Τελευταία ευκαιρία για το «Μακεδονικό»;


Σήμερα, η χώρα μας διαθέτει δύο ισχυρά χαρτιά, τον αχαλίνωτο εθνικισμό Γκρούεφσκι και την ελληνική στροφή σε ήπιες θέσεις

Του Φιλιου Σταγκου

Να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους. Από την επομένη της Ολυμπιάδας του 2004 η Ελλάδα έχει πτωχεύσει. Εκανε μια πανάκριβη επένδυση, με αναρίθμητες δυνατότητες υλικής και άυλης κερδοφορίας, η οποία δεν αξίζει σήμερα ούτε το μπετόν των κτιρίων που τη φιλοξένησαν. Μια χώρα που πετάει από μόνη της στα σκουπίδια ένα ιστορικό, πολιτιστικό και εντέλει εμπορικό κεφάλαιο όπως ο Ολυμπισμός, μπορεί εύκολα να χάσει ένα κομμάτι της ιστορικής, πολιτιστικής και τελικώς εμπορικής ταυτότητάς της. Πολλώ δε μάλλον που το κομμάτι αυτό διεκδικείται από ένα ολόκληρο έθνος ως προϋπόθεση της επιβίωσής του. Σε βαθμό που ο δημοφιλής πρωθυπουργός της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, Νίκολα Γκρούεφσκι, έχει γεμίσει το γραφείο του με προτομές όποιας ιστορικής προσωπικότητας έτυχε να γεννήσει η Μακεδονική γη, εκτός του Γιώργου Κούδα.

Από πολλές απόψεις, το Μακεδονικό αποτελεί μία ασύμμετρη διένεξη. Ο χρόνος που κυλάει λειτουργεί σε βάρος της Ελλάδας, η οποία αδυνατεί να ονοματοδοτήσει από μόνη της μία τρίτη χώρα, ενώ έχει σχεδόν αποδεχθεί πως στην διεθνή διπλωματική πρακτική δεν νοείται διαπραγμάτευση για την ταυτότητα ενός λαού. Στο Βουκουρέστι, η Αθήνα έκανε σαφές πώς δεν θα διστάσει να χρησιμοποιήσει το ισχυρότερο χαρτί της, δηλαδή το γεγονός ότι κρατάει στα χέρια της το εισιτήριο των Σκοπίων στους ευρωατλαντικούς θεσμούς. Ομως, το «βέτο» δεν αποτελεί πανάκεια. Εάν δεν αναληφθούν πρωτοβουλίες, είναι ζήτημα χρόνου να ξαναβρεθούμε δίχως συμμαχίες, εγκλωβισμένοι σε μια διαδικασία κλιμακούμενης διεθνοποίησης ενός προβλήματος, η καλύτερη δυνατή λύση του οποίου δεν συνιστά επί της ουσίας δικαίωση των εθνικών θέσεών.

Ευνοϊκή συγκυρία

Σε αυτήν την πορεία, η Ελλάδα διαθέτει δύο πολύ ισχυρά χαρτιά. Πρώτον, τον αχαλίνωτο και πολυμέτωπο εθνικισμό στον οποίο επενδύει η κυβέρνηση Γκρούεφσκι. Ο πολιτικός τυχοδιωκτισμός του κ. Γκρούεφσκι έχει ενοχλήσει τον διεθνή παράγοντα αλλά και την παγκόσμια ακαδημαϊκή κοινότητα και προσφέρει στην κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου ένα εύλογο χρονικό περιθώριο για να ισχυροποιήσει τη διαπραγματευτική της θέση. Το δεύτερο και σημαντικότερο ελληνικό «ατού» είναι η τακτική αναδίπλωση της Αθήνας σε πιο ήπιες θέσεις σε σχέση με το μαξιμαλιστικό «ούτε Μακεδονία ούτε παράγωγα» της περασμένης δεκαετίας. Ξένοι διπλωμάτες αναγνωρίζουν ως πολύ σοβαρή αυτήν την ελληνική υπαναχώρηση εκφράζοντας, παράλληλα, την απορία τους για την αδυναμία της προηγούμενης κυβέρνησης να την κεφαλαιοποιήσει.

