Τα Ορλωφικά και οι Σφαγές Πληθυσμών στην Τριπολιτσά

Ναυτικός Χάρτης του κόλπου του Ναυαρίνου

Nίκος Ροτζώκος * & Διονύσης Τζάκης **

Περί τα τέλη Μαρτίου 1770, περίπου έναν μήνα από την έναρ­ξη των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο, οι Ρώσοι και οι ντό­πιοι επαναστάτες ήλεγχαν το μεγαλύτε­ρο μέρος της υπαί­θρου, καθώς επίσης και ήσσονος στρα­τιωτικής σημασίας πόλεις και οχυρές θέσεις, χωρίς ωστόσο να έχει δοθεί κά­ποια σημαντική μάχη. Την εποχή εκεί­νη λοιπόν και ενώ ο κύριος όγκος των επαναστατών κατευθυνόταν από το Λεοντάρι προς την Τριπολιτσά, οι πρώτοι ένοπλοι που στρατολογήθηκαν στις αλ­βανικές περιοχές για την καταστολή της επανάστασης πέρασαν τον Ισθμό δίχως να συναντήσουν αντίσταση. Οι κάτοι­κοι της Κορινθίας και της Αργολίδας, που είχαν ξεσηκωθεί με επικεφαλής προύχοντες και αρχιερείς των περιοχών αυτών, προτίμησαν να καταφύγουν σε ασφαλέστερες περιοχές, ενώ άλλοι επιχείρησαν να κατευνάσουν τους εισβο­λείς προσφέροντάς τους χρήματα και δώρα. Έτσι, η δίοδος προς την Τριπο­λιτσά ήταν ελεύθερη και οι πρώτες ο­θωμανικές ενισχύσεις εισήλθαν στο δι­οικητικό κέντρο της Πελοποννήσου λί­γο πριν προσεγγίσει την πόλη η Ανα­τολική Λεγεώνα.

Η πρώτη και πλέον αποφασιστική μάχη για την πορεία της επανάστασης πραγματοποιήθηκε στην περιοχή Τρίκορφα, στα περίχωρα της Τριπολιτσάς, στις 29 Μαρτίου/9 Απριλίου. Οι Οθω­μανοί επιτέθηκαν πρώτοι βγαίνοντας έ­ξω από την πόλη και, πραγματοποιώ­ντας ελιγμό για να αποφύγουν τα τη­λεβόλα των Ρώσων, κινήθηκαν εναντίων των ντόπιων. Οι τελευταίοι είχαν πι­στέψει πως οι Οθωμανοί θα παραδίνο­νταν, όπως συνέβη και στον Μυστρά, και ύψωναν τα σπαθιά τους για εκφο­βισμό, ενώ οι Ρώσοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να σεβαστούν τη φορά αυ­τή τις όποιες συμφωνίες παράδοσης. Όταν αντιλήφθηκαν ότι πρόκειται για επίθεση, ήταν πλέον αργά. Οι Μανιά­τες και οι άλλοι Πελοποννήσιοι, που ή­ταν άπειροι στη διεξαγωγή ανοιχτής πολεμικής σύγκρουσης και μάλιστα τέ­τοιας κλίμακας, εγκατέλειψαν τις θέ­σεις τους και διασκορπίστηκαν εύκολα.

Οι λιγοστοί Ρώσοι προσπάθησαν να α­ντισταθούν, είχαν όμως αρκετές απώ­λειες και σύντομα τράπηκαν και αυτοί σε φυγή. Μόνο λίγοι αξιωματικοί κα­τάφεραν να σωθούν.

