κτίρια έχουν διαμορφωθεί σε εστιατόριο και ξενοδοχείο. Δίπλα στον μπλε πύργο, στη βόρεια άκρη του συγκροτήματος, βρίσκεται ο τεκές.

Ο Ταχίρ Μπαμπά μάς υποδέχθηκε με το άσπρο υψηλό καπέλο του από τσόχα και με το διακριτικό του περιδέραιο στο στήθος. Συζητήσαμε αρκετή ώρα μαζί του με τρόπο άνετο και «ελεύθερο» όχι μόνο καπνίζοντας παρουσία γυναικών αλλά προσφέροντάς τους και τσιγάρο. Καθισμένοι στο ξύλινο και περίτεχνα δουλεμένο κιόσκι τον ακούγαμε να μας εξηγεί, με διακριτικότητα, τις ελευθερίες που τώρα απολαμβάνουν οι μουσουλμάνοι γενικώς και οι μπεκτασήδες ειδικώς, καθώς και τις προσπάθειες που κάνει για να πάρει ξανά πίσω τις ιδιοκτησίες τού τεκέ. Η ηρεμία του χώρου και η γαλήνια μορφή τού baba ήταν εκτός τόπου σε σύγκριση με το θλιβερό και θορυβώδες περιβάλλον της πόλης, ιδιαίτερα όσο ανέβαινε η μεσημεριάτικη ζέστη.

Στη νότια άκρη της πόλης, δίπλα στο ποτάμι βρίσκεται το «χρωματιστό τζαμί». Ενα χαμηλό τζαμί επιζωγραφισμένο σε όλη του την επιφάνεια, εσωτερικά και εξωτερικά, με φανταχτερά χρώματα και σχέδια οργιώδους βλάστησης. Η υπερβολή συν την οικονομική δύναμη σε αισθητικά πλαίσια του 18ου αιώνα ­ το λεγόμενο τουρκομπαρόκ. Μέσα στο ήρεμο περιβάλλον με τους γέροντες με τα άσπρα σκουφάκια να κάθονται αμίλητοι, η πιτσαρία Φοντάνα μέσα σε παλιά λουτρά. Προτίμησα ένα φαστ φουντ δίκην επαρχιακού καφενείου για να πιω έναν εξαιρετικό εσπρέσο ακούγοντας τους νεαρούς να μιλούν γύρω μου αλβανικά. Η ποιότητα του εσπρέσο με παρεκίνησε να μάθω για τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού ­ μαύρο στενό γυαλί και λιγδωμένο μαλλί: είχε κάνει εργάτης στην Ιταλία.

Επιστρέψαμε αργά το απόγευμα στην πόλη μέσα σε υγρή και κουραστική ζέστη. Κάποιοι προτίμησαν την ξεκούραση του ξενοδοχείου και άλλοι, ακούραστοι, επεχείρησαν μια επίσκεψη σε ένα μεγάλο οθωμανικό τσιφλίκι, στο Μπράντοτσι, στη δυτική άκρη της πόλης, 3 χλμ. από το στάδιο. Ενα πραγματικό οχυρό με τείχη, πύργους, πολεμίστρες και μνημειακή πορτάρα την οποία όμως δεν μπορέσαμε να περάσουμε λόγω του ότι το τσιφλίκι ήταν στρατιωτική περιοχή, στρατώνας του ­ τέως ­ γιουγκοσλαβικού στρατού. Τα ξεβαμμένα κόκκινα αστέρια στην είσοδο σημάδι ενός πρόσφατου παρελθόντος. Η ιδέα να δειπνήσουμε στο ξενοδοχείο αποδείχθηκε αρκετά καλή. Με θέα τα Σκόπια τη νύχτα γευθήκαμε ενδιαφέρουσες ευρανατολίτικες γεύσεις με σχετικά καλό σέρβις και πολύ λογικές τιμές.