Για πρώτη φορά μέσα σε είκοσι χρόνια, η Ελλάδα προσέρχεται στις διαπραγματεύσεις με μία θέση ορθολογική, δίκαιη και βιώσιμη. Ορθολογική, γιατί είτε πρόκειται για ένα γεωγραφικό («Βόρεια»), ιστορικό («Νέα») ή εθνοτικό («Σλαβική») προσδιορισμό, η Ελλάδα επιδιώκει μία περιγραφική προσέγγιση του ονόματός της γειτονικής χώρας. Με άλλα λόγια, η «Μακεδονία των Σκοπίων» είναι και βόρεια και νέα και σλαβική. Σκέτη «Μακεδονία», όμως, δεν είναι. Δίκαιη, γιατί λαμβάνει υπόψη της το νόμιμο δικαίωμα των 2,5 εκατ. κατοίκων της Ελληνικής Μακεδονίας στη μακεδονική τους ταυτότητα. Ως Μακεδόνες, θα μπορέσουμε να ζήσουμε με την ταυτότητα του «Ελληνομακεδόνα», του «Νοτιομακεδόνα» ή του «Παλαιομακεδόνα», υπό την προϋπόθεση ότι οι γείτονές μας λέγονται «Σλαβομακεδόνες», «Βορειομακεδόνες» ή «Νεομακεδόνες». Αν όμως επιμείνουν να αποκαλούνται απλά «Μακεδόνες», εμείς δεν είμαστε τίποτα. Η δίκαιη και ορθολογική αυτή θέση είναι και βιώσιμη γιατί αντέχει με ή χωρίς τη συμφωνία της άλλης πλευράς.

Η «Παλαιά Μακεδονία»

Το ερώτημα είναι αν το πεδίο της ελληνικής παρέμβασης περιορίζεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ή αν έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε κινήσεις εκτός του διπλωματικού πεδίου.

Κινήσεις που θα δημιουργήσουν μια αυτόνομη δυναμική, ενισχυτική των θέσεων και του τελικού στόχου της Ελλάδας που δεν είναι άλλος από το να διατηρήσει τα δικαιώματά της στο ιστορικό, πολιτιστικό και εμπορικό «κεφάλαιο» της Μακεδονίας. Εάν η απάντηση είναι «ναι», τότε οι κινήσεις αυτές θα πρέπει να αποσκοπούν στην αποτροπή της αποκλειστικής ταύτισης του όρου «Μακεδονία» με τα εθνικά, γλωσσικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά της ΠΓΔΜ.

Τέτοια κίνηση, με μικρό πραγματικό κόστος και πολλαπλάσιες μεσοπρόθεσμες ωφέλειες, θα μπορούσε να είναι η επανασυγχώνευση των διοικητικών περιφερειών της Δυτικής, Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και το «rebranding» τους (όσο κι αν ο όρος είναι αδόκιμος) ως «Ελληνική» ή «Παλαιά Μακεδονία». Εκτός του ότι αποδίδει σωστά την ιστορικότητα των ελληνικών ερεισμάτων, ο όρος «Παλαιά Μακεδονία» καθιστά ευδιάκριτο το εμπορικό, τουριστικό και πολιτιστικό προϊόν της Ελληνικής Μακεδονίας ανοίγοντας τον δρόμο για την επιθετική, εξωστρεφή προβολή του.

Το τελευταίο δεκαοκτάμηνο, τα διεθνή ΜΜΕ προβάλλουν διαρκώς τουριστικές και επιχειρηματικές διαφημίσεις ενός τόπου που αποκαλείται «Μακεδονία», με εικόνες που δεν θυμίζουν σε τίποτα τη γνώριμη, την ελληνική «Παλαιά Μακεδονία». Αν και όποτε αποδώσει καρπούς η διπλωματία, για μεγάλη μερίδα του παγκόσμιου κοινού ίσως να είναι αργά.

