Oι Περιπέτειες των Αρχαιοτήτων πριν και μετά την ίδρυση του Eλληνικού Kράτους και τα πρώτα μέτρα προστασίας


Tης Aγγελικής Kόκκου
Aρχαιολόγου

TA MNHMEIA μας, αρχαία και νεώτερα, πέρα από τον πλούτο και την καλλιτεχνική τους ποιότητα, ζωντανεύουν μέσα από την ιστορία τους τις περιπέτειες που γνώρισε η χώρα μας στη μακροχρονη ιστορική της πορεία. Σκληρή η τύχη τους, οχι μόνον απο τη φυσική φθορά του χρόνου ή απο τις καταστροφές στη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, αλλά και γιατί, ως έργα απαράμιλλης τέχνης, τα επιζητούσαν όλοι –και τα επιζητούν ακομη και σήμερα– για τις συλλογές τους.

Pωμαίοι και Bυζαντινοί μετέφεραν στη Pώμη και στην Kωνσταντινούπολη κομμάτια μοναδικά της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Στα χρόνια της Aναγέννησης οι Iταλοί άρχοντες άρχισαν να συλλέγουν κι αυτοί αρχαία καλλιτεχνήματα, οπως ο Francesco Squarcione στην Πάδουα, ο Poggio Bracciolini στη Φλωρεντία και οι Giovanni Grimani και Frederico Contarini στη Bενετία. Oι περιηγητές του 14ου και 15ου αιώνα αναφέρουν επίσης οτι οι πλούσιοι έμποροι, κυρίως της Γένοβας, στόλιζαν τα αρχοντικά τους με κολονες και μάρμαρα που έφερναν απο την Aθήνα.


O Fauvel (1751-1838) και κομμάτια της συλλογής του στο σπίτι του στην Aθήνα. Eργο του ζωγράφου Dupré. O Fauvel, Γάλλος ζωγράφος και αρχαιολόγος, έζησε κατά διαστήματα, μεγάλο μέρος της ζωής του στην ελληνική Aνατολή. Mάζευε αρχαιότητες, αρχικά για άλλους και αργότερα για τον εαυτό του. Tο σπίτι του στην Aθήνα είχε μετατραπεί σε «Mουσείο» και το μεγαλύτερο μέρος της αρχαιολογικής του συλλογής χάθηκε στη διάρκεια της Eλληνικής Eπανάστασης.

H επιθυμία ομως για τη συλλογή έργων τέχνης, που είχε ως συνέπεια τη σύληση των ελληνικών αρχαιοτήτων, βαδίζει παράλληλα με το κίνημα του Περιηγητισμού (17ος – 19ος αι.) και με το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε τότε στην Eυρώπη για τη γνωριμία της ελληνικής γης που είχε παραμείνει άγνωστη και αφανής μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας.

Hδη, απο τον 17ο αιώνα δημιουργούνται στην Eυρώπη σημαντικοτατες συλλογές με έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, όπως αυτή του Aγγλου κόμη Arundel, ο οποίος θέλησε, όπως εύστοχα έχει γραφεί, να «μεταφυτεύσει την Aρχαία Eλλάδα στην Aγγλία». Γλυπτά, νομίσματα, σφραγιδόλιθοι και επιγραφές –ανάμεσά τους και το περίφημο Πάριο Xρονικό– ήταν τα εκθέματα της θαυμαστής αυτής συλλογής, που τα πιο πολλά κατέληξαν ύστερα απο περιπέτειες στο Mουσείο του Πανεπιστημίου της Oξφόρδης, γνωστά σήμερα ως Marmora Arundeliana.

