«Αι Αιγεαί» των Μακεδόνων

Τμήμα Ψηφιδωτού δαπέδου φιλοτεχνημένο με βότσαλο, το οποίο απεικονίζει γυναικεία μορφή-άνθος.

της Αγγελικής Κοτταρίδη *

ΣΤΗ ΝΟΤΙΑ πλευρά του Αλιάκμονα, στη «Μακεδονίδα γη» του Ηροδότου, στους πρόποδες του «Μακεδονικού όρους» (Πιέρια), βρίσκονται «αι Αιγεαί», ο «τόπος με τα πολλά κατσίκια».

Μολονότι πολύ μικρό μέρος του χώρου έχει ανασκαφεί (περίπου 1/100 της νεκρόπολης και 1/500 της πόλης), τα λαμπρά ευρήματα έδωσαν επαξίως στις Αιγές μια θέ­ση ανάμεσα στα μνημεία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς τεκμηριώνοντας την ιστορία και τον πολιτισμό των Μακεδό­νων, του ακριτικού ελληνικού φύλου που έκανε τον ελληνικό πολιτισμό κτήμα των λα­ών της οικουμένης.

Κτισμένες στην αφετηρία του δρόμου που οδηγούσε στον Νότο, οι Αιγές ήταν ένα ση­μαντικότατο κέντρο με κυρίαρχο ρόλο στην περιοχή ήδη από τον 10ο-8ο αι. π.Χ., όπως δείχνει το εντυπωσιακό νεκροταφείο των τύμβων.

Τα ευρήματα και ο πληθυντικός της ονο­μασίας τους μαρτυρούν ότι «αι Αιγεαί», όπως και «αι Αθήναι», «αι Θήβαι» κτλ., ήταν μια πόλη «καιά κώμας». ένα «ανοικτό» πο­λεοδομικό σύνολο με συνοικισμούς διά­σπαρτους γύρω από ένα κέντρο που εξε­λίσσεται οργανικά χωρίς προκαθορισμένο σχέδιο και συγκροτείται με άξονα τη βασι­λική παρουσία, τη σχέση με το θείο και την ανάγκη επιβολής και άμυνας, δηλαδή το ανάκτορο, τα ιερά και την οχυρή ακρόπολη. Επειδή μάλιστα οι Αιγές ποτέ δεν «συνοικίστηκαν» ούτε έγιναν μεγάλο αστικό κέντρο, μας δίνουν τη μοναδική ευκαιρία να μελε­τήσουμε αυτό το μοντέλο χωροοργάνωσης που εκφράζει μιαν αρχαϊκή κοινωνία γενών.

Όπως ο Πάτροκλος, έτσι και οι νεκροί Τημενίδες του 6ου αι. π.Χ. καίγονται μαζί με πλούσια δώρα σε μεγαλοπρε­πείς πυρές – ένα έθιμο που θα φθάσει στο απόγειο του με την ταφή του Φιλίππου Β’, τη μεγαλοπρεπέστερη νεκρική τελετή που γνώ­ρισε η Ελλάδα -, ενώ οι βασίλισσες των Αιγών κατεβαίνουν στον Άδη τυλιγμένες στο χρυ­σάφι και στην πορφύρα σαν τις Μυκηναίες.

Απομονωμένοι στην αυτάρκειά τους, οι Μακεδόνες, όπως και άλλα ελληνικά φύλα, έμειναν έξω από τις οικονομικοπολιτικές εξελίξεις του Νότου και διατήρησαν ως τα ελληνιστικά χρόνια παραδόσεις και θεσμούς που χαρακτηρίζουν την κοινωνία του Ομήρου: αρχηγός στον πόλεμο, εγγύηση του νόμου και της τάξης, φορέας της θεϊκής ευ­λογίας, πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο, ο μακεδόνας βασιλιάς είναι ο πατέρας-αφέντης των υπηκόων του.

Στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ο Περδίκκας Α’, ένας Δωριέας από το Άργος, γίνεται βασι­λιάς των Μακεδόνων. Οι Αιγές γίνονται το λίκνο της δυναστείας των Τημενιδών και η μοίρα τους συνδέεται άρρηκτα με τις τύχες των βασιλέων που όντας απόγονοι του Ηρα­κλή συνεχίζουν με τον μύθο τους την ηρω­ϊκή παράδοση του έπους.