Οι όμηροι του κ. Γκρούεφσκι

Μία δεύτερη κίνηση θα μπορούσε να αφορά την υιοθέτηση μιας ενεργού πολιτικής αναγνώρισης, προστασίας και προβολής της «σλαβομακεδονικής» γλωσσικής και πολιτισμικής ταυτότητας εντός των ορίων της ελληνικής επικράτειας. Το πολιτικό ρίσκο για κάθε ελληνική κυβέρνηση είναι προφανές και έγκειται στην επιστολή του κ. Γκρούεφσκι (Ιούλιος 2008) στον Ελληνα ομόλογό του. Με αυτήν, η ΠΓΔΜ ήγειρε για πρώτη φορά επίσημα ζήτημα «μακεδονικής» μειονότητας μέσα στην Ελλάδα, ζητώντας, παράλληλα, την επιστροφή των περιουσιών των Σλαβομακεδόνων προσφύγων του εμφυλίου πολέμου. Για όποιον γνωρίζει την ευρωπαϊκή ιστορία μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι σαφές ότι το ζήτημα των περιουσιών είναι εσωτερικής κατανάλωσης και αφορά αποκλειστικά την επικοινωνία του κ. Γκρούεφσκι με την εκλογική του πελατεία. Αλλά τα περί ύπαρξης «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα εντάσσονται σε μιαν ευρύτερη στρατηγική με στόχο την κάμψη των ελληνικών αντιστάσεων στην υπόθεση του ονόματος.

Ο κ. Καραμανλής είχε απόλυτο δίκιο όταν απάντησε στον Ν. Γκρούεφσκι: «Δεν υπάρχει «μακεδονική» μειονότητα στην Ελλάδα. Ποτέ δεν υπήρξε». Είπε όμως τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι πως πράγματι υπάρχουν διάσπαρτες κοινότητες Σλαβόφωνων στα βόρεια της Κεντρικής και Δυτ. Μακεδονίας. Στην πλειονότητά τους, τα μέλη αυτών των κοινοτήτων έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Πολλοί, μάλιστα, πλήρωσαν βαριά αυτή τη συνείδηση κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα και του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Η αναγνώριση της γλώσσας και της ξεχωριστής πολιτιστικής τους ταυτότητας ως «σλαβομακεδονικής» δεν συνιστά αναγνώριση εθνικής μειονότητας, με τον ίδιο τρόπο που δεν αποτελούν εθνικές μειονότητες οι ρομανόφωνοι Ρομά, οι σλαβόφωνοι Πομάκοι, οι τουρκόφωνοι Τούρκοι, οι βλαχόφωνοι Βλάχοι ή οι αλβανόφωνοι Αρβανίτες. Αλλά, αντί να αποτελεί αντικείμενο μελέτης κάποιου κρατικού ιδρύματος, στην Ελλάδα του 21ου αι. ο γλωσσικός, μουσικός και λαογραφικός πλούτος αυτών των ομάδων αγνοείται.

Με ποια λογική συνιστούν απειλή για την ενότητα της χώρας μερικές δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας; Τι ψυχικό και χρηματικό κόστος έχει, άραγε, η αναγραφή κάποιων ελάχιστων τοπωνυμίων στην αυτόχθονα «ντοπιολαλιά» κάτω από την επίσημη -και διεθνώς αναγνωρισμένη- νεοελληνική εκδοχή τους; Η πλειοψηφία των Εδεσσαίων μπορεί να απορρίψει μια τουριστικού χαρακτήρα υπενθύμιση ότι η πόλη τους αποκαλείται «Βοδενά» από κάποιους δημότες. Αντίστοιχα, οι κάτοικοι της κοινότητας Ξινού Νερού μπορούν, εφόσον θέλουν, να ενημερώσουν τον ταξιδιώτη ότι, στο σλαβικό ιδίωμα ο τόπος τους ονομάζεται «Εξί Σου» («ξινό νερό» στα τουρκικά). Η διενέργεια τέτοιων τοπικών δημοψηφισμάτων ακούγεται τολμηρή. Οσο, όμως, παραμείνουμε πιστοί στο δόγμα της ελλαδο-ελληνικής ομοιογένειας, οι σλαβόφωνοι της Ελληνικής Μακεδονίας θα εξακολουθούν να είναι όμηροι του κ. Γκρούεφσκι και του ιστορικού αρνητισμού που διαπνέει το επίσημο εθνογενετικό δόγμα της ΠΓΔΜ.