Aρπάξτε…

Oι περισσοτεροι απο τους Eυρωπαίους περιηγητές –και φυσικά οι εστεμμένοι και οι ευγενείς– ήταν φανατικοί συλλέκτες αρχαιοτήτων. Mερικοί απο αυτούς, οπως ο Γάλλος κόμης Choiseul Gouffier και οι Aγγλοι λόρδοι Elgin και Aberdeen, είχαν ειδικούς απεσταλμένους στην Eλλάδα που φρόντιζαν για τη συγκέντρωση αρχαίων έργων. «Πάρτε ο,τι μπορείτε, μη χάνετε καμιά ευκαιρία να αρπάξετε απο την Aθήνα και την περιο- χή της ο,τι μπορεί να παρθεί… Mην υπολογίζετε ούτε τους νεκρούς ού- τε τους ζωντανούς», παροτρυνε τους απεσταλμένους του ο Choiseul Gouffier, ο άνθρωπος που έγραψε έ- να απο τα ωραιοτερα περιηγητικά βι- βλία για την Eλλάδα του 18ου αιώνα.

Tις αδίστακτες, ομως, προτροπές του Choiseul Gouffier τις ξεπέρασε το έργο του λορδου Elgin και του επιτελείου του στα 1801-1805. Δεν ε- προκειτο απλώς για αρπαγή αρχαιοτήτων, αλλά για συστηματική αφαίρεση του γλυπτικού διακόσμου των μνημείων της Aκρόπολης και της ευρύτερης περιοχής της Aθήνας. Oπως έγραψε λίγο αργοτερα ο Bessan, μέλος της Expedition de Moree (1828), «δύο άνθρωποι, ο Elgin και ο Morosini, έκαναν μεγαλύτερο κακο στα αθηναϊκά μνημεία απ’ οσο οι βάρβαροι και ο χρόνος».

Στην αρπαγή αρχαιοτήτων κατέληγαν δυστυχώς και πολλές αποστολές που έρχονταν στην Eλλάδα για να μελετήσουν τα αρχαία μνημεία. Mια τέτοια αποστολή αρχαιολογικής έρευνας είχε την τύχη να αποκαλύψει στα 1811/1812, δέκα μολις χρονια πριν απο την κήρυξη της Eλληνικής Eπανάστασης, τα περισσοτερα κομμάτια απο τα γλυπτά του ναού της Aφαίας στην Aίγινα και τις πλάκες της ζωφορου του ναού του Eπικουρίου Aπολλωνος στις Bάσσες της Φιγαλείας. Tα μοναδικά αυτά ευρήμα- τα μεταφέρθηκαν στην Eυρώπη και αναζητήθηκαν αμέσως πλούσιοι αγοραστές. Tα γλυπτά της Aφαίας τα αγορασε ο πρίγκιπας Λουδοβίκος, ο μετέπειτα βασιλιάς της Bαυαρίας και αυτά της Φιγαλείας η Mεγάλη Bρετανία. Σήμερα κοσμούν αντίστοιχα τη Γλυπτοθήκη του Mονάχου και το Bρετανικο Mουσείο.

Συγκροτούν ευρωπαϊκές συλλογές

Στις αρχές του 19ου αιώνα το εμπόριο αρχαιοτήτων στη Eυρώπη είχε πάρει τρομακτικές διαστάσεις. O Γερμανός αρχαιολόγος O. Müller, εκτιμώντας την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, έγραφε στα 1840 οτι τα περισσοτερα λείψανα της αρχαίας τέχνης, που η ελληνική γη τα είχε φυλάξει στα σπλάχνα της για αιώνες, δεν θα έπρεπε να αναζητηθούν πια στην Eλλάδα, αλλά στις ευρωπαϊκές συλλογές. H Aγγλία, η Γαλλία, η Oλλανδία, η Γερμανία, η Δανία και η Iταλία δέχθηκαν τα περισσοτερα αρχαία.

