Οι Έλληνες στην Κύπρο

Tου Μιχάλη Α. Τιβέριου

Οι πρώτες αξιόλογες επαφές και γνωριμίες των Ελλήνων με την Κύπρο αρχίζουν γύρω στο 1400 π.Χ. Ωστόσο οι πρώτες σημαντικές ελληνικές εγκαταστάσεις εδώ πραγματοποιούνται δύο περίπου αιώνες αργότερα, και πιο συγκεκριμένα από τα τέλη του 13ου αι. π.Χ. Είναι η εποχή κατά την οποία η μυκηναϊκή κυριαρχία στον κυρίως ελληνικό χώρο κλονίζεται, ενώ και ολόκληρη η ανατολική Μεσόγειος βρίσκεται σε αναταραχή. Η καταστροφή των μεγάλων μυκηναϊκών κέντρων είχε ως αποτέλεσμα σημαντικά τμήματα των κατοίκων τους να αναζητήσουν νέες πατρίδες. Η Κύπρος τότε πρέπει να δέχτηκε ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως βεβαιώνουν τα υλικά κατάλοιπα που έφεραν στο φως οι ανασκαφικές έρευνες. Αν και σε αρκετές περιπτώσεις οι νεοφερμένοι πρέπει να κατέλαβαν την εξουσία, εντούτοις δεν φαίνεται να ήλθαν σε συγκρούσεις με τον ντόπιο πληθυσμό. Η συνύπαρξη των δύο αυτών πληθυσμιακών ομάδων και οι συνακόλουθες αμοιβαίες αλληλεπιδράσεις και επιρροές σε ποικίλους τομείς οδήγησαν σε μια βαθμιαία συγχώνευσή τους. Και τελικά, μετά από πολλούς αιώνες συμβίωσης και ύστερα από διακυμάνσεις και εναλλαγές, κυριάρχησε το ελληνικό στοιχείο. Στις πρώτες αυτές ελληνικές εγκαταστάσεις στην Κύπρο, που σημάδεψαν καίρια την ιστορία της, καθώς βαθμιαία την απέσπασαν από τον κόσμο της Ανατολής και την έστρεψαν προς το Αιγαίο - το γεγονός αυτό εκφράζεται στις μέρες μας με την επερχόμενη ενσωμάτωσή της στην Ευρώπη -, αναφέρεται συχνά και η αρχαία γραπτή παράδοση. Σύμφωνα με αρχαίους συγγραφείς, πολλοί έλληνες βασιλείς, μετά την άλωση της Τροίας, και για διαφορετικούς λόγους, δεν καταφέρνουν να γυρίσουν στις πατρίδες τους αλλά καταφεύγουν «ες γην εναλίαν Κύπρον, ου (τους) εθέσπισεν οικείν Απόλλων». Αλλωστε «πατρίς γαρ εστί πάσ’, ίν’ αν πράττη τις ευ» και όχι μόνον το μέρος όπου γεννιόμαστε. Ετσι ο Τεύκρος, ο γιος του βασιλιά της Σαλαμίνας Τελαμώνα, διωγμένος από τον πατέρα του, καταφεύγει στην Κύπρο και ιδρύει την εκεί Σαλαμίνα, ακόμη ο Ακάμας και ο Δημοφών, τα παιδιά του Θησέα, ιδρύουν τους Σόλους, ενώ ο Αγαπήνωρ, ο βασιλιάς των Αρκάδων, γίνεται ο οικιστής της Πάφου και ιδρυτής του περίφημου ιερού της Αφροδίτης.

Λόγω της στρατηγικής θέσης της η Κύπρος, σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, δέχτηκε κατά καιρούς την εγκατάσταση διαφόρων λαών, άλλοτε με ειρηνικό και άλλοτε με βίαιο τρόπο. Ετσι π.χ. τον 9ο αι. π.Χ. ήλθαν και εγκαταστάθηκαν σε τμήματα του νησιού και Φοίνικες, οι οποίοι μάλιστα, με το πέρασμα του χρόνου, κατάφεραν να ανέλθουν και στον βασιλικό θρόνο ορισμένων κυπριακών πόλεων, όπως π.χ. της Σαλαμίνας του Τεύκρου. Εδώ, για να στεριώσει την κυριαρχία του ο Φοίνικας σφετεριστής του θρόνου, «την τε πόλιν εξεβαρβάρωσεν και την νήσον όλην κατεδούλωσεν» στους Πέρσες. Ετσι με τον καιρό «οι κάτοικοι του νησιού ήταν τόσο ακοινώνητοι και σκληροί, ώστε θεωρούσαν ως άξιους ηγέτες μόνον όσους συμπεριφέρονταν σκαιά προς τον ελληνικό πληθυσμό». Τα πράγματα άλλαξαν το 411 π.Χ., όταν ο θρόνος της Σαλαμίνας επανήλθε και πάλι στους Ελληνες με τον Ευαγόρα, ο οποίος, σύμφωνα με την παράδοση, καταγόταν από τη γενιά του Τεύκρου. Για τον Ευαγόρα ο αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης έγραψε έναν λόγο, από τον οποίο παραθέτω μερικά αποσπάσματα που, τηρουμένων των αναλογιών, πιστεύω ότι διατηρούν την επικαιρότητά τους και στις μέρες μας. Από τη στιγμή που ο Ευαγόρας ανέβηκε στον θρόνο της Σαλαμίνας οι κάτοικοί της «συναγωνίζονταν μεταξύ τους για το ποιος θα φανεί μεγαλύτερος φιλέλληνας, ενώ οι περισσότεροι επεδίωκαν να κάνουν παιδιά με γυναίκες από το μητροπολιτικό κέντρο. Ακόμη, έβρισκαν μεγαλύτερη ευχαρίστηση με τις συνήθειες και τα πράγματα που κυριαρχούσαν στον κυρίως ελληνικό χώρο παρά με τα δικά τους και οι περισσότεροι από αυτούς που ασχολούνταν με τη μουσική και την υπόλοιπη εκπαίδευση προτιμούσαν να συχνάζουν σε γυμνάσια και ωδεία της Ελλάδας και όχι σ’ εκείνα που συνήθιζαν να πηγαίνουν πρωτύτερα». Οι ικανότητες και η δικαιοσύνη του Ευαγόρα γρήγορα έγιναν γνωστά σ’ όλον τον ελληνισμό, έτσι ώστε «πολλοί, καλοί και σωστοί Ελληνες εγκατέλειπαν τις πατρίδες τους και έρχονταν να κατοικήσουν στην Κύπρο, γιατί πίστευαν ότι η διακυβέρνηση του Ευαγόρα ήταν πιο ευχάριστη και πιο δίκαιη από εκείνη των δικών τους πολιτευμάτων». Και συνεχίζει ο Ισοκράτης λέγοντας ότι ο Ευαγόρας «έκανε τους συμπολίτες του από βαρβάρους Ελληνες, από ανάνδρους γενναίους, από ασήμαντους γνωστούς.

Τελειώνοντας, επισημαίνω ότι ο Ευαγόρας συνάντησε σφοδρή αντίδραση στην ίδια την Κύπρο, εξαιτίας της κοντόφθαλμης πολιτικής των άλλων κυπριακών πόλεων, και υπενθυμίζω ότι η γνώση της ιστορίας δεν πρέπει να είναι επιδίωξη μόνον των ιστορικών αλλά και των πολιτικών.

Ο κ. Μ. Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=148218&ct=114&dt=12/01/2003#ixzz18eyxCbiM

Related posts:

Comments