Μετά την επιτυχία τους στα Τρίκορφα, οι ένοπλοι των Οθω­μανών επέστρεψαν στην Τριπολιτσά αναμένοντας την έ­λευση νέων ενισχύσεων α­πό τις αλβανικές περιοχές. Στο μεταξύ επιδόθηκαν σε σφαγή των χριστιανών της πόλης, καθώς και σε λεη­λασία και καταστροφή των περιουσιών τους. Οι βιαιο­πραγίες επεκτάθηκαν στην ύπαιθρο, ενώ και οι βορει­οδυτικές επαρχίες βρέθηκαν σύντομα στο έλεος άλλων ένοπλων σωμάτων, που εισέβαλαν από το Ρίο στις 2/13 Απριλί­ου. Την επομένη, Μεγάλο Σάββατο για τη χρονιά εκείνη, κατευθύνθηκαν προς την Πάτρα. Ταυτόχρονα, η φρουρά της πόλης, που για περίπου τρεις εβδομά­δες βρισκόταν σε κατάσταση πολιορ­κίας, πραγματοποίησε έξοδο. Οι Επτα­νήσιοι, άοπλοι καθώς ήταν, διασκορ­πίστηκαν εύκολα. Λίγοι μόνο από αυ­τούς κατάφεραν να σωθούν φθάνοντας στην Κεφαλλονιά, όπου τους περίμεναν οι ενετικές αρχές για να τους συλλά­βουν. Την τύχη της Πάτρας είχε και η περιοχή της Ηλείας, προς την οποία κα­τευθύνονταν οι οθωμανικές δυνάμεις. Οι περισσότεροι Ζακυνθινοί έφυγαν για το νησί τους. Μερικές ε­κατοντάδες από αυτούς πα­ρέμειναν στη Γαστούνη να αμυνθούν, γρήγορα όμως ε­γκατέλειψαν κάθε προσπά­θεια αντίστασης και διέφυ­γαν προς τα νότια.

Όπως συνέβη και στην Τρίπολη, οι χριστιανοί κά­τοικοι των Πατρών, του Αι­γίου, των Καλαβρύτων, της Γορτυνίας και της Ηλείας έπεσαν θύματα μιας ανεξέλεγκτης σφαγής. Όσοι κα­τάφεραν να ξεφύγουν από τον θάνατο και την αιχμαλωσία κατέ­φευγαν σε ορεινές και απόκρημνες πε­ριοχές. Η λεηλασία των πλούσιων ε­παρχιών της Πελοποννήσου ήταν ίσως το σημαντικότερο κίνητρο για τη στρα­τολόγηση των ενόπλων που κλήθηκαν να καταστείλουν την επανάσταση. Οι τοπικοί Οθωμανοί αξιωματούχοι δεν κατάφεραν να τους ελέγξουν και να πε­ριορίσουν τη δράση τους, ιδίως τις σφαγές. Είναι χαρακτηριστική η περίπτω­ση του διοικητή της Πάτρας, που μά­ταια προσπαθούσε να πείσει τους χρι­στιανούς κατοίκους της πόλης να επι­στρέψουν, όντας ανίκανος να επιβλη­θεί στους επικεφαλής των αλβανικών σωμάτων. Η μη ελεγχόμενη από τις ο­θωμανικές αρχές της Πελοποννήσου δράση των σωμάτων αυτών συνεχίστη­κε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1770 και τερματίστηκε προς το τέλος της με μια μεγάλη εκστρατεία για την εκδίωξή τους, που οργανώθηκε από τον Καπουδάν πασά, τον αρχηγό του οθω­μανικού στόλου. Όλη αυτή τη δεκαετία ένα σημαντικό τμήμα των χριστιανών κατοίκων μετανάστευσε στη Μικρά Α­σία, κατά κύριο λόγο, αλλά και στα βό­ρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας, που είχαν πλέον κυριευθεί από τη Ρω­σία.