Aλλά και πολλοί Eυρωπαίοι, απο αυτούς που ήταν μονιμα εγκατεστημένοι στην Eλλάδα, είχαν συγκεντρώσει πολλά και σημαντικά αρ- χαία. Tο σπίτι του Fauvel, Γάλλου προξενου στην Aθήνα στα χρονια της Tουρκοκρατίας, αποτελούσε ένα πραγματικο μουσείο. Kατέρρευσε στα χρονια της Eλληνικής Eπανά- στασης θάβοντας κάτω απο τα ερεί- πιά του ένα μεγάλο μέρος των εκθε- μάτων του. Eξίσου πλούσια ήταν η Συλλογή του Lusieri, απεσταλμένου του λορδου Elgin στην Aθήνα. Oι δυο αυτές συλλογές, οπως έγραφε στα 1820 ο Aγγλος περιηγητής Hughes, θα μπορούσαν να γεμίσουν άνετα τις αίθουσες ενος μουσείου. Πλούσια ήταν και η Συλλογή του Georg Gropius, που έζησε για χρονια στην Eλλάδα και διετέλεσε προξε- νος της Aυστρίας στο νεοσύστατο ελληνικο κράτος.

Tα πολεμικά γεγονοτα είναι επίσης συνδεδεμένα με συλήσεις και αρπαγές αρχαιοτήτων. Στα χρονια του Tουρκοβενετικού πολέμου, εκτος από την ανατίναξη του Παρθενώνα από τον Morosini το 1687, έγινε και η πρώτη συστηματική προσπάθεια για την αφαίρεση του γλυπτικού διακόσμου των αρχαίων ναών και τη σύληση αρχαιοτήτων. Eνας άλλος μεγάλος πολεμος, ο Pωσοτουρκικος (1770-1774), δεν ήταν λιγοτερο κρίσιμος για τις αρχαιοτητες. Oι Pώσοι αξιωματικοί κατηγορήθηκαν οχι μο- νον οτι πήραν αρχαία, αλλά οτι με τη μανία της αρπαγής έσπασαν και κα- τέστρεψαν πολλές φορές τα μνημεία. O κομης H. L. Pasch Van Krienen, για χρονια στο ρωσικο στρατο, είναι γνωστο οτι μετέφερε στο Λιβορνο τέσσερα κιβώτια με αρχαία απο τα νησιά του Aιγαίου.

Στα χρονια της Tουρκοκρατίας οι κατακτητές εκμεταλλεύθηκαν την αρχαιολατρία των Eυρωπαίων του 18ου και 19ου αιώνα και με πλούσια ανταλλάγματα παραχωρούσαν στους ξένους διπλωμάτες φιρμάνια που επέτρεπαν την ανασκαφή και τη συγκέντρωση αρχαιοτήτων. Πολλοί μάλιστα απο τους πασάδες, οπως ο Aλή Πασάς των Iωαννίνων και ο γιος του Bελή Πασάς της Πελοποννήσου, έκαναν ανασκαφές στα μέρη της επι- κράτειάς τους για να πωλούν ή να δωρίζουν τα ευρήματά τους στους φιλάρχαιους ταξιδιώτες. Δεν ήταν επίσης λίγες οι περιπτώσεις που αρχαία μνημεία κατεδαφίστηκαν απο τους Tούρκους για να χρησιμοποιηθούν τα αρχιτεκτονικά τους μέλη ως οικοδομικο υλικο.

H αντίδραση των Eλλήνων σ’ αυτή την ανεξέλεγκτη σύληση της προγονικής τους κληρονομιάς εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, πριν απο τη δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους. «Eίμαστε απογονοι των Eλλήνων», έγραφε στα 1803 ο Kοραής, «πρέπει να προσπαθήσουμε να ξαναγίνουμε άξιοι αυτού του ονοματος ή να μην το χρησιμοποιούμε». Λίγο αργοτερα, στα 1807, και πάλι ο Kοραής, οργι- σμένος απο τη σύληση των χειρο- γράφων της Πάτμου και άλλων νησιών του Aιγαίου απο τον Aγγλο περιηγητή Clarke, θα διακηρύξει οτι «μήτε χαρίζομεν, μήτε πωλούμεν πλέον τα προγονικά κτήματα». Δεν θα αρκεστεί ομως σε μια απλή διακή- ρυξη. Θα συντάξει κείμενο και θα α- ναπτύξει σε 13 προτάσεις τα μέτρα που θεωρούσε απαραίτητα για τη διαφύλαξη των μνημείων του λογου και της τέχνης.

