Αρχαιολογικοί Θησαυροί Και Ελληνικότητα Μακεδονίας
Ο Κρατήρας του Δερβενίου, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσ/κης (Photo @Wikipedia)
Του Γιώργου Βαρουφάκη*
Eίναι αλήθεια ότι, όταν γίνεται λόγος για την αρχαία Ελλάδα, η σκέψη όλων μας, Ελλήνων και ξένων, πηγαίνει άθελα της στις περιοχές και τις πόλεις εκείνες που έπαιξαν έναν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του πνευματικού και τεχνικού μας πολιτισμού, από τους προϊστορικούς μέχρι και τους κλασικούς χρόνους. Έτσι, στο μυαλό μας κυριαρχούν πόλεις όπως οι Μυκήνες, η Τύρινθα, η Πύλος, η Ιθάκη, η Σπάρτη, η Αθήνα, η Θήβα, η Κόρινθος, η Ολυμπία και γενικά όλες οι πόλεις της νότιας Ελλάδας, τα αιγιοπελαγίτικα νησιά μας, η Κρήτη, η Κύπρος, τα παράλια της Μ, Ασίας, η Κέρκυρα καιτα υπόλοιπα Επτάνησα, κι αν θέλετε, ακόμα και η Ν. Ιταλία, η καλούμενη και από τους κατοίκους της Magna Grecia (Μεγάλη Ελλάδα). Αντίθετα η Μακεδονία, για τον απλό Έλληνα, ταυτίζεται με τον Φίλιππο, τον Μ. Αλέξανδρο και τους στρατηγούς του, που μετά τον θάνατο του βασίλεψαν στα διάφορα τμήματα της διαμελισμένης περσικής αυτοκρατορίας, από την Αίγυπτο και τη Μ. Ασία μέχρι τη Βακτριανή, κάπου εκεί ανάμεσα στο σημερινό Ιράν, το Αφγανιστάν καιτις Ινδίες. Το τι γινόταν όμως στη Μακεδονία στους προγενέστερους χρόνου ς είναι για τους πολλούς αρκετά σκοτεινό.
Κι όμως, εδώ και μερικά χρόνια η αρχαιολογική ανασκαφή στη Μακεδονία και Θράκη φέρνει καθημερινά στο φως της ημέρας εκατοντάδες αρχαίους ελληνικούς ναούς, ανάκτορα, θέατρα, τάφους με πλούσια κτερίσματα, ανάμεσα τους και ο περίφημος τάφος του Φιλίππου στη Βεργίνα, πόλεις όπως οι Αίγες, το Δίον, η Σίνδος, η Πέλλα, η Αμφίπολη για να αναφέρω τις πιο γνωστές μας. Και όλες αυτές οι πόλεις και τα ευρήματα καλύπτουν χρονολογικά ολόκληρο το φάσμα των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων και όχι μόνο την εποχή των ένδοξων βασιλέων Φιλίππου και Αλεξάνδρου, μιας εποχής δηλ., που αρχίζει από τα τέλη του 4ου προχριστιανικού αιώνα και μετά. Είναι μάλιστα τόσα πολλά, αυτά που ανακαλύπτονται στα βόρεια τμήματα της χώρας μας και που ανήκουν, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό, στη μυκηναϊκή, γεωμετρική, αρχαϊκή και κλασική εποχή, που κάποια στιγμή είναι πολύ πιθανόν ο αριθμός τους να ξεπεράσει αυτόν των αντίστοιχων ευρημάτων του Νότου, που κάποτε θεωρούσαμε να αποτελούν τον βασικό κορμό της αρχαίας Ελλάδας.
Πολλά είναι, όπως ανέφερα, τα ευρήματα διαφόρων εποχών, που έχουν ανακαλυφθεί στον χώρο της Μακεδονίας. Προσωπικά, είχα την τύχη να μελετήσω από μεταλλουργικής πλευράς τον περίφημο κρατήρα του Δερβενίου, το ανεπανάληπτο αυτό έργο τέχνης και τεχνικής του 4ου προχριστιανικού αιώνα. Βρέθηκε κατά το διάστημα μιας σωστικής ανασκαφής από τον αρχαιολόγο Μακαρονά στο Δερβένι της θεσσαλονίκης μέσα σε κιβωτιόσχημους τάφους μαζί με πολλά άλλα μπρούντζινα και ασημένια αντικείμενα, καθώς και χρυσά κοσμήματα εξαιρετικής αρχαιολογικής και καλλιτεχνικής αξίας. Την αρχαιολογική και ιστορική μελέτη πραγματοποίησε η αρχαιολόγος κ, Ευγενία Γιούρη.
