ΤΑ “ΙΟΥΛΙΑΝΑ” ΤΟΥ 1920 ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το τέλος του Α’ παγκοσμίου πολέμου βρίσκει τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους φιλελεύθερους, αδιαμφισβήτητους κυρίαρχους στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ελλάδος. Τα βασικότερα εργαλεία για την επικράτηση αυτή μετά το 1917, ήταν η εξορία του Βασιλιά Κωνσταντίνου, η επιβολή στρατιωτικού νόμου, η εκκαθάριση των δημοσίων υπηρεσιών από τους αντιβενιζελικούς, η αναγκαστική αποστρατεία όλων των αντιφρονούντων Βασιλοφρόνων αξιωματικών, η εξορία των είκοσι σημαντικότερων πολιτικών προσωπικοτήτων των αντιβενιζελικών καθώς και η απόλυση του αντιβενιζελικού Αρχιεπισκόπου (1). Μια σειρά από τουφεκισμούς οπλιτών που αντιδρούσαν στην Βενιζελική επιστράτευση (λ.χ. στα “Λαμιακά”) ολοκλήρωσαν το σκηνικό του αυταρχισμού.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε αυτή την τριετία (1917-1920) που διήρκεσε η καταστολή αυτή, βρισκόταν, ως επί το πλείστον, στο εξωτερικό ασκώντας μια επιθετική εξωτερική πολιτική με διαδοχικούς σταθμούς την σύμπραξη της Ελλάδος στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο στην νικηφόρα παράταξη της Αντάντ, την συμμετοχή στην εκστρατεία της Μεσημβρινής Ρωσίας (κατά των κομμουνιστών) προς υπεράσπιση Γαλλικών και Βρεττανικών οικονομικών συμφερόντων, την υποβολή σειράς υπομνημάτων με τις ελληνικές διεκδικήσεις στην Συνδιάσκεψη για την Ειρήνη των νικητών του Μεγάλου πολέμου, την απόβαση του ελληνικού στρατού στην Σμύρνη και τελικά τον διπλωματικό θρίαμβο της συνθήκης των Σεβρών που, θεωρητικά τουλάχιστον (ο Κεμάλ και οι Τούρκοι εθνικιστές δεν ανγνώριζαν την Συνθήκη), εξασφάλιζε την πραγμάτωση της ελληνικής Μεγάλης Ιδέας.

Η ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

Μετά την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα επέστρεφε στις 30 Ιουλίου 1920 από την Γαλλία στην Ελλάδα με το τρένο από τον σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών (2). Εκεί, την ώρα της επιβίβασης, δυο απότακτοι αντιβενιζελικοί αξιωματικοί - ο υπολοχαγός μηχανικού Γεώργιος Κυριάκης και ο υποπλοίαρχος Απόστολος Τσερέπης, αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Έλληνα Πρωθυπουργό, πυροβολώντας με τα περίστροφα τους από κοντινή απόσταση. Έριξαν πάνω από 10 σφαίρες συνολικά, με τον Βενιζέλο να τραυματίζεται ελαφρά στον αριστερό ώμο και χέρι. Η αποτυχία τους ήταν αποτέλεσμα της ψύχραιμης αντίδρασης του Έλληνα πρωθυπουργού που όταν ένιωσε τον κίνδυνο άρχισε να τρέχει δεξιά - αριστερά, σε συνδυασμό προς την τυχαία πτώση του πίσω από αποσκευές και την ανεξήγητη αστοχία, σχεδόν εξ’ επαφής, των υποψήφιων δολοφόνων (3).

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος νοσηλεύτηκε για μια μέρα σε Γαλλικό νοσοκομείο και όταν ανάρρωσε , παρέστη ως μάρτυρας κατηγορίας στην δίκη των δύο επίδοξων δολοφόνων του. Στην κατάθεση του άφησε σαφείς υπαινιγμούς για συνωμοσία κατά της ζωής του από τον εξόριστο Βασιλιά Κωνσταντίνο. Οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε πολυετείς ποινές, μένοντας για πολλά χρόνια στις Γαλλικές φυλακές (4).

ΤΑ “ΙΟΥΛΙΑΝΑ” ΤΟΥ 1920

Η είδηση της απόπειρας δεν έγινε αμέσως γνωστή στην Αθήνα, παρά μόνο το μεσημέρι της 31ης Ιουλίου του 1919. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Εμμανουήλ Ρέπουλη, αντιπροέδρου της κυβερνήσεως Βενιζέλου, προσπάθησε ο ίδιος να κρύψει την είδηση, αλλά ήδη ανεπίσημες φήμες στην πόλη διέδιδαν τον θάνατο του Βενιζέλου. Αμέσως μετά την κυκλοφορία της “είδησης”, ένα οργισμένο πλήθος Βενιζελικών παρακρατικών ξεχύθηκε στους Αθηναϊκούς δρόμους ζητώντας εκδίκηση (5), κρατώντας ρόπαλα και λοστούς επιτέθηκαν αρχικά κατά των γραφείων όλων των Αντιβενιζελικών εφημερίδων καταστρέφοντας αυτά σχεδόν ολοσχερώς (Η Πολιτεία, Η Καθημερινή, το Σκριπ, η εσπερινή), αμέσως μετά επιτέθηκαν στις οικείες των συγγενών των επίδοξων δολοφόνων, προκάλεσαν εκτεταμένες ζημιές στο θέατρο της Κοτοπούλη (γνωστής οπαδού της Αντιπολίτευσης και του εξόριστου Βασιλιά), αρκετές ζημιές σε ζαχαροπλαστεία, καφενεία και άλλα καταστήματα γνωστών αντιβενιζελικών πολιτών, ενώ λεηλάτησαν και τις οικείες των ηγετών της “Ηνωμένης Αντιπολίτευσης”, καταστρέφοντας σχεδόν ολοσχερώς την οικεία του πρώην πρωθυπουργού Στέφανου Σκουλούδη (6).