Νωρίς την επόμενη ημέρα ξεκινήσαμε αρχικά για το Νέρεζι. Πίσω από τον σταθμό, o δρόμος που οδηγεί στο ξενοδοχείο Panorama συνεχίζει στο βουνό Βόντνο. Με θέα την πόλη και μέσα σε κατάφυτες πλαγιές στο μικρό χωριό Νέρεζι, 8 χλμ. από το κέντρο, βρίσκεται το Μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονος. Αν το Κουρμπίνοβο είναι η τολμηρή υπερβολή, το Νέρεζι αντιπροσωπεύει τη σίγουρη ομορφιά και το μέτρο του κλασικού τεχνίτη που ενσωματώνει τους αισθητικούς κανόνες σε ένα προσωπικό στυλ. Η κτιτορική επιγραφή στην είσοδο: «Εκαλλιεργήθη ο Ναός του Αγίου και Ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος εκ Συνδρομής Κύρου Αλεξίου Κομνηνού και Υιού της Πορφυρογέννητης Κυράς Θεοδώρας Μηνί Σεπτεμβρίω του Ετους… (1164) Ηγουμένου Ιωαννικίου». Εξοχη Κομνήνεια τέχνη

Σώματα Αγγέλων κολυμπούν στο γαλάζιο φόντο. Η αυστηρή, ψυχρή κομψότητα του νεαρού Αγίου Παντελεήμονος. Η μητέρα - Παναγία σφίγγει τον Ιησού. Τα πρόσωπα στην «Είσοδο στην Ιερουσαλήμ», στον νότιο τοίχο, όπως και οι γυναίκες στη «Γέννηση της Παρθένου» έχουν καθένα τη δική του ανθρώπινη ταυτότητα. Από το δεύτερο στρώμα τοιχογραφιών, μετά τον σεισμό και την ανακαίνισή του το 1556, ξεχωρίζει ο αυστηρός και ψηλόλιγνος Αρχάγγελος Μιχαήλ. Θα καθόμασταν πολύ περισσότερο στο Νέρεζι αν δεν μας ανάγκαζε το τηλεοπτικό συνεργείο τής Mak TV που γύριζε ένα ντοκιμαντέρ για το μοναστήρι να αποσυρθούμε διακριτικά.

Επιστρέψαμε στην πόλη και στην άκρη της, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό στρίψαμε δεξιά με κατεύθυνση νότια. Περνώντας διαδοχικά λόφους και μικρές κατάφυτες κοιλάδες κατεβήκαμε στον ποταμό Μάρκο, στο χωριό Σούσιτσα (13 χλμ. από τα Σκόπια). Λαμπερό χωριό γεμάτο λουλούδια και καλοφτιαγμένα σπίτια. Στην άκρη του, δίπλα στο ποτάμι, σε ένα περιβόλι με κερασιές το Μοναστήρι του Μάρκο, ο Αγιος Δημήτριος. Η θρυλική μορφή του Μάρκο, του τελευταίου σέρβου κράλη πριν από την οθωμανική κατάκτηση, αποτυπώνεται στην εξωτερική νωπογραφία του ναού: αετίσια μύτη, μαύρο γένι, πλούσια φορεσιά. Δίπλα του, με άσπρα γένια, ο πατέρας του, ο Βουκασίν, που έκτισε τη μονή το 1345 και την ανακαίνισε ο Μάρκο το 1377. Από κάτω, η σχετική επιγραφή στα σλαβονικά. Εξω από το μοναστήρι, 100-150 μ., ο ταπεινός μονόχωρος ναός με τη διπλή αφιέρωση στον Αγιο Νικόλαο και στην Κοίμηση. Επιστρέφοντας στο χωριό πήραμε τον δρόμο δεξιά και βγήκαμε γρήγορα (περίπου σε 10 χλμ.) στην Εθνική οδό Ε-75 με κατεύθυνση το Τίτο Βέλες.

Το ΒΗΜΑ, 02/02/1997 , Σελ.: C20
Κωδικός άρθρου: B12414C201
ID: 4725

Related posts:

Comments