Στις βασιλικές ταφικές συστάδες (βρέθηκαν ως τώρα τρεις) της πολύχρυσης νεκρόπολης των Αιγών η αρχαιολογική σκαπάνη συναντά τον Όμηρο. Όπως ο Πάτροκλος, έτσι και οι νεκροί Τημενίδες του 6ου αι. π.Χ. καίγονται μαζί με πλούσια δώρα σε μεγαλοπρε­πείς πυρές – ένα έθιμο που θα φθάσει στο απόγειο του με την ταφή του Φιλίππου Β’, τη μεγαλοπρεπέστερη νεκρική τελετή που γνώ­ρισε η Ελλάδα -, ενώ οι βασίλισσες των Αιγών κατεβαίνουν στον Άδη τυλιγμένες στο χρυ­σάφι και στην πορφύρα σαν τις Μυκηναίες.

Τα πλούσια ευρήματα της αρχαϊκής νε­κρόπολης μαρτυρούν την ακμή των Αιγών τον 6ο αιώνα. Ιδέες και εμπορεύματα εισρέουν συνεχώς από τα νησιά και τις πόλεις της Ιωνίας, από την Κόρινθο και από την Αθήνα, ωστόσο η ντόπια παραγωγή, που διακρίνεται κυρίως στον τομέα της μεταλ­λοτεχνίας, χαρακτηρίζεται από αυστηρότη­τα και γεωμετρική λιτότητα που ανακαλεί τις δωρικές καταβολές των Μακεδόνων.

Χάλκινο Μακεδονικό περίαπτο “πτηνό επάνω σε κλουβί” από τις Αιγές (μέσα 8ου αι, .Χ.)

Οσο βασιλεύει ο Αλέξανδρος α (498-454 π.Χ.) η πόλη γίνεται κέντρο του σημαντικό­τερου ελληνικού κράτους του Βορρά και η ζωή αποκτά πρωτοφανή πολυτέλεια. Πολύτιμα αρώματα έρχονται από την Ανατολή σε αβγά στρουθοκαμήλου, κεχριμπαρένια περι­δέραια από τις όχθες του Πάδου, αρωματικό λάδι από τον Νότο σε περίτεχνα μαρμάρινα αγγεία. Επώνυμοι αθηναίοι αγγειογράφοι στέλνουν τα προϊόντα τους και οι ντόπιοι χρυσοχόοι και μεταλλουργοί δουλεύουν ακούραστα τον χρυσό, το ασήμι, τον χαλκό και τον σίδερο φτιάχνοντας περίτεχνα όπλα, κο­σμήματα και σκεύη.

Στα χρόνια του Περδίκκα Β’ (454-413 π.Χ.), ενώ ο βασιλιάς προσπαθεί να απο­φύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό της αθη­ναϊκής υπερδύναμης, στην πρωτεύουσά του, που είναι ήδη τειχισμένη, οτιδήποτε αττικό είναι της μόδας. Οι κομψές επιτύμ­βιες στήλες εμφανίζονται στη νεκρόπολη των Αιγών και οι λευκές λήκυθοι φέρνουν στους Μακεδόνες τους καρπούς της ζω­γραφικής, της τέχνης που θα γίνει η αγα­πημένη τους.

Η αίγα στα νομίσματα του Αρχέλαου (413- 399 π.Χ.) φανερώνει τη σημασία που είχαν γι’ αυτόν οι Αιγές. Ανθρωπος μορφωμένος και διορατικός, ο βασιλιάς θέλει να εκσυγ­χρονίσει το κράτος του και η αυλή των Αι­γών αποδεικνύεται φιλόξενο λιμάνι για τους καλλιτέχνες που θα λαμπρύνουν με την πα­ρουσία τους τη ζωή της πόλης. Ο Ζεύξις δια­κοσμεί το καινούργιο ανάκτορο του Αρχέ­λαου, ενώ ο Ευριπίδης συνθέτει εδώ τις τελευταίες τραγωδίες του.

Η ιστορία του κόσμου άλλαξε αλλά η πα­λιά βασιλική πόλη πέρασε για πάντα στο πε­ριθώριο. Ακολουθώντας τη μοίρα του βασι­λείου καταστράφηκε μετά την ήττα του 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους, ξέπεσε και το όνο­μα της ξεχάστηκε. Ώσπου το 1977 η σκα­πάνη του Μανόλη Ανδρόνικου χάρισε στον τόπο ξανά το όνομά του και η ιστορία της Μακεδονίας άρχισε να ξαναγράφεται…