Η μάχη στη Μεθώνη

Και ενώ μετά τη μάχη της Τριπολιτσάς (29 Μαρτίου/ 9 Απριλίου) η Βό­ρεια και η Κεντρική Πελοπόννησος εί­χαν περιέλθει και πάλι στον έλεγχο των Οθωμανών, οι Ρώσοι ξεκίνησαν την πο­λιορκία του Ναβαρίνου (4/15 Απριλί­ου), το οποίο και παραδόθηκε έξι ημέ­ρες αργότερα. Πιθανότατα την επομένη έφθασε στην Πελοπόννησο και ο αρχηγός της εκστρατείας Αλέξιος Ορλώφ. Η έλευση του επέφερε αλ­λαγές στην επιχειρησιακή τακτική που ακολουθούνταν μέχρι τότε. Α­ποφασίστηκε ο τερματισμός της πο­λιορκίας της Κορώνης, η προσβολή της γειτονικής στο Ναβαρίνο, Με­θώνης και η αναζωπύρωση της ε­πανάστασης στο εσωτερικό της Πε­λοποννήσου. Για τον σκοπό αυτό μάλιστα μοιράσθηκαν και πάλι προ­κηρύξεις προς τους χριστιανούς της Πελοποννήσου, οι οποίοι, την επο­χή εκείνη, αναζητούσαν απεγνω­σμένα τρόπους διαφυγής από τα έ­νοπλα σώματα που λεηλατούσαν τις βόρειες και τις κεντρικές επαρχίες της χερσονήσου. Ο τερματισμός της πολιορκίας της Κορώνης πραγμα­τοποιήθηκε στα μέσα Απριλίου πα­ρέχοντας τη δυνατότητα στην επί ε­νάμιση μήνα βρισκόμενη σε ασφυ­κτικό κλοιό οθωμανική φρουρά να ξεσπάσει στους κατοίκους της πό­λης και των γύρω περιοχών. Δύο ε­βδομάδες αργότερα, στις 29 Απρί­λιου/10 Μαΐου, ξεκίνησε η πολιορ­κία της Μεθώνης. Η μικρή παρά­κτια ζώνη στη Δυτική Πελοπόννησο ήταν και η μόνη που ελεγχόταν στρα­τιωτικά από τους Ρώσους. Υπήρχε ακόμη ο Μυστράς, τον οποίο κατεί­χαν Μανιάτες, ενώ άλλες ομάδες Μα­νιατών συγκεντρώνονταν στα περί­χωρα του Νησιού (Μεσσήνη) και στην Καλαμάτα, για να αποκόψουν επικείμενη οθωμανική επίθεση από την Τριπολιτσά.

Στο αντίπαλο στρα­τόπεδο, που είχε ως βά­ση την Τριπολιτσά, κα­τέφθαναν διαρκώς νέες ενισχύσεις από την ξη­ρά, ενώ και ο οθωμανι­κός στόλος εμφανίστη­κε στο Ναύπλιο στις 9/20 Απριλίου. Λίγες μέρες αργότερα ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις άρχισαν να κινούνται προς τα νότια. Παρά τη σθεναρή τους α­ντίσταση οι Μαυρομιχαλαίοι δεν κα­τάφεραν να τους σταματήσουν στο Νησί (13-14/24-25 Μαίου). Συνδυά­ζοντας τη λαφυραγωγία με τις πο­λεμικές επιχειρήσεις, τα Οθωμανικά στρατεύματα ενώθηκαν με τη φρου­ρά της Κορώνης και κινήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους Ρώσους. Με τους τελευταίους βρίσκονταν ακόμη οι ένοπλοι της Δυτικής Λεγεώνας, οι στρατολογημένοι από τον Μπενάκη, και όσοι είχαν καταφύ­γει εκεί, ιδίως Επτανήσιοι. Όλοι αυ­τοί τοποθετήθηκαν ανάμεσα στο Να­βαρίνο, που αποτελούσε τη ναυτική βάση του ρωσικού στόλου, και στη γειτονι­κή Μεθώνη, την οποία πολιορκούσαν γιατί η κατοχή της θεωρούνταν σημαντική για την α­σφάλεια του Ναβαρίνου. Επιχειρήθηκε, λοιπόν, να δημιουργηθεί γραμ­μή άμυνας μεταξύ Με­θώνης και Ναβαρίνου, όμως η σφοδρότητα της οθωμανικής επίθεσης τους υποχρέωσε να υ­ποχωρήσουν με βαριές απώλειες στο Ναβαρίνο, στις 17/28 Μαΐου.

Η αναχώρηση των Ρώσων

Τρεις ημέρες αργότερα οι ενα­πομείναντες Ρώσοι επιβιβάσθηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν την Πε­λοπόννησο, παίρνοντας μαζί τους τον Μπενάκη και ορισμένους άλλους προύχοντες και αρχιερείς που πρωτοστάτησαν στα «Ορλωφικά». Όσοι Χριστιανοί, ιδίως γυναικόπαιδα είχαν καταφύγει το προηγούμενο διάστημα στο Ναβαρίνο αναζητώντας προστασία εγκαταλείφθηκαν. Οι μουσουλμάνοι αιχμάλωτοι, και ανάμεσα τους πολλές γυναίκες, βρή­καν τον θάνατο όταν οι Ρώσοι, λίγο πριν φύγουν, ανατίναξαν την πυρι­τιδαποθήκη του φρουρίου. Στο ε­πόμενο διάστημα, η Καλαμάτα, ο Μυστράς και τελικά η Μάνη αποτέ­λεσαν πεδία μαχών για τους Μα­νιάτες, που τελικά κατάφεραν να α­ποκρούσουν τις επιθέσεις και να α­ποτρέψουν την κατάληψη της ε­παρχίας τους. Όσο για τους Ρώσους, αυτοί κατευθύνθηκαν στο Αιγαίο, όπου τον Ιούλιο σημείωσαν σημα­ντική νίκη κατά του οθωμανικού στό­λου στον Τσεσμέ. Αποτέλεσμα της μάχης αυτής υπήρξε η κυριαρχία του ρωσικού στόλου στο Αιγαίο και η κατάληψη των Κυκλάδων και άλλων νησιών που χρησίμευσαν ως ορμη­τήριο της δράσης τους έως το 1774, οπότε, με την υπογραφή της ιδιαί­τερα ευνοϊκής για τη Ρωσία συνθή­κης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, τερ­ματίστηκε ο εξαετής Ρωσο-οθωμανικός Πόλεμος.