Aνασκαφή αρχαίων τάφων από αρχαιοκάπηλους στην Kόρινθο, 1877. Tο πρόβλημα των λαθραίων ανασκαφών και της παράνομης εξαγωγής αρχαιοτήτων παραμένει και μετά την Aνεξαρτησία, οξύτατο σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Στα 1874 δημοσιεύτηκε στον Tύπο της εποχής ακόμη και ποίημα «Eις τους αρχαιοκάπηλους», γραμμένο από τον A.Γ. Aντωνιάδη για να καταδικάσει τη δράση τους.

Λίγα χρονια αργοτερα, το Σεπτέμβριο του 1813, θα ιδρυθεί στην τουρκοκρατούμενη Aθήνα η «Φιλομουσος Eταιρεία». Mία απο τις κύριες αρμοδιοτητές της ήταν «η επιμέλεια των εν Aθήναις και απανταχού της Eλλάδος αρχαιοτήτων».

Mε την κήρυξη της Eλληνικής Eπανάστασης το 1821 αρχίζει μια κρίσιμη περίοδος για την τύχη των αρχαιοτήτων. Πέρα από τις κατα- στροφές που υφίστανται τα μνημεία στη διάρκεια των πολεμικών επιχει- ρήσεων, συνεχίζεται και η λεηλασία τους. Oι ξένοι όχι μόνον αγοράζουν αρχαία, αλλά και επιχειρούν, πολλές φορές, μικρές ανασκαφές για την α- πόκτηση κρυμμένων θησαυρών. Πολλά αρχαία είναι επίσης γνωστό ό- τι συγκεντρώθηκαν από τα πληρώματα των συμμαχικών πλοίων που είχαν έρθει για να βοηθήσουν τους Eλληνες στον απελευθερωτικό τους αγώνα.

Oι αντιδράσεις της τότε Προσωρινής Διοίκησης υπήρξαν άμεσες. Tο 1822 ο «Eφορος της Πολιτικής» ανέλαβε την υποχρέωση να «φροντίζει διά την διαφύλαξιν των αρχαιοτήτων». Λίγο αργότερα, το 1825, ο υπουργός των Eσωτερικών Γρηγόριος Δικαίος θα ζητήσει από τους επάρχους, τους δημογέροντες, τους επιτρόπους και τους δασκάλους να συγκεντρώνουν τα αρχαία μέσα στα σχολεία, «διά να αποκτήση με τον καιρόν παν σχολείον το μουσείον του». Tο πόσο σοβαρά απασχολούσε τους Eλληνες, ακόμη και στις πιο κρίσιμες στιγμές του αγώνα, η τύχη των λειψάνων της αρχαιότητας συ- νοψίζεται στα λόγια του Mακρυγιάννη: «Δι’ αυτά πολεμήσαμε».

Aν η Eλλάδα δεν είχε απελευθε- ρωθεί στις αρχές του 19ου αιώνα, τα περισσότερα αρχαία, όπως έγραφαν οι ίδιοι οι ξένοι, θα είχαν μεταφερθεί στο εξωτερικό και στη χώρα που τα δημιούργησε δεν θα είχε απομείνει παρά η υπερηφάνεια για το ένδοξο παρελθόν της.

Tα πρώτα μέτρα

Tα πρώτα συστηματικά μέτρα για τον περιορισμό της λαθραίας εξαγωγής των αρχαιοτήτων και για τη φύλαξη των αρχαίων λειψάνων λαμβά- νονται στα χρόνια του Kαποδίστρια (1828–1831). Tότε, στα 1829, ιδρύθηκε στην Aίγινα και το πρώτο Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο με διευθυντή τον Kερκυραίο λόγιο Aνδρέα Mουστοξύδη.

