“Ποιοί είναι οι Αληθινοί Μακεδόνες” του Patrick Lee Fermor

 

Ο ΜΕΓΑΛΟΣ Αγγλος φιλέλληνας, συγγραφέας  Πάτρικ Λη Φερμόρ (Patrick Leigh Fermor) δεν έγραψε μόνο την αποστομωτική απάντηση του στον Νόελ Μάλκολμ του «Spectator» το 1992. Το μεγάλης κυκλοφορίας ένθετο περιοδικό «The Indipendent Magazine» της έγκυρης Bρετανικής εφημερίδας «The Indipendent» στις 22 Αυγούστου 1992 φιλοξέ­νησε ένα ακόμα άρθρο του όπου με τον τίτλο: «Για τους αληθινούς Μακεδόνες» τονίζει τα ακόλουθα:

ΜΩΡΙΑΣ, Ελλάδα. Η έλλειψη ενδιαφέροντος στο εξωτερικό για το μελλοντικό όνομα της τέως γιου­γκοσλαβικής «Δημοκρατίας των Σκοπίων» προκα­λεί αμηχανία και απελπισία στους Έλληνες και τα αισθήματα τους δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν. Είναι σχεδόν το ίδιο ισχυρά όπως και τα αισθήματα τους για την Κύπρο και η στάση που θα υιοθετή­σουμε στο θέμα αυτό θα θεωρηθεί σαν δείγμα της ειλικρίνειας της Αγγλίας σαν συμμάχου. Το να επι­τραπεί σε ένα νεοβάπτιστο κράτος με το όνομα Δημοκρατία της Μακεδονίας να υφαρπάξει το πιο διάσημο τοπωνύμιο της ελληνικής ιστορίας μοιάζει στους Ελληνες σαν μια ανυπόφορη ταπείνωση.

Ποιοι ήταν οι Μακεδόνες; Ο Ησίοδος λέει πως οι πέντε εγγονοί του Δευκαλίωνα δημιούργησαν τις διαλέκτους της Ελλάδας – ο Αίολος για τα αιολικά, ο Δώρος τα δωρικά, κ.ο.κ. – τελειώνοντας με τον Μακεδόνα για τα μακεδονικά. Υπάρχει μια αλήθεια στους περισσότερους μύθους. Κατοπινοί συγγρα­φείς, όπως ο Ηρόδοτος, τον επιβεβαίωσαν και δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι η γλώσσα των Μακε­δόνων ήταν ελληνική. Το ότι οι βασιλιάδες τους διατείνονταν ότι κατάγονταν από τον Ηρακλή, και άρα από το Δία, καθώς και η επιλογή του Αριστοτέ­λη σαν δασκάλου του μεγαλυτέρου τους, δείχνουν που ήταν η καρδιά τους.

Το λίκνο της φυλής αυτής ήταν στους βορειοανα­τολικούς πρόποδες του Ολύμπου. Ο Φίλιππος ο 2ος (382 – 336 π.Χ.) επέκτεινε το βασίλειο του και σε μη ελληνόφωνους λαούς. Τους επέτρεψε να αυτο- κυβερνώνται όπως και στο παρελθόν και η ηγεμο­νία του έγινε ένα πολυφυλετικό βασίλειο φιλελεύθε­ρου τύπου, το πρώτο στην Ευρώπη. Η βορειότερη από αυτές τις κατακτήσεις ονομαζόταν Παιονία, και αυτή είναι ακριβώς η υπό συζήτηση περιοχή, στην οποία ο Τίτο έδωσε ύπαρξη σαν τη νοτιότερη δημοκρατία του και απερίσκεπτα, ή πονηρά, την ονόμασε «Μακεδονία». Τα Σκόπια, η μεγαλύτερη πόλη της, ήταν η πρωτεύουσα, ως το 1912, στο οθωμανικό βιλαέτι του Κόσοβο. Στο βιβλίο του «Ποιοι ήταν οι Μακεδόνες;» ο καθηγητής Nicholas Hammond, ο διακεκριμένος ελληνιστής ιστορικός και αρχαιολόγος λέει: «Εάν οι Γιουγκοσλάβοι ήθε­λαν ένα παλιό όνομα θα έπρεπε να ονομάσουν το κράτος τους Παιονία, ή εναλλακτικά ίσως και «Νό­τιο Σλοβενία». Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής έγι­ναν υπήκοοι του Φιλίππου και του Αλέξανδρου, αλλά συνέχισαν να είναι ξέχωρος και ξεχωριστός λαός».