Για τα μέτρα της σημερινής Ελλάδας, όπου κάθε σκέψη για καλλιέργεια των ιδιαιτεροτήτων της ελληνικής περιφέρειας αντιμετωπίζεται ως προδοτική, το άλμα που απαιτείται είναι τεράστιο. Το πραγματικό ερώτημα είναι πόσο ώριμη είναι η ελληνική Πολιτεία ώστε να χαράξει αυτόνομα μία σύγχρονη πολιτική με γνώμονα τα εθνικά συμφέροντα και όχι τις ονειρώξεις των ακραίων εθνικιστών της κυβέρνησης των Σκοπίων ή των εγχώριων πρακτορίσκων της. Το ίδιο δεν περιμένουμε από μία «ευρωπαϊκή» Τουρκία όταν ζητούμε να σταματήσει να καταπνίγει τα εναπομείναντα ποντιακά μουσικά ακούσματα και να μη μεταχειρίζεται την επαναλειτουργία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ως διαπραγματευτικό «τσιπ» για την ένταξή της στην Ε.Ε.; Στην προκειμένη περίπτωση, «εθνικό» συμφέρον είναι ο απεγκλωβισμός της Μακεδονίας από το εμφυλιοπολεμικό «σύνδρομο πολιορκίας» και η θεσμική εμπέδωση μιας διακριτής «σλαβομακεδονικής» ταυτότητας. Αν μάλιστα η πολιτική αυτή προικοδοτηθεί με κάποια κονδύλια για τις τοπικές «σλαβομακεδονικές» ενώσεις και τα πολιτιστικά κέντρα, τότε ποιος θα αρνηθεί την ελληνική κρατική ενίσχυση εμμένοντας σε έναν απόλυτο «μακεδονισμό»;

Τρία πλεονεκτήματα

Είναι αλήθεια πως μια τέτοια κίνηση δεν μπορεί από μόνη της να επηρεάσει καθοριστικά τις διεργασίες στο εσωτερικό της ΠΓΔΜ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα δεν κερδίζει τίποτα. Πρώτον, εκπληρώνει το χρέος κάθε Δημοκρατίας απέναντι στις μειοψηφίες της. Δεύτερον, προσπερνά ένα αγκάθι σε μία διαπραγμάτευση που έχει ήδη αρκετούς διαόλους κρυμμένους στις λεπτομέρειές της. Τρίτον, ακολουθεί τον δρόμο που υπέδειξε ο ίδιος ο Σλαβομακεδόνας πρωθυπουργός ο οποίος, σε μία πρόσφατη συνομιλία του με τον απεσταλμένο του «Der Spiegel», επιστράτευσε το ακόλουθο επιχείρημα: «Αν οι Ελληνες αποδέχονταν ότι μεταξύ τους ζουν Σλαβομακεδόνες τότε θα ήταν προφανές ότι πρέπει να μας επιτραπεί να αυτοαποκαλούμαστε Μακεδόνες». Ο κ. Γκρούεφσκι δεν αναρωτήθηκε βέβαια με ποια λογική θα πρέπει να αυτοαποκαλείται «Μακεδόνας» όταν αναφέρεται σε ομοεθνείς του ως «Σλαβομακεδόνες». Κι όταν έπειτα από χρόνια τα Σκόπια θα χτυπούν την πόρτα της Ε.Ε., το ευρωπαϊκό νομικό σύστημα θα γνωρίζει ήδη ότι υπάρχουν «Ελληνομακεδόνες» και «Σλαβομακεδόνες» και όχι σκέτοι «Μακεδόνες».

Αν η εξωτερική πολιτική μιας χώρας είναι ο καθρέφτης της εσωτερικής υγείας της, τότε τα αποτελέσματα της πολιτικής δύο δεκαετιών στο Μακεδονικό αντικατοπτρίζονται στον οικονομικό μαρασμό και τη φοβική εσωστρέφεια της Μακεδονίας. Αλλά και στην αδυναμία μιας ολόκληρης γενιάς πολιτικών να πάρουν γενναίες αποφάσεις που επιλύουν τα προβλήματα προτού αυτά κακοφορμίσουν και μετεξελιχθούν σε εθνικές ήττες. Κάποιοι Μακεδόνες επιμένουν στο ετήσιο προσκύνημά τους στον άδειο ναό του υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης. Κάποιοι άλλοι προτιμούν την καθημερινή λειτουργία μιας υπεύθυνης, δημοκρατικά εκλεγμένης αυτοδιοίκησης στο επίπεδο της περιφέρειας, μέσα στο ευρύτερο πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι των ευρωπαϊκών περιφερειών. Οι λόγοι είναι εξόχως εθνικοί.

Πηγή - Kathimerini.gr

Related posts:

Comments