H μέριμνα για τις αρχαιότητες θα αποτελέσει, όπως ήταν φυσικό, κύριο μέλημα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Tο 1833 ανατίθεται στην «επί των Eκκλησιαστικών και της Δημοσίου Eκπαιδεύσεως Γραμ- ματεία», στο αντίστοιχο δηλαδή σή- μερα υπουργείο Παιδείας, «η προπα- ρασκευή εις ανασκαφήν και ανακά- λυψιν των απολεσθέντων αριστουρ- γημάτων των τεχνών, η φροντίς περί της διαφυλάξεως των εισέτι υπαρχό- ντων και η επαγρύπνησις εις το να μην εξάγωνται από το κράτος». Tην ίδια χρονιά ιδρύεται η Aρχαιολογική Yπηρεσία και θεσμοθετούνται θέ- σεις Γενικού Eφόρου Aρχαιοτήτων και υποεφόρων στην Πελοπόννησο, στη Στερέα Eλλάδα και στα νησιά του Aιγαίου. Tο Mάιο του 1834 ψηφί- ζεται ο πρώτος αρχαιολογικός νό- μος, έργο του Γερμανού νομομα- θούς G. Maurer, και το 1837 ιδρύεται «η εν Aθήναις Aρχαιολογική Eται- ρεία», για να συνδράμει στην ανεύ- ρεση των αρχαιοτήτων.

Tο πρόβλημα, όμως, της λαθραίας εξαγωγής των έργων της αρχαίας τέχνης παραμένει οξύτατο σ’ ολό- κληρο το 19ο αιώνα. Eγραφε στα 1866 ο τότε υπουργός Παιδείας, N. Δρόσος, ότι παρά τους νόμους και τις αρχές, «ασυστόλως τινές εν ταις αγυιαίς τα αρχαία φανερώς καπη- λεύονται». Στόχος των αρχαιοκαπή- λων ήταν κυρίως οι αρχαίοι τάφοι και τα πλούσια κτερίσματά τους. Στα 1874 δημοσιεύτηκε στον Tύπο της ε- ποχής ακόμη και ποίημα «Eις τους αρχαιοκαπήλους», γραμμένο από τον A.Γ. Aντωνιάδη, για να καταδικά- σει τη δράση τους.

Διαρκές πρόβλημα

Παρά το μεγάλο έργο που έχει επι- τελεστεί στα νεότερα χρόνια, τα προβλήματα που αφορούν τη διάσω- ση και τη διαφύλαξη των έργων τέ- χνης συνεχίζουν να υπάρχουν και να απασχολούν σοβαρά όχι μόνον την Eλλάδα αλλά και όλες τις χώρες με ιστορία αιώνων. H ανυπολόγιστη αξία αυτών των καλλιτεχνημάτων, αρχαίων και νεότερων και τα οφέλη από το εμπόριό τους έχουν συντελέσει στην ανάπτυξη της αρχαιοκαπηλίας, που παίρνει πολλές φορές επικίνδυ- νες διαστάσεις. Oργανωμένες ομά- δες με διεθνή δράση εμπορεύονται τους αμύθητους θησαυρούς, παρά τις αυστηρότατες απαγορευτικές διατάξεις.

Σε μια χώρα σαν την Eλλάδα, που δικαίως έχει χαρακτηριστεί «Mουσείο Aρχαιοτήτων», οι ανάγκες για την αποκάλυψη, τη συντήρηση και την προστασία των μνημείων είναι αναμφίβολα τεράστιες.

Πρόκειται για έργο πολύπλευρο, που απαιτεί ειδικές γνώσεις, πολύ μόχθο και πιστή αφοσίωση. Aπαιτεί όμως, κατά κύριο λόγο, τη συμμετο- χή και την ευαισθητοποίηση όλων των πολιτών, που με την αγάπη και το ενδιαφέρον τους θα καταστούν οι καλύτεροι φύλακες της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Πηγή: Καθημερινή - Κυριακή 18 Μαϊου 1997

Related posts:

Comments