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ του σημερινού αιώνα, όταν επιτέ­λους η τούρκικη αυτοκρατορία φαινόταν έτοι­μη να καταρρεύσει, τα ήδη κατά τα τρία τέταρτα των Βαλκανίων απελευθερωμένα κράτη, πριν δώ­σουν μια συντονισμένη επίθεση, άρχισαν να προ­βάλλουν προληπτικά διεκδικήσεις. Ήταν εποχή κρυφών εχθροπραξιών, προπαγάνδας, αντάρτι­κων ενεργειών, δολοφονιών και μυστικών οργανώ­σεων. Η πιο ενεργητική και επικίνδυνη από αυτές ήταν η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Ορ­γάνωση (IMRO) που άλλοτε εν μέρει και άλλοτε πλήρως στηριζόταν από τα βουλγαρικά συμφέρο­ντα. Ο στόχος της IMRO, που στηριζόταν στις γλωσσικές συγγένειες ανάμεσα στα νοτιοδυτικά τμήματα της Βουλγαρίας και σε παλιά αυτοκρατο­ρική ρωσική υπόσχεση, ήταν μια αυτόνομη «Μακε­δονία», που να συγκεντρώνει τη νοτιοδυτική Βουλ­γαρία, ολόκληρη την ελληνική Μακεδονία με την πρωτεύουσά της τη θεσσαλονίκη και τη σημερινή πολυσυζητημένη δημοκρατία γύρω από τα Σκόπια (την αρχαία Παιονία). Μετά από την ήττα τους το 1913, στο τέλος του Δεύτερου Βαλκανικού Πολέμου, οι Βούλγαροι απέτυχαν να κερδίσουν τη δημοκρα­τία αυτήν. Και κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, που ακολούθησε αμέσως μετά, πολέμησαν στο πλευρό των Γερμανών και των Τούρκων ενάντια στους Γάλλους, τους Βρετανούς, τους Σέρβους και τους Έλληνες στην οδυνηρή εκστρατεία της Θεσσα­λονίκης και για ακριβώς τον ίδιο σκοπό.

Όπως μου είπε και ένας σοφός Έλληνας φίλος, «Μην πιστεύετε όλες αυτές τις σαπουνόφουσκες των Σκοπίων για το ότι δεν έχουν εδαφικές διεκδι­κήσεις και καμία σχέση με τη Βουλγαρία» με τις εικόνες του Λευκού Πύργου της θεσσαλονίκης να ντύνουν όλη τους την προπαγάνδα, ακόμα και στα χαρτονομίσματά τους!». Για αυτόν δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. «Ο πόλεμος είναι επιδημία σε καιρούς όπως οι τωρινοί. Δείτε το Σαράγεβο! Δείτε τι θα μπορούσε να συμβεί στο Κοσσυφοπέδιο! Και μην ξεχνάτε ότι μισούν τους Σέρβους ακριβώς όπως μισούν και εμάς. Όλα αυτά εξαιτίας της Μακεδο­νίας».