Το Βενιζελικό όργιο βίας και λεηλασίας είχε μικρή διάρκεια, αλλά ήταν πολύ αποτελεσματικό. Ξεκίνησε στις 12.00 το μεσημέρι και σταμάτησε στις 19.00, όταν ξεκίνησε η δοξολογία στην Μητρόπολη για την σωτηρία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Όλα τα στελέχη της Αντιπολίτευσης κρύβονταν κατατρομοκρατημένα, κανείς αντιβενιζελικός δεν αντίδρασε (αυτή ήταν η κύρια αιτία που δεν υπήρξαν θύματα), ενώ τα όργανα της τάξης του κράτους παρακολουθούσαν διακριτικά την κατάλυση κάθε έννοιας έννομης τάξης. Οι υλικές ζημιές που προκλήθηκαν ήταν σοβαρές, αλλά αυτό που συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη ήταν η αναίτια και ψυχρή δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ

Ο Ίων Δραγούμης πληροφορήθηκε την είδηση της απόπειρας νωρίς το μεσημέρι. Οδήγησε την Μαρίκα Κοτοπούλη στο σπίτι της στην Κηφισιά για να την προστατεύσει από τυχόν βιαιοπραγίες εις βάρος της λόγω των πολιτικών της φρονιμάτων και υπό το καθεστώς μιας έντιμης αλλά μοιραίας αντίληψης του καθήκοντος, αποφάσισε να επιστρέψει στα γραφεία της εφημερίδας του, ώστε να επιμεληθεί την έκδοση της. Είχε απόλυτη συναίσθηση του κινδύνου της απόφασης του. Ένιωθε την υποχρέωση να μην κρυφτεί αλλά να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του ως ένας από τα ηγετικά στελέχη της αντιπολίτευσης.
Κατέβηκε με το αμάξι του την οδό Κηφισίας ως το ύψος των Αμπελοκήπων στην τότε έπαυλη Θων. Εκεί τον σταμάτησε μια ομάδα ενόπλων που άνηκαν στο περίφημο τάγμα ασφαλείας του Παυλου Γύπαρη(7). Ο Δραγούμης συναισθάνθηκε τον κίνδυνο και ζήτησε από τον οδηγό να προχωρήσει. Οι ένοπλοι όμως ακινητοποίησαν το αυτοκίνητο, συνέλαβαν τον Δραγούμη τον χτήπησαν στο πρόσωπο και τον οδήγησαν βίαια στον στρατώνα του τάγματος τους. Στο προαύλιο του στρατώνα βρίσκονταν ο Παύλος Γύπαρης, διοικητής των Βενιζελικών ταγμάτων ασφαλείας, παλαιός γνώριμος του Δραγούμη από τον Μακεδονικό Αγώνα, και ο Εμμανουήλ Μπενάκης, επίσης γνώριμος του Δραγούμη απο την θητεία του στην πρεσβεία της Αλεξάνδρειας. Αρχικά οι δύο άνδρες συζητούσαν χαμηλόφωνα κοιτάζοντας βλοσυρά τον Δραγούμη. Η αγωνιώδης αναμονή του αιχμαλώτου διήρκεσε 20 λεπτά. Μετά από ένα μυστηριώδες τηλεφώνημα που δέχτηκε, ο Γύπαρης διέταξε 18 στρατιώτες με οπλισμένα τα ντουφέκια, να οδηγήσουν τον Δραγούμη αιχμάλωτο, πεζή ως το φρουραρχείο (8).

Οι στρατιώτες περιστοίχισαν τον Δραγούμη και τον οδήγησαν στην συμβολή των οδών Κηφισίας και Ρηγίλλης. Εκεί σταμάτησαν και τον έστησαν σε έναν μαντρότοιχο. “Δεν υπάρχει πλέον ελπίδα?” τους ρώτησε ο μελλοθάνατος μέσα στην επιθανάτια αγωνία του. Κανείς από τους ενόπλους δεν απάντησε. Πρότειναν όλοι τα όπλα τους και έριξαν στον άτυχο άνδρα εξ επαφής χωρίς καν παράγγελμα. Ο Δραγούμης δεν αντιστάθηκε, ούτε και προσπάθησε να ξεφύγει από τους δολοφόνους του(9). Ήρεμα στάθηκε μπροστά τους, κοιτώντας τον Αττικό ουρανό που τόσο ύμνησε και αγάπησε, για τελευταία φορά…Οι εύστοχες ριπές των όπλων τον άφησαν στον τόπο χωρίς πνοή. Οι δολοφόνοι του, πλησίασαν την σωρό του και τον λόγχισαν για να βεβαιωθούν για τον θάνατο του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στον στρατώνα τους.