Για να αντιμετωπίσει τις συνεχείς εισβολές ο Αμύντας Γ’ (393-368 π.Χ.) βρίσκεται συχνά στην Πέλλα. Ωστόσο οι Αιγές εξακολουθούν να είναι το ιερό βασιλικό κέντρο και η χήρα του, η δυναμική Ευρυδίκη, μάνα τριών βασιλιάδων, θα αφήσει έντονα τα ίχνη της με αναθήματα στα ιερά της πόλης και στον περίλαμπρο τάφο της. το 359 π.Χ. θα σημάνει τη μεγάλη ώρα για τη Μακεδονία και τις Αιγές. Εξαιρετικά ευ­φυής, διορατικός και αποφασιστικός, άρι­στος στρατηγός, μοναδικός διπλωμάτης και συγχρόνως κοινωνός των ιδεών του Πλά­τωνος και μύστης του Πυθαγόρα, ο Φίλιπ­πος, «πεφωτισμένος δεσπότης» κατά το πλατωνικό πρότυπο, συγκέντρωσε γύρω του την αφρόκρεμα της διανόησης, με απο­τέλεσμα η αυλή του να γίνει μήτρα παρα­γωγής πολιτισμού, όπως ήταν η Αθήνα του Περικλή.

Οι νέες τάσεις και τα ρεύματα που θα γεν­νηθούν στο περιβάλλον του θα μεταλαμπαδευτούν από τον Αλέξανδρο στην οικουμέ­νη και θα γίνουν θεμέλια ενός λαμπρού νέου κόσμου. Πρώτα όμως θα σφραγίσουν την εικόνα των Αιγών, που ο βασιλιάς αποφάσισε να εξωραΐσει ξεκινώντας ένα οικοδο­μικό πρόγραμμα χωρίς προηγούμενο.

Το τείχος ανακατασκευάζεται με τρόπο που θα εξασφαλίσει στην πόλη ασφάλεια και συγχρόνως κύρος και μεγαλοπρέπεια. Τα ιε­ρά των θεών αποκτούν καινούργιους ναούς, βωμούς, στοές και αναθήματα, ενώ σε πε­ρίοπτο σημείο χτίζεται το νέο ανάκτορο – το μεγαλύτερο κτίριο που είδε ως τότε η Ελ­λάδα – και δίπλα του το θέατρο. Η εξουσία συνδυάζεται με την τέχνη και η αντίληψη που θα σφραγίσει την εικόνα των μητροπό­λεων της ελληνιστικής οικουμένης εγκαι­νιάζεται στις Αιγές.

Πόλος και σύμβολο κάθε εξουσίας και συγχρόνως κατοικία, το ανάκτορο των Αι­γών συνταιριάζει με τρόπο πρωτοποριακό την επισημότητα και τη μεγαλοπρέπεια της δημόσιας αρχιτεκτονικής με τη λειτουργι­κότητα της ιδιωτικής, υλοποιώντας με την απόλυτη συνέπεια της γεωμετρίας του την πεμπτουσία του ευ ζην και αποκρυσταλλώ­νοντας το αρχέτυπο περιστύλιο. Οι θησαυροί των βασιλικών τάφων μάς δίνουν μιαν αί­σθηση της λαμπρότητας του ανακτόρου: οι τοιχογραφίες φανερώνουν τα επιτεύγματα της ζωγραφικής που ήξερε να αναπλάθει πειστικά τον κόσμο, στη χρυσελεφάντινη κλίνη του Φιλίππου αποτυπώνεται η συναρπαστική στιγμή της γέννησης του ρεαλιστι­κού πορτρέτου, στα αγγεία, στα όπλα και στα κοσμήματα η λιτότητα και η καθαρό­τητα της φόρμας σμίγουν με τη χαρά της λε­πτομέρειας δημιουργώντας ένα σύνολο απαράμιλλης κομψότητας και αρμονίας όπου όλα υποτάσσονται στη γοητεία του μέ­τρου.

Βασιλιάς των Μακεδόνων, κυρίαρχος των Βαλκανίων και εκλεγμένος ηγεμόνας όλων των Ελλήνων, ο Φίλιππος Β’ το 336 π.Χ. γιόρτασε στις Αιγές τη μεγαλύτερη γιορτή της βασιλείας του. Στο θέατρο συνάντησε τη μοίρα του. Ο Αλέξανδρος ανακηρύχθηκε βασιλιάς.

Η ιστορία του κόσμου άλλαξε αλλά η πα­λιά βασιλική πόλη πέρασε για πάντα στο πε­ριθώριο. Ακολουθώντας τη μοίρα του βασι­λείου καταστράφηκε μετά την ήττα του 168 π.Χ. από τους Ρωμαίους, ξέπεσε και το όνο­μα της ξεχάστηκε. Ώσπου το 1977 η σκα­πάνη του Μανόλη Ανδρόνικου χάρισε στον τόπο ξανά το όνομά του και η ιστορία της Μακεδονίας άρχισε να ξαναγράφεται…

 *H Κυρία Αγγελική Κοτταρίδη είναι διδάκτωρ Αρχαιολόγος

Πηγή: Το Bήμα, “Μακεδονίς γη”, Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009

Related posts:

Comments