Ο κρατήρας έχει ύψος ένα μέτρο περίπου και μάζα 40 κιλά. Η βάση του, το στόμιο, οι λαβές με τα θαυμάσια φίδια και τα αγαλμάτια, που βρίσκονται στους ώμους είναι χυτά, ενώ ο κύριος κορμός με τις ανάγλυφες παραστάσεις είναι φυρήλατος. Εκείνο, όμως, που εντυπωσιάζει τον επισκέπτη του Μουσείου της θεσσαλονίκης, όπου και εκτίθεται, είναι ακριβώς οι θαυμάσιες αυτές ανάγλυφες, αν όχι εξώγλυφες παραστάσεις του, και η χρυσίζουσα επιφάνεια του. Υπάρχουν και αρκετά άλλα αγγεία με την ίδια χρυσίζουσα εμφάνιση και αυτό οδήγησε πολλούς να πιστέψουν ότι είναι επίχρυσα. Έτσι, ο Μακαρονάς στην πρώτη του ανακοίνωση στην Εφημερίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας τα χαρακτηρίζει ως τα «Επίχρυσα χαλκά του Δερβενίου». Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ίχνος χρυσού. νΟπως διαπίστωσα από τη χημική ανάλυση, το χρυσίζον χρώμα του κρατήρα και των άλλίαν αγγείων οφείλεται όχι στο χρυσό, αλλά στη μεγάλη περιεκτικότητα του κράματος σε κασσίτερο (15% περίπου)· Πράγματι, ο κασσίτερος ανοίγει το κόκκινο χρώμα του χαλκού καισε μια περιεκτικότητα πάνω από 12% το μετατρέπει σε χρυσαφί. Ο πολύς όμως κασσίτερος σκληραίνει το κράμα του χαλκού και κασσιτέρου, δηλ. του μπρούντζινου, και αποκτά τη σκληρότητα του χάλυβα, με αποτέλεσμα να μην είναι εύκολη η διαμόρφωση του. Και είναι αλήθεια να απορεί, αλλά και να θαυμάζει κανείς, πώς ο αρχαίος μεταλλοτεχνίτης κατόρθωσε να διαμορφώσει ένα τόσο σκληρό κράμα σε ένα τόσο τεράστιο και, όπως διαπιστώθηκε από την ακτινογραφία, μονοκόμματο αγγείο, και στη συνέχεια να το διακοσμήσει με τις ωραίες αυτές ανάγλυφες παραστάσεις. Το κύριο θέμα τους αναφέρεται, κατά την κ. Γιούρη, στους γάμους του Διονύσου και της Αριάδνης, ξνώ τριγύρω τους οι μαινάδες, ο Σιληνός και ο Πενθέας έχουν επιδοθεί σε έναν τρελό εκστασιακό χορό.
Ανεβαίνοντας προς τα πάνω, το σφυρήλατο τμήμα του κρατήρα καταλήγει στον λαιμό με τη φανταστική διζωνική του διακόσμηση. “Αγρια ζώα φαίνονται να περπατούν επάνω σε ένα ανώμαλο έδαφος. Ακριβώς εδώ κρύβεται και το μυστικό του καλλιτέχνη. Γιατί το δήθεν αυτό ανώμαλο έδαφος αποτελεί το σημείο της μοναδικής συγκόλλησης, που υπάρχει σε ολόκληρο τον κρατήρα, ανάμεσα στον κύριο σφυρήλατο κορμό και το στόμιο του. Τοποθετώντας ο καλλιτέχνης τα λιοντάρια και τα ελάφια πάνω στην κόλληση, διασκεδάζει την προσοχή του ανύποπτου παρατηρητή, που νομίζει έτσι ότι περπατούν πάνω σε ανώμαλο έδαφος. Κάτω από τα παρελαύνοντα ζώα, ωραία ασημένια επίθετα από κλαδιά και φύλλα αμπέλου συμπληρώνουν τη διζωνική διακόσμηση.
Τελειώνοντας το σύντομο αυτό σημείωμα, θα ήθελα να τονίσω ότι κάθε πολιτισμικό δημιούργημα στον μακεδόνικο χώρο, όπως αυτό του κρατήρα, αποτελεί συνέχεια και φυσική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής τέχνης και τεχνικής. Μια συνέχεια, πράγματι, που παρατηρείται στο κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό γίγνεσθαι σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Έτσι, μετά την οικονομική και πολιτική εξασθένηση της Αθηναϊκής Πολιτείας, η Μακεδονία του 4ου π.Χ. αιώνα παίρνει τη σκυτάλη και αναπτύσσεται σε μια νέα ελληνική υπερδύναμη, που γρήγορα κυριαρχεί στον ελλαδικό χώρο, για να απλωθεί αργότερα σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο. Οι διάδοχοι στρατηγοί του Μ. Αλεξάνδρου δημιουργούν τα μεγάλα ελληνικά κέντρα πολιτισμού της Αλεξάνδρειας, της Περγάμου, της Αντιόχειας και της Βακτριανής, που ακόμα και σήμερα προκαλούν τον θαυμασμό της ανθρωπότητας. Η ελληνική γλώσσα αποτελεί πλέον το βασικό μέσο συνεννόησης και επικοινωνίας των λαών, που τόσο θα συμβάλει αργότερα στην εξάπλωση του χριστιανισμού.
* Ο κ. Γιώργος Βαρουφάκης είναι επίκουρος καθηγητής τον Παν/μίου Αθηνών, δ/ντής του Τμήματος Ερευνών και Ελέγχου Ποιότητας της Α.Ε. Χαλιβουργική
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα To Bήμα, 21 Ιουνίου 1992
[Αρχείο Σοφίας Φ.]
Related posts:
Admin
Latest posts by Admin (see all)
- ΠΟΥΛΑΝΕ τον ΟΤΕ στη Deutsche Telekom… ΠΟΥΛΑΝΕ και την ονομασία της ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ; - April 18, 2011
- Αρχαία Ολυμπία – Λίμνη Καϊάφα: Γη των Θεών και της Ειρήνης - April 18, 2011
- Παίρνει τις περιουσίες των Ελλήνων της Χειμάρρας το αλβανικό κράτος! - April 18, 2011
RECENT COMMENTS