* Διδάσκει Νεότερη Ιστορία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

**Διδάκτωρ Ιστορίας, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού


Μαρτυρία για τη μάχη της Τριπολιτσάς

«Ήλθε το απηνέστατον και παμβαρβαρώτατον ρωσσικόν στρά­τευμα εις Πελοπόννησον εις το μέρος τον Νεοκάστρου και Μοθώνης εις δε τον Μιστράν επήγαν Μαρτίου έ, και αυτόν κατεκυρίευσαν μετά των Μανιατών και τους εκεί οικούντας Τούρκους ά­παντος συν γυναιξί και τέκνοις ξίφει κατέσφαξαν. Μαρτίου δε κθ’, τη αγία και μεγάλη δευτέρα, ωσεί ώρα ή, πολύ πλίνθος Μανια­τών και άλλων Μωραϊτών φέρο­ντες εις σημείον βασιλικού στρα­τεύματος και τεσσαράκοντα Ρούσους ήλθον εις την Τριπολιτσάν την του ηγεμόνος καθέδραν, και ημετέραν πατρίδα, εις το μέ­ρος ονομαζόμενον άγιος Βασί­λειος οι δε εκεί ευρισκόμενοι Τούρκοι ξένοι τε και εντόπιοι λαμβάνοντες είδησιν εξήλθον ά­παντες μετά πολλών αρμάτων εις προϋπάντησίν τους, και διαστάσις ωσεί ωρά μια, οι μεν νικηθέντες επήλθον εις τα οπίσω, οι δε νικήσαντες και θυμού εμπληθέντες πολλοίς ή μάλλον ειπείν πάντας τους εκεί χριστιανούς ανείλον μαχαίρα. Από τοις οποίους ιδού φανερόνω και τους συγγε­νείς μου, πρώτον τον πατέρα μου, τον αδελφόν του και θείον μου Οικονόμον, τον αδελφόν μου Κωνσταντίνον, τους θείους μου Παρασκευάν Ρογάρην, και τον υιόν αυτού Σπυρίδωνα, τον Γεώργιον Καρανικόλαν και επιλοί­πους. Τόση άδικος σφαγή έγινεν εις αυτήν την δύστηχον χώραν, ώστε οπού αι οικίαι και δρόμοι εγέμισαν αίμα, και ει μη από θεί­ων ανδρών προς κύριον εντεύξεις την επιούσαν δεν επρόφθανεν ο τοώντι ευσπλαχνικώτατος Οσουμάν-μπέης μήτε καν όνομα χρι­στιανού εις την πόλιν ταύτην εσώζετο. Πολλάκις λοιπόν η Πε­λοπόννησος αιχμαλωσίας εδοκίμασε, πλην αύτη η εκ των εν προ­βάτου δορά προβάτιον φθορά ν απειργασαμένων βαρβάρων λέγω Ρουσών vυv πρόξενεφθείσα, μήτε ακούσθη, μήτε ο Κύριος να δώση εις άλλοις χριστιανούς (.-)».

(Δημοσιεύεται στο περιοδικό Φιλίστωρ, τ. Δ’ (1865), σ. 537-539. Αναδημοσιεύεται στο Κ. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς. 1453- 1821, Αθήνα, εκδ. Καμαρινόπουλου, 1962, σ. 494 – πρώτη έκδοση 1869).


Πηγή: Τα Νέα, 25 Αυγ. 2000

Related posts:

Comments