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ - ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Το πτώμα του Δραγούμη έμεινε σκυλευμένο στο πεζοδρόμιο για πολλές ώρες. Αργά το απόγευμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο, όπου μετά από ειδοποίηση αργά το βράδυ, προσήλθε τραγική μορφή ο γηραιός πατέρας του Στέφανος Δραγούμης, (πρώην πρωθυπουργός και τελευταίος ύπατος αρμοστής στην Κρήτη) για να αναγνωρίσει τον νεκρό γιο του. Η οικογένεια του νεκρού απαίτησε νεκροψία που έδειξε ότι ο άτυχος άνδρας έφερε 9 σφαίρες στο κορμί του, έντεκα λογχισμός διαμπερείς δια ξιφολόγχης και κάταγμα του αριστερού μηρού δια υποκοπάνου όπλου.

Την επομένη δεν κυκλοφόρησε (όπως είναι λογικό μετά την καταστροφική λαίλαπα της προηγούμενης ημέρας) καμία εφημερίδα της Αντιπολίτευσης. Όλες οι Βενιζελικές εφημερίδες φιλοξενούσαν την είδηση της απόπειρας κατά του Βενιζέλου, αφιερώνοντας λίγες μόνο λέξεις για την στυγερή δολοφονία. Αρκετές μάλιστα υποστήριζαν ότι ο Δραγούμης σκοτώθηκε ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει. Κάποιες δε, υποστήριξαν ότι οι εκτελεστές ήταν σε αυτοάμυνα γιατί δήθεν τους άνοιξε πυρ ο Δραγούμης με το περίστροφο του! Αντιπολιτευόμενες εφημερίδες κυκλοφόρησαν δέκα μέρες μετά αποκαθιστώντας την αλήθεια(10).

Η κηδεία του έγινε μέσα σε ανείπωτη θλίψη από τους οικείους του και συνοδεύτηκε από ένα μεγάλο πλήθος πολιτών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος συγκλονίστηκε όταν έμαθε το στυγερό έγκλημα και αμέσως απέστειλε θερμό συλλυπητήριο τηλεγράφημα στον πατέρα του Δραγούμη, φανατικό πολιτικό του εχθρό. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα η μνήμη του θλιβερού γεγονότος τον κατέτρεχε για αυτό και μερίμνησε προσωπικά για την ανεύρεση των δολοφόνων αλλά όχι και για την ανεύρεση τυχόν ηθικών αυτουργών (αν υπήρχαν)(11). Έτσι τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος που είχαν φυγαδευτεί στην Κρήτη από τους Βενιζελικούς, παραπέμφθηκαν σε δίκη.

Σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στην ελληνική βουλή για τα τραγικά γεγονότα, ο αντικαταστάτης του πρωθυπουργού εν απουσία του Εμμανουήλ Ρέπουλης, προσπάθησε άνευρα και ομολογουμένως διόλου πειστικά να υποστηρίξει την κυβερνητική εκδοχή των γεγονότων για δήθεν σύντονες προσπάθειες του να αποφευχθούν τα επεισόδια και η δολοφονία. Στις αιτιάσεις της Αντιπολίτευσης απάντησε με δικαιολογίες και υπεκφυγές, ενώ στο τέλος ανήγγειλε εμφανώς συντετριμμένος και πιθανή πρόθεση του να εγκαταλείψει τον δημόσιο βίο (12). Η ηθική αυτουργία του φόνου χρεώθηκε στον ίδιο τον Γύπαρη και στον Μπενάκη, χωρίς όμως ποτέ να αποδειχθεί κάποια κατηγορία. Το 1922 ο Μπενάκης παραπέμφθηκε σε δίκη για ηθική αυτουργία αλλά απαλλάχτηκε, με την κόρη του, την Πηνελόπη Δέλτα να είναι κατηγορηματική στο αρχείο της, για την αθωότητα του πατρός της.

Η δολοφονία του Ιωνος Δραγούμη κηλίδωσε τον πολιτικό βίο της χώρας βαθαίνοντας το ψυχικό χάσμα ανάμεσα στους δύο κόσμους (βενιζελικών-αντιβενιζελικών), επιβεβαίωσε την κοινωνική αίσθηση για τον Βενιζελικό αυταρχισμό στην άσκηση της εξουσίας και τελικά αποτέλεσε έναν ρυθμιστικό παράγοντα για το απρόσμενα θετικό αποτέλεσμα για την “Ηνωμένη Αντιπολίτευση” στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920, κάτι που υποβαθμίζει συστηματικά η σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία.

http://www.istorikathemata.com/

 

Related posts:

Comments