Και ξαφνικά το μυαλό μου πήγε πίσω μισόν αιώ­να, όταν ήμουν 20 χρόνων. Σούρουπο στις 9 Οκτωβρίου του 1934, καθόμουν σε ένα γεμάτο καφενείο στην άκρη ενός απόκρημνου Βράχου στον ποταμό Γιάντρα, που κυλάει ελικοειδώς κάτω από την καρ­διά του Τύρνοβο, που είναι η παλιά πρωτεύουσα της Δεύτερης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας. Είχα συρθεί εκεί, στη μεγάλη οροσειρά των Βαλκανίων πηγαίνοντας προς την Κωνσταντινούπολη. Μια μι­κρή ορχήστρα έπαιζε ήσυχα. Μια ομάδα αξιωματι­κών ήταν καθισμένη στο διπλανό τραπέζι, με τα χέρια τους προσεκτικά να αγκαλιάζουν τις λαβές των σπαθιών που όλοι τους κουβαλούσαν. Δύο σπαθιά με τις θήκες τους βρίσκονταν απάνω στο τραπέζι ανάμεσα στα ποτήρια.

Ξαφνικά ένας συνάδελφος, τρέχοντας από το δρόμο, ανήγγειλε κάτι που τους έκανε όλους να σηκωθούν. ‘Οταν το μήνυμα εξηγήθηκε καλύτερα, η χαρά διαδέχτηκε την διστακτικότητα, ζητωκραυ­γές και γέλια αντήχησαν και ποτήρια τσούγκρισαν εκστατικά. Τα νέα διαδόθηκαν και μια φράση που περιείχε τις λέξεις «Σρμπσκι Κραλ» (ο Σέρβος βασιλιάς) – οι μόνες που μπορούσα να αναγνωρίσω – μεταδιδόταν από τραπέζι σε τραπέζι.

Ένας από τους διπλανούς μου εξήγησε με έξαψη ότι πριν λίγες ώρες ο βασιλιάς Αλέξανδρος της Γιουγκοσλαβίας – ο πράος και με πολιτισμένη όψη άντρας με τα γυαλάκια στη μύτη – είχε φτάσει στη Μασσαλία σε επίσημη επίσκεψη στη Γαλλία. Μετά από την υποδοχή του από τον υπουργό Εξωτερι­κών Μ. Barthou, και μόλις κάθησαν στα καθίσματά τους στο αυτοκίνητο ένας άνδρας με ένα πιστόλι ανέβηκε στον αναβατήρα και τους σκότωσε και τους δύο με πυροβολισμούς. (Στην αρχή ο δολοφό­νος θεωρήθηκε ότι ανήκε στη φανατική αντισερβική οργάνωση Ουστάσι της Κροατίας. Αισθάνθηκα ότι οι διπλανοί μου θα ήθελαν να ήταν κάποιος βετεράνος της υποτιθέμενης αφοπλισμένης IMRO και στο τέλος αυτό ακριβώς αποδείχτηκε πως ήταν).

Το βιολί, η κιθάρα και το κλαρίνο το γύρισαν σε mo χαρούμενο ρυθμό. Μέσα σε μια στιγμή, τα χέρια ενωμένα πάνω από τους ωμούς είχαν σχημα­τίσει έναν όλο και διευρυνόμενο δακτύλιο με δυνα­τές φωνές, και κάθε τόσο με κραυγές και κτυπήμα­τα με τα πόδια. Στο δεύτερο γύρο, ένας από τους αξιωματικούς αποχωρίστηκε για μια στιγμή, άρ­παξε από τα πόδια το φορτωμένο τους τραπέζι, το σήκωσε πάνω από το κεφάλι του και το εκσφενδόνισε μακρυά μέσα σε χαλασμό: Τασάκια στριφογύ­ριζαν, μαχαίρια και πηρούνια πετάγονταν παντού, μπουκάλια έχυναν το κρασί τους, τα δυο σπαθιά βγαίνοντας από τις θήκες τους κουτρουβάλησαν το ένα μετά το άλλο και όλο το τραπέζι στριφογύριζε αντίκρυ στο φθινοπωρινό ηλιοβασίλεμα με τα συμπράγκαλα και τα ποτήρια να περνούν πάνω από τα κεραμίδια των σπιτιών και να πέφτουν στις οξιές που βρίσκονταν στην άκρη της χαράδρας. Ακόμα μπορώ να ακούσω τις ζητωκραυγές τους.

  Από Αναγνώστη

Related posts:

Comments